Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Στου Κεμάλ το Σπίτι

Έτυχε να παρευρεθώ το Σάββατο 22 Μαϊου στην εκδήλωση μνήμης για τη Γενοκτονία των Ποντίων και άκουσα από τον κεντρικό ομιλητή το ίδιο σχόλιο – πιθανότατα αποτελούσε κεντρική γραμμή της Ομοσπονδίας των Ποντίων γιατί το διάβασα και σε ιστοσελίδα στο διαδίκτυο - σχετικά με την άκαιρη επιλογή του Υπουργείου Παιδείας να εξετάσει τους μαθητές της Γ΄Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης στο κείμενο του Γιώργου Ιωάννου «Στου Κεμάλ το σπίτι», θεωρώντας πως προσβάλει τη μνήμη των σφαγιασθέντων από το κεμαλικό καθεστώς, ενώ παράλληλα τιμά τον Ατατούρκ.
Χωρίς καμιά διάθεση να υποστηρίξω το Υπουργείο Παιδείας, που φυσικά κατά καρούς έχει προχωρήσει σε πράγματι λανθασμένες και προκλητικές επιλογές, που όντως ασεβούν στη μνήμη των Μικρασιατών, θεωρώ το συγκεριμένο σχόλιο εντελώς αφελές – ακριβώς επειδή πρόκειται για δημόσιο λόγο και θα πρεπε να προϋποθέτει την τεκμηρίωση -που στοχεύει μόνο στην πρόκληση εντυπώσεων.
Το συγκεκριμένο λογοτεχνικό κείμενο προέρχεται από έναν άνθρωπο που γεννήθηκε από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (ο πατέρας του ήταν από τη Ραιδεστό και η μητέρα του από την Κεσσάνη). Θέμα του είναι οι επαναλαμβανόμενες επισκέψεις μιας γυναίκας τουρκικής καταγωγής σ’ένα σπίτι που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη, όπου κάποτε ζούσε η ίδια και τώρα ζει η οικογένεια του συγγραφέα. Η γυναίκα αυτή, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αρχοντικό της λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών, επισκεπτόταν το σπίτι λόγω της ασίγαστης νοσταλγίας που ένιωθε για τον τόπο και το πατρικό της.
Το κείμενο, λοιπόν, του Ιωάννου έχει ως βασικό του θέμα την αγάπη και τη νοσταλγία που νιώθουν οι άνθρωποι κάθε εθνικότητας για τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τον πόνο του ξεριζωμού και την προσφυγιά. Η γυναίκα που περιγράφεται, η μαυροφορεμένη Τουρκάλα είναι ένας ανθρώπινος τύπος σαν κι εμάς∙ μια γυναίκα που η βίαιη αποκοπή της από τον τόπο που αγάπησε τη σημάδεψε σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της, που δεν ξεχνά όσα χρόνια κι αν περάσουν, που συνεχίζει να νοσταλγεί γι’ αυτό και επιστρέφει στον τόπο της, αναζητά τις ρίζες της, πίνει νερό από το πηγάδι και τρώει μούρα από το δέντρο, για να ζωντανέψει στιγμές από το παρελθόν. Ας προσέξουμε την αλλαγή στη συμπεριφορά του συγγραφέα και της οικογένειάς του ∙ όταν καταλαβαίνουν ότι η γυναίκα είναι τουρκικής καταγωγής ξυπνούν μέσα τους οι φριχτές μνήμες από το δικό τους ξεριζωμό, από τη βίαιη εγκατάλειψη των δικών τους πατρογονικών εστιών, από τις αρπαγές, τις γενοκτονίες, τις σφαγές και το θάνατο. Όταν όμως σκέφτονται την κοινή μοίρα του ξεριζωμένου πρόσφυγα που είχαν μ’αυτή τη γυναίκα, το σπαραγμό, τον πόνο και τη νοσταλγία του πρόσφυγα - έστω κι αν βρίσκονταν σε θέσεις αντίθετες - η καρδιά τους ζεσταίνει από συμπάθεια και συμπάσχουν μαζί της.
Τέτοια λοιπόν σχόλια προσβάλλουν τη μνήμη του ίδιου του συγγραφέα, που σε καμιά περίπτωση δε συνθέτει ένα εγκώμιο του Κεμάλ. Αντίθετα στα κοινά μαρτύρια των λαών αφιερώνει το έργο του.
Παραθέτω το κέιμενο.
Γιώργου Ιωάννου
Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι
Δέν ξαναφάνηκε ἡ μαυροφορεμένη ἐκείνη γυναίκα, πού ἐρχόταν στό κατώφλι μας κάθε χρονιά, τήν ἐποχή πού γίνονται τά μοῦρα, ζητώντας μέ εὐγένεια νά τῆς δώσουμε λίγο νερό ἀπ’ τό πηγάδι τῆς αὐλῆς. Ἔμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς. Καί μόνο ὁ τρόπος πού ἔπιανε τό ποτήρι, ἔφτανε γιά νά σχηματίσει κανείς τήν ἐντύπωση πώς ἡ γυναίκα αὐτή στά σίγουρα ἦταν μιά ἀρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω τό ποτήρι, ποτέ δέν παρέλειπε νά μᾶς πεῖ στά τούρκικα τήν καθιερωμένη εὐχή, πού μπορεῖ νά μήν καταλαβαίναμε ἀκριβώς τά λόγια της, πιάναμε ὅμως καλά τό νόημά της: «Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταποδώσει τό μεγάλο καλό». Ποιό μεγάλο καλό; Ἰδέα δέν εἴχαμε.
Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς, κι ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό πλαϊνό
σπίτι τοῦ Κεμάλ1, αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα. Ἐμεῖς, πάντως, δέν παραλείπαμε νά τῆς δίνουμε μοῦρα ἀπ’ τήν ντουτιά2, ὅπως ἄλλωστε δίναμε σ’ ὅλη τή γειτονιά καί σ’ ὅποιον περαστικό
μᾶς ζητοῦσε. Ἡ ξένη τά ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή εὐχαρίστηση. Δέ μᾶς φαινόταν παράξενο πού τῆς ἄρεζαν τά μοῦρα μας τόσο πολύ. Τό δέντρο μας δέν ἦταν ἀπό τίς συνηθισμένες μουριές, ἀπ’ αὐτές πού κάνουν ἐκεῖνα τά ἄνοστα νερουλιάρικα μοῦρα. Τό δικό μας ἔκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σά βύσσινα, καί πολύ κόκκινα στό χρώμα. Ἦταν δέντρο παλιό καί τεράστιο, τά κλαδιά του ξεπερνοῦσαν τό δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ἕνα κακό εἶχε• τά φύλλα του ἦταν σκληρά καί οἱ μεταξοσκώληκές μου δέν μπορούσαν νά τά φᾶνε. Ἦταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ’ ὅλο τό Ἰσλαχανέ3 κι ἀκόμα πιό πέρα.
Τήν πρώτη φορά πού εἶχε καθίσει ἡ ἄγνωστη γυναίκα στό κατώφλι μας, δέ σκεφτήκαμε νά τῆς προσφέρουμε μοῦρα, ὅμως σέ λίγο μᾶς ζήτησε ἡ ἴδια λέγοντας πώς ἤθελε νά φυτέψει τό σπόρο τους στόν μπαχτσέ4 της. Ἔφαγε μερικά καί τά ὑπόλοιπα τά ἔβαλε σ’ ἕνα χαρτί καί ἔφυγε καταχαρούμενη.
Τή δεύτερη φορά θά ἦταν κατά τό τριάντα ὀχτώ, δυό χρόνια, πάντως, μετά τήν πρώτη, δέν ἔβαλε μοῦρα στό χαρτί. Κάθισε καί τά ἔφαγε ἕνα ἕνα στό κατώφλι. Φαίνεται πώς ὁ σπόρος ἀπ’ τά προηγούμενα εἶχε ἀποδώσει, ἀλλά γιά νά δώσει καί μοῦρα ἔπρεπε, βέβαια, νά περάσουν χρόνια. Τό δέντρο αὐτό, ὅπως ὅλα τά δέντρα πού μεγαλώνουν σιγά, ζεῖ πολλά χρόνια καί ἀργεῖ νά καρπίσει.
Ἡ γυναίκα ξαναφάνηκε καί τόν ἑπόμενο χρόνο, λίγο πρίν ἀπ’ τόν πόλεμο. Ὅμως τή φορά αὐτή τῆς προσφέραμε νερό ἀπ’ τή βρύση. Ἀρνήθηκε νά πιεῖ τό νερό. Μόλις τό ἔφερε στό στόμα, μᾶς κοίταξε στά μάτια καί μᾶς ἔδωσε πίσω τό γεμάτο ποτήρι. Ἐπειδή τήν εἴδαμε πολύ ταραγμένη, θελήσαμε νά τῆς ἐξηγήσουμε. Ὁ σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας εἶχε διοχετεύσει τό βόθρο τοῦ σπιτιοῦ στό βαθύ πηγάδι. «Τώρα πού σᾶς ἔφερα τό νερό στίς κουζίνες σας, δέ σᾶς χρειάζεται τό πηγάδι», μᾶς εἶχε πεῖ. Ἡ γυναίκα βούρκωσε, δέ μᾶς ἔδωσε ὅμως καμιά ἐξήγηση γιά τήν τόση λύπη της. Γιά νά τήν παρηγορήσουμε τῆς δώσαμε περισσότερα μοῦρα κι ἡ γιαγιά μου τῆς εἶπε κάτι πού τήν ἔκανε νά τιναχτεῖ: «Θά σοῦ
τά ἔβαζα σ’ ἕνα κουτί, ἀλλά δέ βαστᾶνε γιά μακριά». Καί πράγματι εἴχαμε ἀρχίσει κάτι νά ὑποπτευόμαστε. Τήν ἄλλη φορά εἴδαμε, πώς μόλις ἔφυγε ἀπό μᾶς, πῆγε δίπλα στοῦ Κεμάλ τό σπίτι, ὅπου τήν περίμενε μιά ὁμάδα ἀπό τούρκους προσκυνητές, πού κοντοστέκονταν στό πεζοδρόμιο. Ἐμεῖς ὥς τότε θαρρούσαμε πώς εἶναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, ἀπ’ τίς πάμπολλες ἐκεῖνες, πού δέν ἤξεραν λέξη ἑλληνικά, μιά καί ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν εἶχε γίνει με βάση τή θρησκεία καί ὄχι τή γλώσσα. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή στήν ἀρχή μᾶς τάραξε. Δέ μᾶς ἔφτανε πού είχαμε δίπλα μας τοῦ Κεμάλ τό σπίτι, σά μιά διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς καταστροφῆς, θά εἴχαμε τώρα καί τούς τούρκους νά μπερδουκλώνονται πάλι στά πόδια μας; Καί τί ἀκριβῶς ἤθελε ἀπό μᾶς αὐτή ἡ γυναίκα; Πάνω σ’ αὐτό δέν ἀπαντήσαμε, κοιταχτήκαμε ὅμως βαθιά ὑποψιασμένοι. Καί τά ἑπόμενα λόγια μας ἔδειχναν πώς ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως ἀπό συμπάθεια κι ἐλπίδα. Εἴχαμε κι ἐμεῖς ἀφήσει σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεῖ κάτω.
Ἡ τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τόν πόλεμο. Ἐμεῖς καθόμασταν πιά σέ ἄλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, ὅμως τήν εἴδαμε μιά μέρα νά κάθεται κατατσακισμένη στό κατώφλι τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ μας. Ὁ πρῶτος πού τήν εἶδε, ἦρθε μέσα καί φώναξε: «ἡ τουρκάλα!» Βγήκαμε στά παράθυρα καί τήν κοιτάζαμε μέ συγκίνηση. Παραλίγο νά τήν καλέσουμε ἀπάνω στό σπίτι τόσο μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά ἡ ἐπίμονη νοσταλγία της. Ὅμως αὐτή κοίταζε ἀκίνητη τήν κατάγυμνη αὐλή καί τό ἔρημο σπίτι. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα6 εἶχε σαρώσει τήν ντουτιά κι εἶχε ρημάξει τό καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς νά καταφέρει νά τό γκρεμίσει.

Δέν τήν ξανάδαμε ἀπό τότε. Ἦρθε – δέν ἦρθε, ἄγνωστο. Ἄλλωστε καί νά ’ρχότανε δέ θά ’βρισκε πιά τό κατώφλι μέ τό ἀφράτο μάρμαρο γιά νά ξαποστάσει. Τό σπίτι εἶχε ἀπό καιρό παραδοθεῖ σέ μιά συμμορία ἐργολάβων καί στή θέση του ὑψώθηκε μιά πολυκατοικία ἀπ’ τίς πιό φρικαλέες. Τώρα ἑτοιμάζονται νά τήν γκρεμίσουν οἱ γελοῖοι. Ποιός ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι τό πονηρό μυαλό τους.
Ἄν γίνει αὐτό, θά παραφυλάγω νύχτα μέρα, ἰδίως ὅταν τό σκάψιμο θά ἔχει φτάσει στά θεμέλια, κι ἴσως μπορέσω νά ἐμποδίσω ἤ τουλάχιστο νά καθυστερήσω τό χτίσιμο τοῦ νέου ἐξαμβλώματος7. Τήν προηγούμενη φορά εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ στά βάθη ἕνα θαυμάσιο ψηφιδωτό, πού ἄρχιζε ἀπ’ τό οἰκόπεδο τοῦ δικοῦ μας σπιτιοῦ καί συνεχιζόταν πρός τό σπίτι τοῦ Κεμάλ. Τό ψηφιδωτό αὐτό οἱ δασκαλεμένοι ἐργάτες τό σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα γιά νά μήν τούς σταματήσουν οἱ ἁρμόδιοι. Πάντως, τίς ὧρες πού τό ἔβλεπε τό φῶς τοῦ ἥλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια ἀπ’ τήν ἔκθαμβη γειτονιά. Ὅλοι μιλούσανε γιά τήν ὀμορφιά καί τήν παλιά δόξα, μά ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: «Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα».

1. τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ• πρόκειται για το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα στεγάζεται το τουρκικό προξενείο.
2.ντουτιά•ησυκομουριά
3. Ἰσλαχανέ• περιοχή της Θεσσαλονίκης (τουρκ. σωφρονιστήριο)
4.μπαχτσέ•περιβολάκι
6. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα• αναφέρεται στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-1941)