1922-2022- 100 Χρόνια Εθνικής Μνήμης
Δεν ξεχνάμε από πού είμαστε και ποιοι θέλουν να ξεχάσουμε…
Η χρονιά που μόλις ξεκίνησε, όπως αναλύει ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, «έχει μια ιδιάζουσα σημασία για την εθνική μας μνήμη, καθώς η μικρασιατική καταστροφή έδωσε ένα τέλος σε όσα τραγικά άρχισαν με την οργανωμένη παρουσία των εθνικιστών Νεοτούρκων το 1908. Θύματα αυτής της «θύελλας» ήταν οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας που τέθηκαν στο επίκεντρο προσχεδιασμένων εθνικών εκκαθαρίσεων και που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έχουν χαρακτηριστεί ως Γενοκτονία.
Αξιοσημείωτο ότι και η Ελλάδα, με απόφαση της Βουλής, έχει θεσπίσει
δύο Ημέρες Μνήμης, τη 19η Μαϊου για τον Πόντο και τη 14η
Σεπτεμβρίου για τη Μικρά Ασία συλλήβδην. Με τη
14η Σεπτεμβρίου, οπότε και ξεκινά η πυρπόληση της Σμύρνης, ο
ελληνισμός έζησε τη μεγαλύτερη τραγωδία που βίωσε ποτέ, καθώς ολοκληρώθηκε η
γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών που επίσημα είχε αποφασίσει η κυβέρνηση
των Νεοτούρκων το 1911, ενώ παράλληλα σηματοδοτείται το οριστικό τέλος της ελληνικής παρουσίας στη
Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη μετά από 35 αιώνες. Η 14η
Σεπτεμβρίου, όμως, κλείνει και δύο άλλους κύκλους, αυτόν της πολιτισμικής
σύγκρουσης που πήρε τη μορφή της σύγκρουσης των εθνών κι εκείνον της εθνικής
απελευθέρωσης που είχε ξεκινήσει το 1821, ενώ από την άλλη ορίζει την αρχή της
σύστασης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Το 2022, εκατό ολόκληρα χρόνια μετά τη μικρασιατική
καταστροφή, πορευόμαστε με τις συνέπειες της μεγαλύτερης εθνικής μας τραγωδίας,
καθώς τα προβλήματα που διαρκώς
αντιμετωπίζουμε με την Τουρκία οφείλονται σε αυτήν την ήττα και στη διαμόρφωση της νέας πραγματικότητας που προέκυψε μετά το
αναπόφευκτο τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκατό ολόκληρα χρόνια μετά τη
μικρασιατική καταστροφή, το ελληνικό κράτος ακολουθεί την ίδια πιστή στάση· της
συγκάλυψης των ευθυνών, της σιωπής και του εκτοπισμού της προσφυγικής μνήμης
στο κοινωνικό περιθώριο». Δεν είναι τυχαίο πως το Υπουργείο Πολιτισμού στην
επίσημη ιστοσελίδα του επιλέγει την παρακάτω φωτογραφία, για να συνοδεύσει στο
πλαίσιο του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» το αφιέρωμα στη Μικρασιατική
καταστροφή.
Την ίδια στιγμή, ευτυχώς, απόγονοι των προσφύγων τρίτης γενιάς, αποδεικνύοντας τη δυναμική τους παρουσία, με πείσμα προσπαθούν να καταστήσουν τη χρονιά αυτή έτος γνώσης, δημιουργίας και αναστοχασμού. Στις 3 Ιανουαρίου ο Σύνδεσμος Μικρασιατών-Κωνσταντινουπολιτών Χαλανδρίου «Ρίζες» υψώνει στον ιερό βράχο της Ακρόπολης 45 τ.μ πανό με το λογότυπο της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος (Ο.Π.Σ.Ε) για τα 100 χρόνια προσφυγικού ελληνισμού και ξεκινά μια προσπάθεια η σημαία αυτή να κυματίσει οπουδήποτε υπάρχουν Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Παράλληλα, η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας έχει
ήδη συστήσει ειδική επιτροπή, αποτελούμενη από μέλη της και επιστήμονες με
γνώσεις στα θέματα του προσφυγικού ελληνισμού. Στόχος της η επέτειος των εκατό
χρόνων από τη μικρασιατική καταστροφή να αποτελέσει αφετηρία για την
ανασυγκρότηση του οργανωμένου χώρου των απογόνων των προσφύγων αλλά και για την
εδραίωση ενός παμπροσφυγικού κινήματος που θα εμπεριέχει όλες τις ομάδες που
έφτασαν στον ελλαδικό χώρο (Πόντιοι, Ίωνες, Βιθύνιοι, Καππαδόκες, Πισίδιοι,
Ανατολικοθρακιώτες). Παράλληλα, μεταξύ των στόχων ορίστηκε η διεκδίκηση ζητημάτων
σε εκκρεμότητα, όπως η ανταλλάξιμη περιουσία, και αιτημάτων, όπως η δημιουργία
μεγάλων εθνικών μουσείων, αφιερωμένων στον ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής,
στην πρωτεύουσα και τη συμπρωτεύουσα. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που
προγραμματίζονται προβλέπεται η διοργάνωση τριών επιστημονικών συνεδρίων, το
Μάιο με θέμα: «Το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου και η εντολή της Ελλάδας για
το Σαντζάκιο της Σμύρνης. Διπλωματικό και ιστορικό πλαίσιο», το Σεπτέμβριο με
θέμα: «Από τις 19 Μαΐου 1919 στις 14 Σεπτεμβρίου 1922: Η Μικρασιατική
εκστρατεία ως συμμαχική επιχείρηση και η ελληνική ήττα του Αυγούστου του 1922.
Ιστορικό πλαίσιο και επιπτώσεις της καταστροφής» και το Νοέμβριο με θέμα: «Οι
πρόσφυγες ως δυναμικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης του Μεσοπολέμου».
100 χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή τα αίτια
παραμένουν συγκεχυμένα στο μυαλό των περισσοτέρων από εμάς εξαιτίας των μύθων
που κάθε πολιτική πλευρά θέλησε να προβάλλει. Είχε ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα η
μικρασιατική εκστρατεία; Ήταν «εθνικοαπελευθερωτικός» ο πόλεμος του Κεμάλ; Υπήρξε,
πράγματι, λανθασμένη η απόφαση του Βενιζέλου να προκηρύξει τις εκλογές του
1920; Ο μακροχρόνιος πόλεμος και κατ’επέκταση η κούραση του ελληνικού στρατού
συνέβαλε σημαντικά στην ήττα; Θα μπορούσε η Ελλάδα να διατηρήσει την περιοχή της Σμύρνης
και της Ανατολικής Θράκης, αν έπαιρνε
την απόφαση να περιοριστεί σε όσα της
πρόσφερε η συνθήκη των Σεβρών ή, όπως υποστήριξε ο μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, επρόκειτο για μία ανέφικτη
άποψη;
Τη χρονιά αυτή μέσα από τις σελίδες του «Ντελάλη» θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα και να αναδείξουμε τι από αυτά αποτελεί μύθο. Τη χρονιά αυτή θα προσπαθήσουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές όσο πιο δυνατή τη φλόγα της Μνήμης…
Πηγές
-Αγτζίδης Β. 100 Χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή και η
προβληματική μας εθνική μνήμη
-Αγτζίδης B.,
Λαμπρόπουλος A. Μικρασιατική
καταστροφή. Τα ίδια λάθη;
-100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή: Οι προκλήσεις,
οι στόχοι, οι εκδηλώσεις, pontosnews.gr
-Ρίζες (Σύνδεσμος Μικρασιατών Κωνσταντινουπολιτών
Χαλανδρίου)
-www.facebook.com/Marianna.Mastrostamati
-www.culture.gov.gr
............................................................................................................................................
1922-2022- 100 Χρόνια Εθνικής Μνήμης
Δεν ξεχνάμε από πού είμαστε και ποιοι θέλουν να ξεχάσουμε…
100 χρόνια μετά τη μικρασιατική
καταστροφή τα αίτια παραμένουν συγκεχυμένα στο μυαλό των περισσοτέρων από εμάς
εξαιτίας των μύθων που κάθε πολιτική πλευρά θέλησε να προβάλλει.
Στο ακόλουθο άρθρο θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα –μύθους των γεγονότων που σχετίζονται με τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή.
·
Είχε ιμπεριαλιστικό
χαρακτήρα η μικρασιατική εκστρατεία;
Σύμφωνα με το γενικό διευθυντή του
εθνικού ιδρύματος ερευνών και μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος», κο Νικόλαο
Παπαδάκη, «όσοι αναφέρονται σε τυχοδιωκτική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου
και σε μια ιμπεριαλιστική επέμβαση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία υποτιμούν την
ανάγκη προστασίας και σωτηρίας των χιλιάδων Ελλήνων που ζούσαν στην περιοχή.
Αξιοσημείωτο ότι από το 1909 μεθοδεύεται
η εξόντωση ενάμιση εκατομμυρίου Ελλήνων,
κατάσταση την οποία δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο
Α΄παγκόσμιος. Η ελληνική, λοιπόν,
κυβέρνηση είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο πρακτικές, είτε να
παρακολουθεί παθητικά την εκδίωξη των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και τη βίαιη
εξόντωση όσων εξακολουθούσαν να ζουν στα τουρκικά εδάφη, είτε να αναλάβει δράση
για την προστασία και την ειρηνική τους διαβίωση προτείνοντας τη δημιουργία
αυτόνομου κράτους που θα αγκάλιαζε όλη τη δυτική Ανατολία.
Ευνόητο είναι πως ο Βενιζέλος επέλεξε το
δεύτερο, κινούμενος στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, γι’αυτό και ενώπιον
του ανώτατου συμμαχικού συμβουλίου επικαλέστηκε το άρθρο 7 της ανακωχής του
Μούδρου, σύμφωνα με το οποίο οι σύμμαχοι είχαν το δικαίωμα να καταλάβουν τη
Σμύρνη. Οι ελληνικές διεκδικήσεις, όπως τις παρουσίασε στο υπόμνημά του προς το
ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο τον Ιανουάριο του 1919, θεμελιώνονταν στην αρχή της
αυτοδιάθεσης των λαών και πληρούσαν δύο δομικά στοιχεία. Το πρώτο αφορούσε το
ιστορικό, καθώς τα προς διεκδίκηση εδάφη αποτελούσαν αρχέγονη ελληνική εστία,
και το δεύτερο το πληθυσμιακό-εθνολογικό, αφού ο ελληνικός πληθυσμός υπερτερούσε
στα εδάφη αυτά. Πιο συγκεκριμένα, η
Ελλάδα διεκδικούσε τη Βόρειο Ήπειρο, τη Θράκη (ανατολική και δυτική), τη δυτική
Μικρά Ασία, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, ενώ γινόταν αναφορά και στην
Κωνσταντινούπολη προτείνοντας τη δημιουργία ενός διεθνούς κράτους υπό την
προστασία της Κοινωνίας των Εθνών. Η πολιτική του είχε ως πρώτιστο στόχο τη
σωτηρία χιλιάδων ανθρώπων –οι διωγμοί που είχαν προηγηθεί είχαν εξοντώσει ή
καταστήσει πρόσφυγες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής
Θράκης- την προστασία των περιουσιών τους και την ελεύθερη ανάπτυξη των λαών
που ζούσαν στα τουρκικά εδάφη. Άξιο αναφοράς πως με στοιχεία που είχε παραθέσει
ο τότε πρωθυπουργός οι Τούρκοι είχαν εξοντώσει 700.000 Αρμένιους και 300.000
Έλληνες, ενώ είχαν εκδιώξει ή απελάσει 400.000 Έλληνες.
Λίγα 24ωρα πριν από την απόβαση στην
πρωτεύουσα της Ιωνίας, ο Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη της
συμμαχικής ηγεσίας στα σχέδιά του. Μάλιστα, όπως υποστήριξε ο Τσόρτσιλ «δικαιολογημένα
μπορούσε να επικαλείται το γεγονός ότι πήγαινε στη Σμύρνη ως εντολοδόχος των
τεσσάρων μεγαλύτερων δυνάμεων». Εξάλλου, οι σύμμαχοι, μέσα από την παρουσία του
ελληνικού στρατού στην περιοχή της Σμύρνης, θεωρούσαν πως θα μπορούσαν να
ελέγξουν την επιρροή των Ιταλών αλλά και την ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος.
Στις 2/15 Μαΐου 1919 ελληνικά στρατιωτικά αγήματα αποβιβάζονται στη Σμύρνη
τυγχάνοντας ενθουσιώδους υποδοχής από τον ελληνικό πληθυσμό. Σύντομα η ελληνική
διοίκηση επεκτείνεται σχεδόν σε όλη την περιοχή του Αϊδινίου, ενώ λίγο
αργότερα, στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου του 1920 με τη συνθήκη των Σεβρών,
υπογράφεται το τέλος της παλιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας και ο περιορισμός της
Τουρκίας στην κεντρική και βόρεια Ανατολία.
Στα παραπάνω είναι σημαντικό να
επισημανθεί πως η Σμύρνη τότε ήταν το σπουδαιότερο λιμάνι της Μικράς Ασίας στο
Αιγαίο. Πόλη που ακτινοβολούσε πολιτισμό και οικονομική ακμή. Το ελληνικό
στοιχείο πλειοψηφούσε συντριπτικά: 550.000 Έλληνες, 300.000 Τούρκοι, 20.000
Αρμένιοι και λιγότεροι από άλλες εθνικότητες».
Χαρακτηριστικό των τουρκικών μεθοδεύσεων
είναι το παράδειγμα που ακολουθήθηκε στον Πόντο με παρεμβάσεις στη δικαστική
δικαιοδοσία της εκκλησίας, την καταπάτηση ελληνικών ιδιοκτησιών, την άσκηση
ισχυρών πιέσεων για συμμετοχή σε διαδηλώσεις κατά της Ελλάδας, την απαγόρευση
για σύσταση εθνικών συλλόγων, την εκλογική νοθεία με αποτέλεσμα σε ολόκληρο τον Πόντο στις εκλογές του 1908 να
εκλεγεί μόνο ένας Έλληνας βουλευτής, τον εμπορικό αποκλεισμό, την καθιέρωση
υποχρεωτικής στράτευσης που χρησιμοποιήθηκε ως ένα ακόμη μέσο αποδυνάμωσης των χριστιανικών
πληθυσμών, γιατί η θητεία γινόταν κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, όπως
σκληρές τιμωρίες, κακουχίες, προπηλακισμούς και αδυναμία ελεύθερης άσκησης της
λατρείας.
Έτσι, ο Βενιζέλος, στις 5 Οκτωβρίου 1920, θα συντάξει και θα στείλει προς το Λόιδ Τζώρτζ ένα δεύτερο τολμηρό υπόμνημα, δεδομένης της ανάπτυξης του κεμαλικού κινήματος, ζητώντας τη λήψη από κοινού στρατιωτικών μέτρων, αλλά και την οριστική εκδίωξη των Τούρκων από την Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης και τη σύσταση ενός νέου κράτους στον Πόντο από τους Έλληνες γηγενείς, όπου θα επέστρεφαν και όσοι είχαν εκδιωχθεί και εγκατασταθεί στη νότια Ρωσία (η καθιέρωση υποχρεωτικής στράτευσης οδήγησε σε μεγάλο κύμα μετανάστευσης κυρίως προς τη Ρωσία το 1911). Ο Πόντος θα περιλάμβανε το βιλαέτι της Τραπεζούντας, καθώς και αυτά της Σινώπης, της Αμάσειας, της Τοκάτης και του Καραχισάρ. Με το εν λόγω υπόμνημα ο Βενιζέλος επεδίωκε να μεταφέρει το βάρος της εφαρμογής της συνθήκης των Σεβρών από την Ελλάδα στους συμμάχους, ενώ ,όπως εκτιμά ο ιστορικός και ακαδημαϊκός Κων. Σβολόπουλος, «μοιραία πλέον διαφαινόταν η πιθανότητα να υιοθετηθούν, κατά βάση, οι ριζοσπαστικές θέσεις του Ελ. Βενιζέλου».
Το αποτέλεσμα, ωστόσο, των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920 και η επιστροφή των φιλογερμανών στην εξουσία δίνουν στην πρότερη συμμαχική προσπάθεια για τη διαμόρφωση ενός μεταοθωμανικού κόσμου το χαρακτήρα ενός αποκλειστικά ελληνοτουρκικού πολέμου.
·
Ήταν
απελευθερωτικός ο πόλεμος του Κεμάλ;
Στο ερώτημα αυτό θα παραθέσουμε την απάντηση που δίνει ο Τούρκος κοινωνικός επιστήμονας και προοδευτικός διανοούμενος Attila Tuygan ο οποίος αναφέρει τα εξής: «Ο ισχυρισμός ότι ο τουρκικός εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δε θεμελιώνεται από πουθενά. Αντίθετα, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Taner Akcman, ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος «δεν δόθηκε κατά των εισβολέων αλλά κατά των μειονοτήτων». Τα Σωματεία Άμυνας-Δικαίου (Mudafai Hukut), που υπήρξαν η ατμομηχανή του «εθνικού αγώνα», ιδρύθηκαν καθαρά κατά της απειλής των Ρωμιών και των Αρμενίων. Στα πρώτα αυτά σωματεία που ιδρύθηκαν μετά από την ανακωχή του Μούδρου, τα τρία ήταν κατά των Αρμενίων και τα δύο κατά των Ρωμιών. Εξάλλου, ο Μουσταφά Κεμάλ, τον Ιούλιο του 1919, όταν έστειλε την παραίτησή του από τη θέση του αξιωματικού στο σουλτάνο τόνιζε ανοιχτά τα εξής: «Η στρατιωτική μου ιδιότητα άρχισε να γίνεται εμπόδιο στον εθνικό αγώνα που ξεκινήσαμε για να σώσουμε την ιερή πατρίδα και το έθνος απ΄τη διάσπαση και να μη θυσιάσουμε την πατρίδα στις επιδιώξεις των Ελλήνων και των Αρμενίων».
Πηγές
https://kars1918.wordpress.com/
https://www.mixanitouxronou.gr/itan-imperialistiki-i-epemvasi-tis-elladas-sti-mikra-asia/
http://www.venizelos-foundation.gr/images/content/content/venizelos_gymnasium.pdf
Φιλιππίδου, Ανθούλα
(2014, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών
και Πολιτικών Επιστημών), Το κίνημα των Νεοτούρκων και οι επιπτώσεις του στις ελληνικές κοινότητες
της οθωμανικής αυτοκρατορίας (1908-1922)
...........................................................................................................................................
1922-2022- 100 Χρόνια
Εθνικής Μνήμης
Δεν ξεχνάμε από πού είμαστε και ποιοι θέλουν να ξεχάσουμε…
Ολοκληρώνοντας το αφιέρωμα στα
100 χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή, στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να
προσεγγίσουμε μια άλλη σημαντική
παράμετρο, αυτήν της ανταλλαγής των πληθυσμών και της ανταλλάξιμης περιουσίας.
Όπως είναι γνωστό, με τη σύμβαση
που υπογράφτηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία στις 30 Ιανουαρίου 1923,
ορίζεται η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών και ρυθμίζονται θέματα αναφορικά
με την ανταλλακτική διαδικασία. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της σύμβασης,
«μετανάστες» (ανταλλάξιμοι) θεωρούνται όσοι Έλληνες ή Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν
την Τουρκία ή την Ελλάδα αντίστοιχα από τις 18 Οκτωβρίου 1912, αλλά και όσοι
Έλληνες ή Τούρκοι παρέμεναν στην Τουρκία ή στην Ελλάδα μέχρι την ημερομηνία της
Σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 2, της ανταλλαγής εξαιρούνταν οι Έλληνες που ήταν
εγκατεστημένοι στην περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινούπολης πριν από τις 30
Οκτωβρίου 1918 και οι Μουσουλμάνοι που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή
ανατολικά της μεθορίου που καθορίστηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, δηλαδή
ανατολικά του Νέστου, πριν από την παραπάνω χρονολογία.
Εξετάζοντας το θέμα των
ανταλλάξιμων Ελλήνων μπορεί με βεβαιότητα να υποστηριχτεί ότι η τακτική που
ακολούθησαν οι τουρκικές αρχές απέναντί τους απέβλεπε περισσότερο στην εξόντωσή
τους παρά σε μια οργανωμένη προσπάθεια μεταφοράς τους, όπως τουλάχιστον συνέβη
από την ελληνική πλευρά προς τους Τούρκους ανταλλάξιμους. Ειδικότερα, ενώ η
Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών (Μ.Ε.Α.Π) καθόριζε πως η ανταλλαγή θα
ξεκινούσε την 1η Μαΐου 1924, Έλληνες από την Τραπεζούντα
και άλλες περιοχές του Πόντου αναγκάζονται βίαια να εγκαταλείψουν τα σπίτια
τους 3 μήνες νωρίτερα και να επιβιβαστούν σε πλοία με προορισμό την
Κωνσταντινούπολη καλύπτοντας οι ίδιοι τα έξοδα της μεταφοράς. Αξιοσημείωτο ότι,
σε έγγραφα της Ελληνικής Αποστολής Περίθαλψης Προσφύγων προς το Ελληνικό Υπουργείο
Εξωτερικών το Φεβρουάριο του 1923, υπογραμμίζεται πως ορισμένοι καταστηματάρχες
στην Τραπεζούντα δεν προλαβαίνουν καν να κλείσουν τα μαγαζιά τους και να
ειδοποιήσουν τις οικογένειές τους. Μάλιστα, 36.360 Έλληνες και 15.765 Αρμένιοι
είχαν οδηγηθεί και εγκαταλειφθεί χωρίς
καμιά βοήθεια σε πόλεις του Πόντου και της Μικράς Ασίας, ενώ ακόμη κι όσοι
ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη, για να επισκεφτούν συγγενικά τους πρόσωπα,
συλλαμβάνονταν και κλείνονταν στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σελιμιέ και Αγίου
Στεφάνου, που μαστίζονταν από τον τύφο και τη χολέρα, αποδεικνύοντας περίτρανα
πως στόχος ήταν η εξόντωση των ανταλλάξιμων από τις μεταδοτικές ασθένειες.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό
παράδειγμα των πρακτικών που ακολούθησε η τουρκική πλευρά, αντίθετα από όσα
υποδείκνυε η σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών και περιουσιών, είναι αυτό που
αφορά τις κατασχέσεις ελληνικών περιουσιών στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και της
κατάσχεσης από το τουρκικό δημόσιο όλων των κιβωτίων θησαυροφυλακίου και όλων
των καταθέσεων που υπήρχαν στις ελληνικές και τουρκικές τράπεζες. Αξίζει να
επισημανθεί πως η παραπάνω πληροφορία τεκμηριώνεται από έγγραφα της Τράπεζας
Αθηνών προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος
όσων κρίθηκαν ανταλλάξιμοι έχουν φτάσει στην Ελλάδα πριν ακόμα από την υπογραφή
της σύμβασης περί ανταλλαγής επιβεβαιώνει τις δυσμενείς συνθήκες υπό τις οποίες
έγινε η υποδοχή και εγκατάσταση των προσφύγων, καθώς δεν υπήρχε κάποια οργάνωση
ή σχεδιασμός. Όταν υπογράφεται η σύμβαση της ανταλλαγής, η Ελλάδα καλείται να
αναγνωρίσει απλά μια κατάσταση, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των ανταλλάξιμων,
ακολουθώντας τα προσφυγικά ρεύματα μετά το βίαιο ξεριζωμό, βρίσκονταν ήδη στα λοιμοκαθαρτήρια της
Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου και στο Καραμπουρνάκι στη Θεσσαλονίκη ή σε
κάποιο προσφυγικό καταυλισμό με σκηνές και παράγκες, σε αποθήκες,
εγκαταλελειμμένα εργοστάσια. Για την Ελλάδα
η σύμβαση της ανταλλαγής κάλυπτε τους 1.150.000 ανταλλάξιμους που
πέρασαν στην Ελλάδα από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι το Μάρτιο του 1923 και τους
υπόλοιπους, περίπου 150.000, που βρίσκονταν στις περιοχές του Πόντου και της
Μικράς Ασίας και πρόκειται να φτάσουν.
Αναφορικά με την ανταλλάξιμη
περιουσία στο άρθρο 14 της Σύμβασης περί ανταλλαγής
Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών αναφέρεται ότι: «Η Επιτροπή θέλει
παραδώσει εις τον ενδιαφερόμενον ιδιοκτήτην δήλωσιν αναγράφουσαν το εις αυτόν
οφειλόμενον ποσόν εκ της στερήσεως της περιουσίας του, ήτις περιουσία θέλει
παραμείνη εις την διάθεσιν της Κυβερνήσεως επί του εδάφους της οποίας αύτη
κείται. Τα επί τη βάσει των ειρημένων δηλώσεων οφειλόμενα ποσά
θ’αποτελέσωσιν οφειλήν της Κυβερνήσεως της χώρας, εις ην θα ενεργηθή η εκκαθάρισις,
έναντι της Κυβερνήσεως της χώρας εις ην ανήκει ο μετανάστης. Ούτος
δικαιούται κατ’αρχήν να λάβη εν τη χώρα, ένθα μεταναστεύει και δια τα ποσά
άτινα τω οφείλονται, περιουσίαν ίσης αξίας και της αυτής φύσεως οία η παρ’ αυτού
εγκαταλειφθείσα».
Είναι
πράγματι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι, ενώ η περιουσία που εγκαταλείφθηκε από
τους ανταλλάξιμους Τούρκους άγγιζε μόλις το 1/10 των περιουσιών που
εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι Έλληνες, ο Βενιζέλος, με τη Συμφωνία της Άγκυρας
στις 10 Ιουνίου 1930, υπογράφει την εξίσωση των περιουσιών που εγκατέλειψαν οι
Έλληνες στη Μικρά Ασία με τις περιουσίες που έχουν εγκαταλειφθεί από τους
μουσουλμάνους στην Ελλάδα, ακολουθώντας μια εξωφρενική πολιτική συμφιλίωσης και
προκαλώντας, όπως ήταν εύλογο, την αντίδραση και τη δυσαρέσκεια των προσφύγων. Η
ακίνητη, δηλαδή, περιουσία των 350.000 ανταλλάξιμων μουσουλμάνων (υπολογίζεται
ότι ανερχόταν σε 12,5 δις δραχμές) εξισώθηκε με την ακίνητη περιουσία των
περισσότερο από 2 εκατομμύρια Ελλήνων που κατοικούσαν στην Οθωμανική
αυτοκρατορία πριν ξεκινήσουν οι μεγάλοι διωγμοί (υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε
100 δις δραχμές). Πιο συγκεκριμένα, με τη συμφωνία αυτή αποφασίζεται ότι οι
περιουσίες των πληθυσμών που ανταλλάγησαν θα περνούσαν στην κυριότητα κάθε
κράτους αντίστοιχα με στόχο την εκποίησή της και τη διάθεση των χρημάτων για
την αποζημίωση και αποκατάσταση των προσφύγων.
Η διαχείριση της Ανταλλάξιμης
Περιουσίας ανατέθηκε αρχικά στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ). Από το 1939 το
έργο αυτό (νόμος 1909/1939) ανατέθηκε στην «Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ανταλλάξιμων
Μουσουλμανικών Κτημάτων» (ΥΔΑΜΚ), η οποία υπάχθηκε στη Γενική Διεύθυνση
Δημόσιου Λογιστικού του υπουργείου Οικονομικών. Με το νόμο 2280/1949 προσφυγική
ιδιότητα -και κατά συνέπεια δικαίωμα αποζημίωσης από την Ανταλλάξιμη Περιουσία-
αναγνωρίστηκε μόνο σε όσους Έλληνες από τη Ρωσία έφτασαν στην Ελλάδα έως το τέλος του 1937. Έτσι όσοι απ΄ τους
πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής είχαν εγκλωβιστεί στη Σοβιετική Ένωση
και δεν είχαν μπορέσει να φτάσουν στην Ελλάδα «εγκαίρως» δεν αποζημιώθηκαν ποτέ
κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης.
Στη συνέχεια, η διαχείριση της
Ανταλλάξιμης Περιουσίας θα ανατεθεί με το νόμο του 1957 στο Ταμείο Ανταλλαξίμου
Περιουσίας Αστών Προσφύγων (ΤΑΠΑΠ). Μετά τη κατάργηση του ΤΑΠΑΠ απ’ τη
κυβέρνηση Σημίτη, η «ανταλλάξιμη περιουσία» πέρασε στις ευθύνες της Κτηματικής
Εταιρείας Δημοσίου (ΚΕΔ). Αρμόδιο πλέον από πλευράς υπουργείου Οικονομικών
έγινε το Τμήμα Ανταλλαξίμων Κτημάτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας.
Τα έσοδα του ΤΑΠΑΠ προέρχονταν
αποκλειστικά από την εκποίηση των ανταλλάξιμων κτημάτων με βάση συγκεκριμένες
οδηγίες του υπουργείου Οικονομικών προς τα γραφεία Παρακαταθηκών που έδρευαν
στις διάφορες ΔΟΥ. Τη στιγμή της διάλυσης του ΤΑΠΑΠ (Νοέμβριος 1998) στον
ειδικό του λογαριασμό υπήρχαν 7,5 δις δραχμές. Έκτοτε τα έσοδα από τη εκποίηση
της Ανταλλάξιμης περιουσίας εισπράττονται υπέρ του δημοσίου στον κωδικό αριθμό
εσόδων 3827.
Με το νόμο 2967/1954 το ελληνικό
κράτος θεσμοθέτησε την παραχώρηση Ανταλλάξιμων Κτημάτων για ανέγερση σχολείων
και εκκλησιών χωρίς να προβλέπει την επίσης δωρεάν παραχώρηση σε προσφυγικά
σωματεία. Επίσης με τον χουντικό νόμο 547/1970 αποφασίστηκε η απόδοση
ανταλλάξιμων κτημάτων σε δήμους και κοινότητες χωρίς να διασφαλίζεται πρώτα η
αποκατάσταση όλων των προσφύγων της συγκεκριμένης περιοχής. Έτσι, χωρίς να έχει
ολοκληρωθεί η διαδικασία αποκατάστασης του συνόλου των προσφύγων, ξεκίνησε η
απόδοση προσφυγικής περιουσίας σε φορείς με μόνο κριτήριο τη βούληση της
εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Μάλιστα, με το νόμο 1644/1986 επιτράπηκε σε
γηγενείς καταπατητές Ανταλλάξιμων Κτημάτων να αποκτήσουν κυριότητα έναντι
ευτελούς αντιτίμου.
Παρόλες τις αυθαίρετες πράξεις παραχώρησης
Ανταλλάξιμης Περιουσίας ή εκποίησης με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους σε
καταπατητές, το υπουργείο Οικονομικών τυπικά διακήρυττε την συμμόρφωσή του προς
τους διεθνείς κανόνες που επέβαλλαν στην Ελλάδα την αποκλειστική χρήση για την
προσφυγική αποκατάσταση. Έτσι, σε απόφαση του υπουργείου Οικονομικών του 1997,
αναγράφεται: «Σε ότι αφορά την Ανταλλάξιμη Περιουσία, σας υπενθυμίζουμε ότι ο
μοναδικός σκοπός της είναι να ρευστοποιηθεί και από το προϊόν να αποκατασταθούν
οι αναποκατάστατοι αστοί πρόσφυγες, όπως προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία
περί Ανταλλάξιμης Περιουσίας και τις διεθνείς συνθήκες Λωζάνης και Άγκυρας».
Στο πλαίσιο δε της μνημονιακής
πολιτικής, η περιουσία που προοριζόταν για την αποζημίωση και αποκατάσταση των
προσφύγων είχε δεσμευτεί από τους δανειστές, τις χώρες της Ευρωζώνης και το
ΔΝΤ, όπως επισημαίνεται στο άρθρο 4 παράγ. 2 της από 8.5.2010 Σύμβασης Δανειακής
Διευκόλυνσης. Κι όλα αυτά χωρίς φυσικά να είναι ξεκάθαρο αν το ελληνικό δημόσιο
είχε το δικαίωμα να υποθηκεύσει την περιουσία των προσφύγων η οποία καλύπτεται
από μια πολύ ισχυρή διεθνή συνθήκη (Λωζάνη, 1923) και για την οποία
προβλέπονται συγκεκριμένες χρήσεις.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Αγτζίδης, Β. Η Ανταλλάξιμη περιουσία στο δρόμο
της τελικής εκποίησης,
https://kars1918.wordpress.com/2011/03/31/refugee-property/
Πελαγίδης Σ. (1989). Μέτρα και αντίμετρα μετά
την ελληνοτουρκική Σύμβαση της Ανταλλαγής. Μακεδονικά, 27(1),121–143. https://doi.org/10.12681/makedonika.95
https://geetha.mil.gr/wp-content/uploads/2019/10/3-SYNTHIKI-EIRHNHS-LWZANIS.pdf
https://www.eleftheria.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου