Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Η δίκη των Εξ και η αναψηλάφησή της

H Ελληνική ........δίκη της Νυρεμβέργης και η αναψηλάφησή της

Πώς φτάσαμε στη δίκη των έξι και τι ακολούθησε της μεγαλύτερης εθνικής μας καταστροφής;

Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 εκρήγνυται η επανάσταση που προετοιμαζόταν μήνες πριν, με εστίες τη Μυτιλήνη και τη Χίο και αρχηγούς το Στυλιανό Γονατά και το Νικόλαο Πλαστήρα που συγκεντρώνουν γύρω τους όσους είναι αποφασισμένοι να την φέρουν εις πέρας. Οι δυνάμεις του Γονατά που είχαν ξεκινήσει από τη Μυτιλήνη όσο κι εκείνες του Πλαστήρα από τη Χίο συγκλίνουν καταμεσής στο πέλαγος και η επαναστατημένη αρμάδα ενωμένη κινείται με κατεύθυνση τον Πειραιά για να αποβιβάσει τους 12.000 στρατιώτες που είχε μαζί της. Την επομένη ο Γονατάς που έχει προλάβει να συντάξει μια σύντομη επαναστατική προκήρυξη συναντιέται με τον Πλαστήρα πάνω στο «Λήμνος», όπου καταρτίζουν μια δωδεκαμελή επιτροπή και μια εκτελεστική την οποία εκτός από το όνομα του Γονατά, που ήταν αντιβενιζελικός και αυτό του Πλαστήρα, συμπληρώνει κι εκείνο του Δ. Φωκά, που θεωρούνταν ουδέτερος. Δυο μέρες μετά ο βασιλιάς Κωσταντίνος συναντιέται με τον πρωθυπουργό Τριανταφυλλάκο και αποφασίζουν να στείλουν τον Παπούλα, γενικό διοικητή Θράκης στο Λαύριο με σκοπό να εκμαιεύσει τις προθέσεις της Επαναστατικής Επιτροπής, κυρίως για το κατά πόσο είχαν την πρόθεση να αποδεχτούν κυβέρνηση υπό τον Ιωάννη Μεταξά. Ο Παπούλας αναφέρει στο βασιλιά ότι οι επαναστάτες, όχι μόνο απέρριψαν κάθε ιδέα για κυβέρνηση Μεταξά, αλλά επέμεναν και στην παραίτηση του ιδίου χάριν της πατρίδος. Μετά από έκτακτο υπουργικό συμβούλιο ο Παπούλας έρχεται και πάλι στο Λαύριο, για να ανακοινώσει στους επαναστάτες ότι η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου τελεί ήδη υπό παραίτηση, ενώ εκείνοι παραδίδοντάς του επιστολή υπογεγραμμένη από την Επαναστατική Επιτροπή του ζητούν ξεκάθαρα την παραίτηση του Κωνσταντίνου, γεγονός που συμβαίνει την ίδια ημέρα, στις 14 Σεπτεμβρίου, οπότε και αναλαμβάνει τα καθήκοντα του θρόνου ο διάδοχος Γεώργιος.
Με το ξέσπασμα της επανάστασης οργανώνονται από τους πιο φανατικούς και τα πρώτα σχέδια άμεσης σύλληψης και εκτέλεσης των ηγετών της αντιβενιζελικής παράταξης. Από αυτούς φαίνεται να παρασύρεται και ο Πλαστήρας που ζητά τη με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεσή τους. Το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου γίνονται γνωστές οι προφυλακίσεις των Γούναρη, Στράτου, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Γούδα και Στάη, ενώ λίγο αργότερα, στις 11 Οκτωβρίου συλλαμβάνεται ο Μπαλτατζής και ο Χαράλαμπος Βοζίκης, γενικός διευθυντής Θράκης επί κυβερνήσεως Γούναρη. Η επανάσταση επέρριπτε την ευθύνη για την καταστροφή στους «εθνοπροδότες» της Λαϊκής παράταξης συγκαλύπτοντας όπως γράφει ο Γιάννης Ανδρικόπουλος τη χρεωκοπία μιας πολιτικής για την οποία έφεραν ευθύνη. Το ίδιο απόγευμα (15 Σεπτεμβρίου) ο άγγλος πρεσβευτής Λίντλεϊ καλεί στο γραφείο του τους συνταγματάρχες Γονατά και Πλαστήρα, για να πληροφορηθεί τις διαθέσεις τους, καθώς οι φήμες, που κυκλοφορούσαν για τους συλληφθέντες, μιλούσαν για άμεση εκτέλεσή τους. Οι εντυπώσεις που αποκομίζει δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Ανάλογο είναι το κλίμα και στη διαδήλωση που λαμβάνει χώρα μπροστά από το χώρο της σημερινής Βουλής, στις 9 Οκτωβρίου, όπου οι χιλιάδες συγκεντρωμένοι πρόσφυγες που πλημμυρίζουν την πλατεία Συντάγματος σε μια εκδήλωση με ομιλητές τους Γονατά και Πλαστήρα κραυγάζουν «Θάνατος! Θάνατος!»
Στις 31 Οκτωβρίου 1922 στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής αρχίζει η δίκη που κατέληξε στην εκτέλεση των έξι που θεωρήθηκαν βασικοί υπαίτιοι της Μικρασιατικής καταστροφής. Οι κατηγορούμενοι που αποτελούσαν το κυριότερο μέρος της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Ελλάδας ήταν οι Γούναρης Δημήτριος, πρώην πρωθυπουργός, Στράτος Νικόλαος, πρώην πρωθυπουργός, Πρωτοπαπαδάκης Πέτρος, πρώην πρωθυπουργός, Μπαλτατζής Γεώργιος, υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη – Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκης Νικόλαος, υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη, Γούδας Μιχαήλ, υποναύαρχος ε.α – υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη και Στρατηγός Ξενοφών, υποστράτηγος ε.α – υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη. Το κατηγορητήριο ανέφερε τα εξής: Από κοινού συμφέροντος κινούμενοι συνώμοσαν και συναπεφάσισαν περί πράξεως εσχάτης προδοσίας και συνεπεχρεώθησαν προς αλλήλους προς ταύτην, ήτοι, διά της διά ποικίλων μέσων συστηματικής εργασίας προς κλονισμόν του ηθικού του εν Ιωνία μαχομένου στρατού, δια της προβεβουλευμένης μεταφοράς μεγάλης δυνάμεως στρατού εκ του Μικρασιατικού μετώπου επί σκοπώ εξασθενήσεως αυτού και άλλων διαφόρων μέσων, ενήργησαν εκ προθέσεως την παράδοσιν εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων πολεμοφοδίων, όπλων, πυροβόλων και παντός άλλου πολεμικού υλικού ανηκόντων εις την επικράτειαν. Μαζί με τους παραπάνω θα δικαζόταν και ο τέως αρχηγός της Στρατιάς Μικράς Ασίας Γεώργιος Χατζηανέστης με την κατηγορία ότι: από 13 μέχρι 23 Αυγούστου 1922, εκουσίως και εκ προθέσεως, παρέδωκεν εις τον εχθρόν μεγάλα τμήματα στρατού κα παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού. Όλοι οι προηγούμενοι εκ προθέσως παρεκίνησαν αυτόν εις την εκτέλεσιν της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, προστάξαντες και παραγγείλαντες αυτόν και συμβουλεύσαντες αυτόν μετ’απάτης, πειθούς και φορτικότητος...
Οι πρωταγωνιστές της δίκης έκπληκτοι και φοβισμένοι. Άραγε με την ψήφο του ελληνικού λαού δεν εκλέχτηκαν; Με δημοψήφισμα δε φέρανε το βασιλιά από την εξορία; Τη συνθήκη των Σεβρών δεν υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους διαπραγματευόμενοι με τους Συμμάχους και, τον πόλεμο, που είχε ξεκινήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος για τη Μεγάλη Ιδέα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, δε συνέχισαν διευρύνοντας μάλιστα αυτό το όραμα και φτάνοντας μέχρι την κόκκινη μηλιά; Μήπως δεν αγωνίστηκαν για τα συμφέροντα των Συμμάχων; Γιατί έφταιγαν αυτοί, αν τα συμφέροντα των Συμμάχων άλλαξαν; Γιατί να κατηγορούνται αυτοί ως προδότες; Πολλά τα ερωτήματα, μα ακόμα περισσότερα τα στοιχεία, που, όπως φαίνεται, εθνικοί λόγοι επέβαλαν να αποκρύψουν, ώστε να μην εκτεθεί ο βρετανικός παράγοντας για το ρόλο που έπαιξε καθ’όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους. Η ελπίδα μιας επέμβασης από μέρους των Εγγλέζων δεν τελεσφορεί. Ο βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Λίντλεϊ προσπαθώντας να σώσει τους έξι από το εκτελεστικό απόσπασμα ακόμα και την τελευταία στιγμή, επισκέπτεται ο ίδιος τον Πλαστήρα εφιστώντας του την προσοχή για τις δυσάρεστες συνέπειες που θα προκύψουν από την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Η απάντηση του Πλαστήρα, όταν ο πρεσβευτής αρνείται να ικανοποιήσει το αίτημά του για στήριξη της Αγγλίας στην παραμονή της Ελλάδας στη Θράκη, είναι πως οι κατάδικοι είναι θύματα της Αγγλίας.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της δίκης είναι ότι σε βάρος των κατηγορουμένων έχουν κληθεί να καταθέσουν και πολλοί αντιβενιζελικοί μάρτυρες με ιδιαίτερα επιβαρυντικές μάλιστα καταθέσεις, που οι περισσότεροι από αυτούς θα αναθεωρήσουν, όταν, όμως, θα είναι πολύ αργά. Περισσότερο μετριοπαθείς παρουσιάζονται οι Γ.Δ. Ράλλης, Φωκίων Νέγρης, Κ. Ζαβιτσιάνος και Κ. Δεμερτζής οι οποίοι αποκλείουν και διαχωρίζουν τις όποιες ευθύνες των κατηγορουμένων από το δόλο, που και οι ίδιοι οι μάρτυρες προσπαθούν να αποσείσουν με κορυφαίο απολογητή το Δημήτριο Γούναρη που υπογραμμίζει στην απολογία του ότι εάν ηθέλομεν την εγκατάλειψιν του Μικρασιατικού εδάφους ηδυνάμεθα να διατάξωμεν την εκκένωσιν της Μ. Ασίας αφ’ης ανελάβομεν την αρχήν και κατόπιν επί ολόκληρον διετίαν, και πράξωμεν τούτο ως απόφασιν πολιτικήν στηριζομένην επί της αδυναμίας της Ελλάδος να διεξαγάγη αποτελεσματικώς την Μικρασιατικήν επιχείρησιν.
Τί συμβαίνει όμως έξω από την αίθουσα της Βουλής; Η προσφυγιά που εξακολουθεί να έρχεται στην Ελλάδα καταδιωγμένη κουρνιάζει όπου βρει∙ στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην ύπαιθρο. Απελπισμένη και απεγνωσμένη βαδίζει προς το πουθενά καθώς οι δουλειές είναι λίγες και τα μεροκάματα ανίκανα να αντιμετωπίσουν το κρύο, την πείνα και τις αρρώστιες αυτού του πρώτου χειμώνα. Ανάθεμα αν ήξεραν όλοι αυτοί τα πώς και τα γιατί, αν έμαθαν ποτέ τα τεχνάσματα των συμμάχων ή για τη μεγάλη ιδέα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Το κράτος και οι αρμόδιες υπηρεσίες αποδεικνύονται απροετοίμαστες να επιληφθούν των πολλαπλών προβλημάτων υγείας που προκαλεί ο τύφος, η μηνιγγίτιδα, η ευλογιά, η δυσεντερία και η χολέρα.
Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β΄ - τι ειρωνεία πράγματι, όπως γράφει και ο Στάθης Πρωταίος, οι στυλοβάτες του θρόνου να καταδικάζονται και να εκτελούνται εν ονόματι του Βασιλιά, τον οποίο στήριξαν θυσιάζοντας τα εθνικά συμφέροντα και, ενώ μάλιστα αρνούμενος να υπογράψει το σχετικό διάταγμα ο γιος του Γεώργιος, που προσωρινά βρισκόταν στο θρόνο, θα μπορούσε να ματαιώσει την εκτέλεση με κίνδυνο βέβαια να εκδιωχθεί και να εγκατασταθεί αβασίλευτη δημοκρατία - η απόφαση της καταδίκης σε θάνατο των κατηγορουμένων, όπως κι εκείνη της σε ισόβια δεσμά των Γούδα Μιχαήλ και Στρατηγού Ξενοφών μετά από διαδικασίες 14 ημερών, ανακοινώνεται στις 15 Νοεμβρίου. Τα Χρονικά της ίδιας μέρας γράφουν : Η Ελλάς διέρχεται στιγμάς κρισίμους. Υπέστη συμφοράς μεγάλας. Ολιγώτερον όμως φοβερόν θα είναι το μέλλον εάν ο Λαός αντιληφθή που έγκειται η σωτηρία, εάν αναβλέψη, εάν αποφασίση να απαλλαγή του Παλαιοκομματισμού, τόσον του Βενιζελικού, όσον και του Αντιβενιζελικού. Η απολύτρωσις αύτη θα φέρη την αναγέννησιν, θ’ απαλλάξη το Έθνος μιας πληγής η οποία ηλάττωνε την ζωτικότητά του και εδημιούργει κίνδυνον δια την ύπαρξίν του. Ευελπιστούμεν. Πολλά υπέφερεν ο Λαός από τας δύο μερίδας αίτινες εκυβέρνησαν την χώραν. Τας εγνώρισε και εδιδάχθη πολλά. Οι δρόμοι τους οποίους ηκολούθησεν έως τώρα, εξαπατηθείς, τον έφεραν εις το χείλος της αβύσσου. Δεν θα θελήση να τας ακολουθήση εις το μέλλον.
Την επομένη της εκτέλεσης στις 16 Νοεμβρίου, η εφημερίδα Πατρίς που πρόσκειται στη φιλελεύθερη πλευρά αναφέρει για την καταδικαστική απόφαση και τη δίκη των έξι: οι ένοχοι της εθνικής συντριβής κατεδικάσθησαν και ετυφεκίσθησαν χθες....... ο θάνατος υπήρξε και δι’αυτούς ακόμη τους ιδίους ένας εξιλασμός. Το Έθνος σήμερον και η ιστορία αύριον, αν δεν θελήσουν να τους παραδώσουν εις την λήθην, θα τους κρίνουν πάντως επιεικέστερον επί τη βάσει του αιματηρού αυτού τίτλου. Στη Λωζάνη ο ανταποκριτής της Ματέν ζητάει τη γνώμη του Βενιζέλου για την εκτέλεση των έξι. Στις δηλώσεις του ο πρώην Έλληνας πρωθυπουργός φέρεται να είπε: Η δίκη των Αθηνών δεν είχε την εμφάνισιν της παρανομίας την οποία θέλετε να της αποδώσετε. Η επ’ακροατηρίω συζήτησις εξελίχθη κανονικώς, η συζήτησις δε αύτη ήτο επιβαρυντικώτατη διά τον Γούναρην και τους άλλους κατηγορουμένους. Στην επισήμανση του ανταποκριτή πως σύμφωνα με την κοινή γνώμη οι κατηγορίες δεν ήταν επαρκείς για μια καταδίκη σε θάνατο αφού σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν πολιτικούς σκοπούς, ο Βενιζέλος απαντά ως εξής: Δεν είναι ακριβές ότι η απόφασις, ως θέλετε να την παραστήσετε, ήτο μία πολιτική εκδίκησις, αλλά μία τιμωρία ήτις επεβλήθη εις τους κυβερνήσαντας την Ελλάδα, τους προκαλέσαντας την ήτταν δια να σώσουν την καμαρίλαν.
Ογδόντα οκτώ χρόνια μετά μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι η δίκη των έξι ήταν μια δίκη παρωδία, αποτέλεσμα του φανατισμού ανάμεσα στις δύο μεγάλες παρατάξεις που είχαν επιβάλει το διχασμό, την κυριαρχία των πολιτικών παθών και τον κανιβαλισμό. Μια δίκη στην οποία οι ηγέτες της μιας πολιτικής παράταξης κλήθηκαν να πληρώσουν για λάθη που είχε κάνει και η άλλη. Έίναι εξάλλου άξια απορίας η πίστη του Ελευθερίου Βενιζέλου πως θα μπορούσε να δημιουργήσει την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών ανασυγκροτώντας μια νέα βυζαντινή αυτοκρατορία χωρίς προηγουμένως να έχει επιτύχει την ενότητα και την ομοψυχία του ελληνικού λαού.
Το ερώτημα για το αν οι έξι εκτελεσθέντες ήταν ένοχοι προδοσίας έρχεται και πάλι στην επικαιρότητα με αφορμή την αίτηση για αναψηλάφηση της Δίκης των Εξ από τον Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη, εγγονό του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, που προσφεύγοντας στον Άρειο Πάγο ζητά την αποκατάσταση του ονόματός του και την ακύρωση της απόφασης του στρατοδικείου. Στο σύνολό τους τα προσφυγικά σωματεία και οι σύλλογοι εκφράζουν τη διαμαρτυρία τους για την αναψηλάφηση της δίκης των έξι επισημαίνοντας το άστοχο της διαδικασίας, καθώς πρόκειται για δίκη με πολιτικό και όχι ποινικό χαρακτήρα. Η προσπάθεια για αναψηλάφηση της δίκης των έξι, υποστηρίζει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας κος Θανάσης Λαγουδήμος, έχει μια νομική και μια ιστορική διάσταση. Η διαδικασία αναψηλάφησης δεν εμποδίζεται ακόμα και μετά την παρέλευση τόσων δεκαετιών, αν οι κληρονόμοι του καταδικασθέντος, που επιδιώκουν την αποκατάσταση της μνήμης του, προσκομίσουν νέα στοιχεία, κάτι για το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δε γίνεται λόγος. Χωρίς νέα αποδεικτικά στοιχεία, όμως, δε θα μπορούσε να διαλευκανθεί ο βαθμός αμέλειας ή η δυνατότητα πρόβλεψης των αποτελεσμάτων συγκεκριμένων στρατιωτικών ενεργειών, οι δε σύγχρονοι ιστορικοί, δημοσιογράφοι ή στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, αγέννητοι κατά τη στιγμή των κρινομένων γεγονότων, είναι εξ ορισμού αναρμόδιοι να καταθέσουν τη δευτερογενή επιστημονική γνώση τους ως υποκατάστατα ζώντων μαρτύρων. Κλείνοντας, επισημαίνει πως ως απόγονοι των θυμάτων της Γενοκτονίας που συνέβη στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη θεωρούμε ιταμή και απαράδεκτη πρόκληση στη μνήμη των χιλιάδων νεκρών την επιχειρούμενη, μέσω δίκης, αθώωση των υπευθύνων της μεγαλύτερης καταστροφής, που υπέστη ποτέ το ελληνικό έθνος και καλεί την ολομέλεια του Αρείου Πάγου να απορρίψει κάθε εισήγηση για αναψηλάφηση της Δίκης υπογραμμίζοντας πως καθε παρόμοια διαδικασία βρίσκει αντίθετα τα προσφυγικά σωματεία, που δηλώνουν αποφασισμένα να προστατεύσουν τη μνήμη των προγόνων τους.
Η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αναμένεται να ανακοινωθεί σε λίγες εβδομάδες. Θα είναι ωστόσο αυτή που θα σταθεί αντικειμενικά και αμερόληπτα απέναντι στην αλήθεια και την ιστορία και θα μας πει επιτέλους, χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες, ποιος ευθύνεται για τον ξεριζωμό του ελληνισμού μετά από 2.800 χρόνια, για τις 2.400 εγκαταλελειμμένες ελληνικές πόλεις και χωριά, για τους 1.250.000 νεκρούς, για τους ατέλειωτους πρόσφυγες και για τις 302.000.000 χρυσές λίρες που χάθηκαν; Έχει άραγε η ελληνική πολιτεία το θάρρος να αντικρίσει και να κατονομάσει στο σύνολό τους τους έξωθεν και έσωθεν αληθινά υπευθύνους της μικρασιατικής καταστροφής και να αποδώσει τα του καίσαρος τω καίσαρι ή θα εξακολουθήσει να πλάθει θρύλους για εθνάρχες και μεσσίες αποσείοντας τις ευθύνες ακόμα και από αυτούς στους οποίους αποδόθηκαν, αρνούμενη παράλληλα να σταθεί δυναμικά στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ομογένειας, διεκδικώντας περιουσίες και δικαιώματα που καταπατώνται, και σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, από το τουρκικό δημόσιο; Ίδωμεν!
Βιβλιογραφία
Δακρυσμένη Μικρασία, Τζανακάρης Βασίλης, Μεταίχμιο