Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Μαρτυρίες για την Παλιά Κούταλη από το Αρχείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς Λήμνου

συνέντευξη
Μαρίκα Σοφιανού
27/2003
05/09/2003 - 00:00:00
Κώστας Δαμιανίδης
Ελένη Λίβα
Άννα Βαζιργιαντζίκη
Κ.Δ.: Θέλω να μου πείτε για την Κούταλη πάλι την παλιά. Εκτός απ’ τα παστατζίδικα τι άλλα επαγγέλματα υπήρχανε; Με τι ασχολιόταν ο κόσμος;
Μ.Σ.: Δυο τρεις είχαμε που ήταν ψαράδες. Οι περισσότεροι ήταν καπετανιοί, που είχαν καΐκια, παίρνανε ναύτες μέσα. Άλλα επαγγέλματα δεν φεύγανε. Δεν είχαμε άλλα επαγγέλματα. Μόνο ναυτικοί. Ε, είχε και μπακάλικα και υφάσματα. Ήνταν ένας νοικοκύρης, να πούμε -είχε δυο μαγαζιά- ο ένας είχε παντοπωλείο και ο άλλος, το άλλο το μαγαζί υφασματοπωλείο. Μικρά μαγαζιά, όχι μεγάλα. Και πιο εκεί είχαμε τρία μπακάλικα. Ένας, ήνταν άθεος αυτός, έγινε χριστιανός ύστερα. Ήτανε τέλειος ζωγράφος, ζωγράφιζε εικονίσματα, αυτοδίδακτος, που τα ’βλεπες.... Και ήταν άθεος κι ύστερα ο Θεός τον εφώτισε. Κι ένα άλλο, αυτό το μπακάλικο που σας είπα και το άλλο το υφασματοπωλείο και ένας άλλος, που ήταν του Παντελάκη. Αυτά τα τρία τα μαγαζιά ήταν. Τα μπακάλικα.
Κ.Δ.: Είχατε και σφουγγαράδες στην Κούταλη;
Μ.Σ.: Είχαμε. Και για τις σφουγγαράδες αυτοί καταντιστήκαμε κι ήρθαμε εδώ. Ειδεμή μας θέλαν και στη Θεσσαλονίκη, το Καραμπουρνάκι μας δίνανε, και στην Αθήνα κάτω στη παραλία που τώρα, σου λέει, είναι.... Και για τα σφουγγαράδικα αυτά ήρθαμε εδώ. Κείνοι που φύγαν με τα καΐκια ήρθαν εδώ, οι άλλοι που μείνανε ήρθε το καράβι και τους πήρε και τους πήγε στο Λαύριο. Κι οι πιο πολλοί σπουδάσαν τα παιδιά τ’ς εκεί, ήταν μεγάλο μέρος. Εμείς… 
Κ.Δ.: Εδώ ήρθανε μόνο αυτοί που ήρθαν με τα καΐκια τους;
Μ.Σ.: Ναι. Είχαμε καΐκι εμείς. Άλλοι…, άλλοι, όσοι είχαν καΐκια.   Εμείς πρώτα που φύγαμε, τότες, ήτανε ελληνικά όλα, δεν ήτανε τούρκικα. Πήγαμε ένα χρόνο καθίσαμε στην Τένεδο, με το πρώτο που φύγαμε απ’ το χωριό. Ύστερα μας διώχνουν κι από κει, κι αγοράσαμε και σπίτι και φεύγουμε από κει και πάμε στον Μόλυβο πια. Εκεί καθίσαμε τα χρόνια όλα κι ύστερα εγώ πήρα Κουταλιανό κι ήρθα εδώ.
Κ.Δ.: Παλιά, στην παλιά την Κούταλη, περισσότερα ήταν τα σφουγγαράδικα ή τα παστατζίδικα;
Μ.Σ.: Τα παστατζίδικα ήτανε πιο πολλά. Δεν θυμούμαι πολλές μηχανές να είχε τότε, δεν ξέρω κιόλας. Κάναν σφουγγάρια αλλά… Έκανε ο Παπαδόπουλος -δυο τρία που είχε-, άλλοι, άλλοι… Εδώ κάναν πιο πολλά. Εδώ το λιμάνι της Κούταλης ήταν γεμάτο σφουγγαράδικα. Τώρα χαλάσαν, τώρα τ’ αφήσαν. Άλλοι πεθάναν που τα είχαν, γεράσαν. Γιατί είναι δύσκολη δουλειά. Πόσοι άνθρωποι είναι σακάτηδες. 
Κ.Δ.: Γιατί τα λέγατε τα καΐκια μηχανές;
Μ.Σ.: Γιατί έχουν μηχανή που βγάζει το σφουγγάρι. Βουτάει ο άνθρωπος…Τότες φορούσαν περικεφαλαίες και φορέματα, δεν είναι όπως τώρα που βάζουν ένα αυτό μόνο. Πολλοί σφουγγαράδες. Ύστερα ανοίξαν και σχολή και μαθαίναν και τα παιδιά τα καινούρια που γινότανε. Εδώ. 
 
 
...........................................................................................................................................................
 
συνέντευξη
Θεοδώρα Καλτσούνη, Λίζα Καλτσούνη, Μυρσίνη Βαγιάκου, Πάνος Σωτηρίου
26/2003
04/09/2003 - 00:00:00
Μιράντα Τερζοπούλου
Ελένη Λίβα
Άννα Βαζιργιαντζίκη
[Αφηγείται γεγονότα και εντυπώσεις από ένα πρόσφατο ταξίδι/προσκύνημα στην παλιά Κούταλη, όπου παρευρέθηκε και λειτούργησε και ο Πατριάρχης Βαρθολαμαίος]
 
Θ.Κ.: Α, τα κυδώνια αυτά είναι απ’ την παλιά την Κούταλη. Είναι δύο δέντρα μέσα, μία ροδιά, και μία κυδωνιά, και τα πήραμε. Και μέσα την εκκλησία την έχουν χωρίσει με ξύλα και στο ένα το μέρος φαίνεται το μισό το ιερό - η Φανερωμένη είναι η Παναγία που σας λέω -
Μ.Τ.: Εκεί που είναι η κυδωνιά;
Θ.Κ.: Η κυδωνιά και η ροδιά. Και το άλλο μισό είναι ξύλα μέσα, το μισό το ιερό και το δεσποτικό.
Μ.Τ.: Μόνο αυτό σώζεται δηλαδή;
Θ.Κ.: Μόνο αυτό σώζεται. Και, εντωμεταξύ, μεγάλη εκκλησία. Είναι όλα γκρεμισμένα, ερείπια. Ερείπια, να είναι κάνα μέτρο να είναι ο τοίχος.... Πετρόκτιστος. Έχει κάτι σκαλάκια που ανεβαίνεις μέσα, πάνω. Όπως ρώτησα την αδερφή μου εγώ, πήρε τηλέφωνο απ’ την Κούταλη η κόρη μου, και λέει, «θεία, θα μου πεις πώς ήταν η η Παναγία, γιατί βρήκα μια εκκλησία εκεί...» - Λέει, «είχε σκαλάκια κι ανεβαίνεις επάνω». Και πράγματι ήταν αυτή η εκκλησία μέσα, μεγάλη εκκλησία, αλλά ερείπιο, τίποτα. Όπως πήγαμε στη Κοίμηση. Το ίδιο.
Μ.Τ.: Η μία ήταν η Φανερωμένη και η άλλη ήταν η Κοίμηση;
Θ.Κ.: Και η άλλη ήταν η Κοίμηση που κάναμε το τρισάγιο που ήταν ο πατριάρχης.
Μ.Τ.: Εκείνη στέκεται πιο καλά;
Θ.Κ.: Όχι. Χάλια, ερείπιο.
Μ.Τ.: Δηλαδή μες στις πέτρες έκαναν το τρισάγιο;
Θ.Κ.: Μες στις πέτρες ναι, κι ευτυχώς καθαρίσαν λίγο οι Τούρκοι τα χόρτα, βάλαν ένα χαλί, ένα τραπέζι και δυο ομπρέλες οι οποίες πέφτανε κι αυτές, τέλος. Και μου λέει η κουνιάδα μου που ’τανε δίπλα μου, μου λέει, καλά, τρισάγιο χωρίς εικόνα; Και είχα εγώ μια εικονούλα μέσα στην τσάντα μου και πήρα και την έβαλα.
Μ.Τ.: Είπες ότι κάποια γυναίκα ανακάλυψε τη Φανερωμένη;
Θ.Κ.: Η κόρη μου.
Μ.Τ.: Η κόρη σου δηλαδή γύρισε και την είδε μες στα χαλάσματα;
Θ.Κ.: Γύρισε ναι, ανέβηκε τα σκαλιά, της έκανε εντύπωση κι ανέβηκε τα σκαλιά και την είδε. Και τη ρώτησα εγώ σήμερα, πιο πάνω είχε σπίτια; Μου λέει, αραιά είχε.
Μ.Τ.: Τώρα δεν μένει κανείς εκεί;
Θ.Κ.: Κανένας. Τούρκοι. Είχε ορισμένα σπίτια. 
Μ.Τ.: Τούρκοι μένουνε μέσα…;
Θ.Κ.: Τούρκοι. Τούρκοι μένουνε. Σ’ ορισμένα σπίτια δικά μας μένουν Τούρκοι αλλά έχουν και δικά τους σπίτια. Ρώτησα εγώ μια κοπέλα, τέλος πάντων τσάτρα πάτρα, λέει, χειμώνα Ιστανμπούλ. Μόνο το καλοκαίρι μένουνε. Και μένουνε, λέει, άκουσα, είκοσι ψαράδες. Εντωμεταξύ, τα δικά μας παιδιά πήγανε και βουτήξανε και βγάλανε τρεις σακούλες μύδια, στρώμα τα μύδια κάτω. Να, το ’χω κει πίσω ένα για ενθύμιο, και είπε ο Εύρης που βούτηξε ότι έχει πολλά ψάρια, πολλά ψάρια. Το ’λεγε η αδερφή μου. Μου λέει, μ’ έστειλε η γιαγιά και πήγα… το σπίτι μας ήταν δίπλα στη θάλασσα, την έχω την φωτογραφία, και λέει, να πάτε να βγάλετε λίγα μυδάκια να κάνουμε φαΐ. Και χτένια και γαρίδες Κι αμέσως λέει παίρνανε ένα διχτάκι και πιάνανε γαρίδες. Στο λεπτό. Πλούσιο μέρος. Τα ’λεγα στη κόρη μου σήμερα. Δεν το πιάνει ο βοριάς καθόλου.
[.....]
Μ.Τ.: Εσένα πώς σου φάνηκε τώρα που πήγες στην Κούταλη;
Θ.Κ.: Ααα!
Μ.Τ.: Βρήκες πράματα όπως τα είχες ακουστά;
Θ.Κ.: Κορίτσι μου, το δάκρυο που έχυσα δεν το ήπια νερό σ’ όλη τη ζωή μου. Όταν πήγαμε, λέει ο Τζανής, όποιος πονεί να φιλήσει το χώμα. Κι έσκυψα και το φίλησα και πήρα και χώμα. [Έχει συγκινηθεί]. Συγκινητικό πράμα. Να ξέρω πως είναι οι παππούδες μου εκεί, η μάνα μου εκεί, που γεννήθηκε, τα πάντα. Το σπίτι ήταν κοντά στη θάλασσα, θέλετε να σας το δείξω; Ήτανε κοντά στη θάλασσα. Κι όταν έπαιρνε, λέει, από δω η τραμουντάνα, έμπαινε η θάλασσα απ’ τη μια μεριά κι έβγαινε απ’ την άλλη. Έμπαινε.
Μ.Τ.: Βρήκες τίποτα απ’ όσα λέγανε οι παλιοί; Από ό,τι είχες ακούσει απ’ την αδερφή σου;
Θ.Κ.: Πήγαμε σ’ ένα σπίτι, δικό μας σπίτι, είναι κατοικήσιμο, και είχε ένα γουδί, ένα γουδί πέτρινο τόσο μεγάλο, αλλά δεν ξέραν βέβαια και είχε χώμα μέσα. Λέω, για διέ το γουδί αυτό! Και στην πόρτα ακριβώς, έτσι που ήτανε, είχε ένα σταυρό, μαρμάρινο τον οποίο δεν μπορούσανε να ξηλώσουνε. Και ρωτάω εγώ την αδερφή μου, λέω, το γουδί αυτό τι ρόλο έπαιζε; Μου λέει, σπούσαν αλάτι εκεί μέσα, για τα παστά. Γιατί κάναν εμπόριο. Άμα δεν μας διώχναν θα είχαμε…, εφοπλισταί, καράβια. Θυμάμαι που είχε ο παππούς μου ένα…-σας τα λέω αλήθεια αυτά- ένα πράσινο ζώνης, κεμέρια τα λέγανε, και ήταν αμπελόφυλλο κεντημένο πράσινο κι από μέσα ήτανε θήκες θήκες και τις είχαν πάνω τους, γιατί τους κλέβανε, κι ήτανε λίρες, όλο λίρα ήτανε μέσα. Το θυμάμαι καλά αυτό, το θυμάμαι. Και στον Άι-Γιώργη που πήγαμε και ρώτησα την αδερφή μου, λέω, δεν είδαμε εκκλησία, πώς τον λένε, Άι-Γιώργη; Εντωμεταξύ ήταν κατηφόρα. Λέω, θα κατέβω, δεν θα ’ρθω κι αύριο. Και μου λένε, μη, μη. Εγώ κατέβηκα κι είδα και τα γράμματα και τη ρώτησα. Μου λέει, ήταν παλιό μοναστήρι, Άι-Γιώργης, και στο ένα το σκαλοπάτι, λέει, είχε του αλόγου το πόδι και την ουρά. Δεν το προσέξαμε όμως. Του χρόνου άμα θα πάμε, ε; Ε, θα πάμε, πρώτα ο Θεός!
[....]
Μ.Τ.: Πόσες εκκλησιές εντοπίσατε τώρα που πήγατε;
Θ.Κ.: Τρεις.
Μ.Τ.: Τέσσερις είχε όμως, ε;
Θ.Κ.: Τέσσερις. Είδα μια, ο Άι-Νικόλας, εκεί ψηλά και δεν πήγαμε εκεί. Δεν πήγαμε. Ο δε ανιψιός μου πήγε στον Προφήτη Ηλία, πάνω ψηλά. Μισή ώρα δρόμο. Είδατε που σας λέω, ‘τα καράβια που περνάνε απ’ τον Προφήτη Ηλία πλάι’… Και τότε ο Πατριάρχης κουνούσε το κεφάλι του που το ’λεγα. Και το αβγό με το αλάτι που είπε έχει σημασία κι αυτό. Απ’ την Αρτάκη φύγαμε και πήγαμε στην Κούταλη, πιάσαμε Μαρμαρά και μετά Κούταλη. Που λέει, της Αρτάκης τα μαγευτικά βουνά… Α, σας λέω για τον Νίκο. Και πήγε πάνω στον Προφήτη Ηλία, μισή ώρα δρόμο, ψηλά στο βουνό, ψηλά, μέσα στα χόρτα και στ’ αγκάθια. Και είναι εκκλησία ρημαγμένη, γκρεμισμένη. Είχε κάτι μάρμαρα, μου λέει, κι ένα μεγάλο τόσο σαν γούρνα, λέει, κι εκείνο όλο χώμα, ήτανε.
[.....]
[Μπαίνει στη συζήτηση η εγγονή της κυρίας Θεοδώρας η οποία ήταν μαζί της στο ταξίδι στην παλιά Κούταλη]
Μ.Τ.: Πώς σου φάνηκε εσένα που πήγες εκεί;
Λίζα.: Καλά ήτανε. Ωραία ήτανε.
Μ.Τ.: Σου έλεγε κάτι αυτός ο τόπος, συγκινήθηκες;
Λίζα.: Πολλή συγκίνηση. Εκτός από μένα, όλοι, πάρα πολύ μεγάλη συγκίνηση. Η γιαγιά, όλοι, η θεία Ευδοκία…
Μ.Τ.: Ωραίο μέρος ήτανε; Πιο ωραίο από δω;
Λίζα.: Ε, εκεί πέρα δεν είχε πολλά πράγματα. Είχε τρία τέσσερα καφενεία, αυτά ήταν όλα κι όλα τα μαγαζιά, δεν είχε τίποτα άλλο. 
Μ.Τ.: Ήταν πολύ χωριό δηλαδή;
Λίζα.: Ναι, ήταν πολύ μικρό.
Μ.Τ.: Ο τόπος;
Λίζα.: Ο τόπος; Τα περισσότερα σπίτια ήταν διαλυμένα, τα ’χανε γκρεμίσει. Αλλά μερικά ήτανε… κάποια ξύλινα στα οποία κατοικούσανε ακόμα εκεί μέσα!
Μ.Τ.: Ωραία;
Λίζα.: Ωραία ήτανε.
Μ.Τ.: Ο τόπος όμως; Γιατί τα σπίτια είναι αυτά που φτιάχνουν οι άνθρωποι.
Λίζα.: Ο τόπος; Ήταν ωραίος, ήτανε πάρα πολύ ωραίο μέρος και μοιάζει καταπληκτικά με τη Λήμνο, όπως εδώ πέρα.
Μ.Τ.: Δηλαδή είναι κι εκεί ξερό το μέρος;
Λίζα.: Ναι, δεν υπάρχουν πολλά δέντρα. Ούτε εδώ πέρα υπάρχουν πολλά δέντρα σε σύγκριση με άλλα νησιά ή μέρη.
Μ.Τ.: Μοιάζει δηλαδή, βρίσκεις;
Λίζα.: Ναι.
Μ.Τ.: Είχες ακούσει εσύ ποτέ ιστορίες από τη γιαγιά, απ’ τους παλιούς, για την Κούταλη, γι’ αυτή την πατρίδα;
Λίζα.: Ναι, για την Παναγία τη Φανερωμένη, μου το έλεγε η μαμά. Με τον…, που τον λέγανε τρελό. Με το καφενείο που το διαλύσανε για να βρούνε την εικόνα.
Μ.Τ.: Τρελό λέγαν αυτόν που την είδε την εικόνα;
Λίζα.: Ναι, που την είχε ονειρευτεί.
Μ.Τ.: Εσύ το ’χες φανταστεί καθόλου το μέρος από αυτά που άκουγες από δω απ’ τους παλιούς;
Λίζα.: Η γιαγιά είχε μια μεγάλη φωτογραφία που έδειχνε όλο το παλιό το χωριό και το ’χω δει. 
Μ.Τ.: Και τώρα που το είδες έτσι πραγματικά που πήγες εκεί σου θύμιζε τίποτα από αυτά που είχες στο μυαλό σου;
Λίζα.: Ε, όχι, δεν… Δεν είχε καμιά σχέση.
Μ.Τ.: Επειδή ήταν ερειπωμένο κι έτσι φτωχό;
Λίζα.: Ήταν όλα διαλυμένα. Μόνο μια παλιά βρύση είχε, στην οποία έχουνε κόψει το νερό και το ’χουνε βάλει κοντά στο χωριό. Γιατί ήτανε μακριά, κοντά στον Άι-Λια, κάτω απ’ το βουνό. Κι έγραφε κάτι σαν ποίημα πάνω.
Μ.Τ.: Στα ελληνικά;
Λίζα.: Ναι, στα ελληνικά. 
Μ.Τ.: Το διάβασες;
Λίζα.: Προσπαθούσα, δεν φαινόντουσαν όλα τα γράμματα καθαρά, σε κάποιο σημείο μάλιστα είχανε κάνει και μια τρύπα και δεν φαινότανε. 
Μ.Τ.: Νέα παιδιά είχε στην ηλικία σου;
Λίζα.: Είχε.
Μ.Τ.: Μιλήσατε καθόλου; Προσπαθήσατε;
Λίζα.: Δεν μπορούσαμε. Δεν ήξεραν αγγλικά κι εγώ δεν ήξερα τούρκικα.
 
.......................................................................................................................................................
 
συνέντευξη
Μαρίκα Σοφιανού
27/2003
05/09/2003 - 00:00:00
Κώστας Δαμιανίδης
Ελένη Λίβα
Άννα Βαζιργιαντζίκη
Μ.Σ.: Ξωκλήσια είχαμε την Αγία Τριάδα, τ’ς Άγιοι Ανάργυροι και τον Προφήτη Ηλία. Δεν είχαμε, δεν θυμάμαι για να ’χαμε άλλο. 
Κ.Δ.: Ο Προφήτης Ηλίας ήτανε πάνω στο λόφο;
Μ.Σ.: Απάνω. Μακριά ήταν απάνω. Αλλά όταν ήτανε του Προφήτη Ηλία, όλη η Κούταλη μαζευότανε. Και προπάντων όταν ήταν η πανήγυρη τση Φανερωμένης. [.......]
Κ.Δ.: Ποιες εκκλησίες ήτανε στην Κούταλη;
Μ.Σ.: Όχι από κει που είναι τα Σαράγια. Να πιάσουμε απ’ την αρχή. Ήτανε το τελευταίο, τρία μαγαζιά κι είχε στη σειρά σπίτια, κι ήταν στη μέση το μαγαζί μας αυτό που σου λέω, άλλα σπίτια, άλλα, άλλα, και πήγαινες στην Παναγία τώρα, την πρώτη που είχαμε, η Παναγία η Κοίμηση.
Κ.Δ.: Έχω εδώ τη φωτογραφία που είχε η αδερφή σας, να τα δούμε λιγάκι εδώ.
Μ.Σ.: Εδώ είναι η παλιά η Κούταλη. [Κρατάει την φωτογραφία στα χέρια της και αρχίζει να περιγράφει]. Λοιπόν.  [Η κάμερα δείχνει την φωτογραφία] Εδώ είχε τρία μαγαζιά, και κατέβαινες σκαλάκια, και ήτανε ένα σπίτι. Εδώ. Και είχε κι άλλο σπίτι, κι άλλα αυτά σπίτια όλα είναι. Εδώ μέσα, στη μέση του χωριού, που είναι το καΐκι αυτό, ήταν το σπίτι μας. Εδώ. Εδώ μέσα ήταν το σπίτι μας. Είδες αν έχει πουθενά κάνα καμπαναριό; Αυτό είναι τζαμί εδώ, τι είναι; Δεν καλοβλέπω κιόλας.
Κ.Δ.: Εδώ έχει ένα μεγάλο τρούλο.
Μ.Σ.: Να, εδώ μέσα είναι το σπίτι το δικό μας. Κι είχε ένα πορτάκι από κάτω, και πήγαινες και ήταν η εκκλησία. Εδώ μέσα ήταν η εκκλησία…;
Κ.Δ.: Εκεί μοιάζει να έχει ένα τρούλο εκκλησίας.
Μ.Σ.: Άμα είναι η πρώτη εκκλησία είναι η Παναγία η Κοίμηση. Λοιπόν…
Κ.Δ.: Η Κοίμηση έμοιαζε, όπως την είδαμε εμείς που πήγαμε τώρα, να είναι πάνω σ’ αυτά τα βράχια, εδώ πέρα.
Μ.Σ.: Εκεί είναι. Ναι. Εκεί είναι που λες. Στα βράχια. Κι εδώ, από κάτω, δεν τα βλέπω έτσι να τα ξεχωρίσω, πήγαινες στην Κοίμηση, έτσι ωραία εκκλησία μεγάλη. Και θυμούμαι απ’ το πλάι είχε κι ένα μνήμα, δεσπότης ήταν δεν ξέρω, μαρμάρινο κι είχε και τ’ όνομά τ’ απάνω γραμμένο, αλλά δεν θυμάμαι τ’ όνομα. Λοιπόν, έμπαινες μες την εκκλησία, από κει έβγαινες, από δω ήταν μεγάλος αυλόγυρος, γύρω γύρω τοιχογυρισμένος. Έβγαινες απ’ τον αυλόγυρο αυτόνα, επήγαινες ίσια, είχε σκαλάκια, κατέβαινες δυο τρία σκαλιά κι ήτανε το αρρεναγωγείο. Αυτά τα θυμάμαι καλά, γιατί λέγαμε τα ποιήματα, των Τριών Ιεραρχών τα λέγαν τότες και πηγαίναμε κι εμείς και λέγαμε. Λοιπόν, πίσω από το αρρεναγωγείο, απ’ αυτή την μπάντα πάλι γύριζες από κάτω έτσι, κι εδώ ήτανε το παρθεναγωγείο, πολύ μεγάλο, απάνω σε βράχο κτισμένο ήταν. Ωραία πράματα. Κι από κει ύστερα είχε ένα σκεπαστό -δεν τα ’χει αυτά, τα θυμούμαι αλλά δε… Έβγαινες απ’ την εκκλησία κι έφευγες... Και μάλιστα κει στο πλάι της εκκλησίας είχε ένα κοιμητήριο και πιάσαν οι Τουρκαλάδες και σπάσανε τις κάσες και ήταν τα κόκαλα. Και μεις τώρα κοριτσάκια, στον δεύτερο διωγμό που πήγαμε, ήτανε χαλασμένος ο τοίχος και σκύβαμε και βλέπαμε τα κόκαλα. Αλλά ήνταν μέσα στον περίβολο, δίπλα στην εκκλησία. Λοιπόν βγαίναμε απ’ την εκκλησία και πηγαίναμε τόσο δρόμο κι είχε ένα σκεπαστό από πάνω. Λοιπόν, περνούσαμε απ’ αυτό το σκεπαστό και είχε δρόμο και κατέβαινες τα σκαλάκια κι είχε δυο τρία σπίτια εκεί. Ένα του μπάρμπα μ’ του Λογοθέτη, μες στη θάλασσα κτισμένο, απέναντι ήταν στου Κλουκά, και πιο εκεί ήταν του Αυγουστή. Κι αφήνεις τώρα αυτά και κατεβαίνεις πάλι με τα σκαλιά και πας κι είναι του Παπαδόπουλου τα σπίτια, του Κωνσταντίνου εδώ, του πατέρα τους το σπίτι, μεγάλα σπίτια όμως. Κι από δω του θείου μου του Λογοθέτη ήτανε. Και κατέβαινες τώρα, και πας… Είχαμε ένα φούρνο που ζύμωνε όλος ο κόσμος κι έψηνε τα ψωμιά. Έφευγες απ’ τον φούρνο αυτόνα και πήγαινες λίγο πιο κει κι ήταν η εκκλησία, εδώ θα είναι κοντά, εδώ. Εκεί είναι άλλα σπίτια, είναι τα Σαράγια. Και ήτανε η εκκλησία ο Άγιος Νικόλαος, μακρόστενος...Τα είπε κι ο Βαρθολομαίος στην εκκλησία που ήρθε, είδε τις πέτρες τόσο που φτάνανε, και το είπε. Λοιπόν, από κει πήγαινες, είχε ένα μπακάλικο, δυο τρία μπακάλικα είχε, όχι ένα, ήταν του Παντελάκη, ήταν του Παπαδόπουλου, του Πανταζόγλου -της Στέλλας του παππού τα σπίτια. Εμείς λέγαμε εμείς ήμαστε από κει κάτω κι αυτοί ήτανε από κει απάνω. Και δω είναι πλουσιόσπιτα, αυτοί είχανε καράβια που τα είχανε τα σπίτια. Σαν ένα μικρό σπιτάκι δικό μας ήτανε το κάθε δωμάτιο! Τέτοια σπίτια μεγάλα ήτανε. Αφού γω δεν τα ήξερα, και τώρα τελευταίως παντρεύτηκε ένας ξάδερφος της μητέρας μου και πήγα κι εγώ, και το είδα και σάστισα. Τι δωμάτια, τι είχανε μέσα! Πώς τα στρώναν τα δωμάτια αυτά;
Κ.Δ.: Αυτές ποιες οικογένειες ήτανε;
Μ.Σ.: Του κυρ Βλαστού....κι εγώ δε τσ’ έφτασα αυτοί. Αφού κι αυτά, τα σαράγια, είναι χαλασμένα πια. Μας καταστρέψαν, καλέ, οι διωγμοί εμάς. Δυο φορές, κάθε τέσσερα χρόνια μια διώχνανε, ε![1] Σε εικοσιτέσσερις ώρες, σου λέει, ό,τι μπορείτε να πάρετε, τ’ άλλα τα σπίτια είναι ντυμένα έτσι. Και κατεβαίνω, από κει ήταν η Παναγία η Φανερωμένη.
Κ.Δ.: Πού ήταν η Παναγία η Φανερωμένη;
Μ.Σ.: Προτού πας στα καφενεία, απέναντι απ’ αυτά ήταν η θάλασσα. Λοιπόν, και θυμάμαι τώρα που είχε, τώρα καφενείο ήτανε… κάτι τέτοιο, γιατί πήγαιναν παλικάρια μέσα και ήτανε της δευτέρας τάξεως. Εμείς είχαμε κατά τάξη τα καφενεία. Οι νοικοκυραίοι πηγαίναν αλλού, οι μεσήλιξ πηγαίναν αλλού και οι τελευταίοι αλλού. Κι ύστερα φεύγαν από κει και πηγαίναμε στον Άγιο Νικόλαο, σου λέω, που ήταν μακρόστενος.
Κ.Δ.: Η τελευταία εκκλησία δηλαδή προς τα Σαράγια;
Μ.Σ.: Η τελευταία εκκλησία ήταν απ’ τα Σαράγια, προτού πας. Να, εδώ μέσα που λες ότι έχει σταυρό, εδώ μέσα ήταν ο Άγιος Γιάννης.
Κ.Δ.: Εσωτερικά; Δεν ήτανε στην παραλία;
Μ.Σ.: Όχι. Όχι στην παραλία. Σου λέω, τα θυμάμαι, αλλά και γκρεμισμένα που ήτανε άμα ήταν θα ν’ έβλεπα τσι δρόμοι, δεν μπορεί. Αλλά δεν μπορούσα, έχω την καρδιά μου, κάθε πρωί είμαι άρρωστη. Δεν μπορώ. Τώρα, σου λέει, ο ξάδερφός μου ο Σωτηρίου, εγώ γιαγιά θα σε πάρω στον ώμο μου να σε πάω. [Γελάει] Ο καημένος κι εκείνος πολύ θέλει να πάει στην Κούταλη. Ο πατέρας του κι εγώ είμαστε πρώτα ξαδέρφια.
Κ.Δ.: Τα παστατζίδικα πού ήτανε εδώ πέρα; Θυμόσαστε;
Μ.Σ.: Τα παστατζίδικα απ’ αυτή την μπάντα [προς τα Σαράγια] δεν ξέρω πού ήτανε. Απ’ αυτή ήτανε πόσα… τρία. Τρία ήταν εδώ. [δείχνει στην αριστερή άκρη της φωτογραφίας] Ένα ήτανε στη μέση, τ’ άλλο ήταν το δικό μας, και πιο παρακάτω ήνταν ενός θείου μ’, και πιο δω ήταν του Καραντάνη, πάλι θείος μου κι αυτός. Πεντέξι είχε.
Κ.Δ.: Όλα ήταν από κει, απ’ την αριστερή πλευρά;
Μ.Σ.: Ναι, απ’ αυτή την μπάντα, αλλά θα ν είχε κι από δω, δεν μπορεί, γιατί ήταν κι άλλοι που είχανε. Αλλά εδώ δεν πήγαινα πολύ, γιατί ήμουν… πόσο χρονών, δεν πηγαίναμε πολύ να ξέρω. Από δω πηγαίναμε. Ύστερα φεύγαμε από δω και πηγαίναμε και βγάζαμε πεταλίδες. Ήταν τη θάλασσα… πέτρες! [Χαμογελάει] Και να πας να δεις, τι θέλεις και δεν είχε αυτή η θάλασσα μέσα! Κείνα τα καβούρια τόσο μεγάλα μες στις πέτρες, γεμάτο, και τώρα αυτοί δεν τα τρώνε αυτά γιατί δεν έχουν αίμα. Αυτοί πράμα που δεν έχει αίμα δεν το τρώνε. Ούτε τα χτένια ούτε τα στρείδια ούτε τα μύδια ούτε τίποτα. Ήταν ευλογημένο χωριό. Πολύ όμορφο. Κι η τοποθεσία που ήτανε, ήτανε πολύ όμορφη. Όπως και η Κωνσταντινούπολη. Εκεί είναι η θρησκεία μας, εκεί, τα άγια χώματα, Κωνσταντινούπολη και Κούταλη. Πιστεύαν ο κόσμος, νηστεύαν ο κόσμος. Πού ’ναι αυτά τώρα; Πού ’ναι να σεβόνται τον μεγαλύτερο, τον γονιό σου; Φοβούμασταν να μιλήσουμε στον πατέρα. Καθόμασταν στο τραπέζι να φάμε κι έλεγε η μητέρα μ’, η συγχωρεμένη, άμα δεν βάλει ο πατέρας σ’ το κουτάλι μες στ’ αυτό, εσείς δεν θα φάτε. Μπροστά κείνος. Πού ’ναι αυτά, πού πήγανε; Να βλέπουμε τσι θείοι μας, να ’ρχόνται οι καλές οι μέρες όλες και να ’ρχόνται Πρωτοχρονιά να ’ρθούνε οι φίλοι του πατέρα, οι συγγενείς όλοι, να χαιρετίσουνε. Και θυμάμαι που λέγανε, «Έτη πολλά». Έτη πολλά, το θυμάμαι αυτό. Πού ’ναι τα παλιά αυτά, τα όμορφα τα χρόνια. Τα λέω κάθε ώρα και με γελάνε η κόρη μ’, άντε πάλι με την Κούταλη [γελάει]. Θα σε βγάλουνε κανένα όνομα. Λέω, εγώ αυτά είδα, αυτά καμάρωσα, αυτά είδα στα καλά μ’ τα χρόνια, τούτα, δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Γιατί έχω περάσει στη ζωή μου πολλά βάσανα, πάρα πολλά και θυμάμαι αυτά στα παιδικά μου χρόνια που πέρασα όμορφα. Τώρα πια ήρθε το τέλος. [......]
Κ.Δ.: Εκτός από Έλληνες είχατε άλλους, είχατε Τούρκους εκεί, είχατε Αρμένιους, είχατε Εβραίους; 
Μ.Σ.: Είχαμε έναν Τούρκο που ερχόταν κι έπαιρνε τα εισοδήματα τους, κι έναν άλλο ήτανε στο… ερχόντανε αυτός, λιμενάρχης -πώς ήταν αυτός;
Κ.Δ.: Τελώνης;
Μ.Σ.: Ένας τέτοιος. Δεν ερχόντανε. Ένας ερχόντανε κι έπαιρνε το φόρο κι αυτός που ήταν στα καΐκια. Μας αγαπούσαν, δεν μας κάναν τίποτα.
Κ.Δ.: Άλλη εθνότητα υπήρχε; Υπήρχανε Εβραίοι, υπήρχανε ξένοι άλλοι;
Μ.Σ.: Όχι, τίποτα. Εβραίοι είχε πολλοί ο Μαρμαράς. Φέρνανε στο χωριό κουβαρίστρες κι αυτά και τα δίνανε και πλέκανε δαντέλες και τις παίρναν στο εμπόριο. Είχε πολλοί Εβραίοι, πολλοί. Αλλά τώρα άραγες έχει;
Κ.Δ.: Δεν τους διώξαν τους Εβραίους.
Μ.Σ.: Εγώ δεν πρόλαβα να πάω. Που το ’βλεπα, πήγαινα στ’ αμπέλι μέσα κι από πίσω απ’ τ’ αμπέλι φαινότανε, τα σπίτια. Είχαμε γνωστοί κι ερχότανε.
Κ.Δ.: Στην Κωνσταντινούπολη πηγαίνανε τακτικά απ’ την Κούταλη;
Μ.Σ.: Πολύ. Αφού ήταν εκεί… άμα θέλαν να ψωνίσουνε, μαγαζιά ό,τι ήταν, απ’ την Πόλη. Όπως είναι σαν την Μυτιλήνη, πιο κοντά. Όπως είναι η Λήμνο με τη Μυτιλήνη, έτσι θα ήμαστε και μεις. Αλλά κάθε μέρα περνούσε βαποράκι άμα ήθελες να φύγεις. Κι ήταν κι οι Κονιόρδοι που είχαν το ένα το καΐκι, κι άμα ήθελες έφευγες μ’ αυτουνούς. 
 
 
..............................................................................................................................................................
συνέντευξη
Μαρίκα Σοφιανού
27/2003
05/09/2003 - 00:00:00
Κώστας Δαμιανίδης
Ελένη Λίβα
Άννα Βαζιργιαντζίκη
Μ.Σ.: Οι νοικοκυραίοι οι καλύτεροι είχαν όλα τα μαγαζιά, παστατζίδικα, καΐκια, τα πηγαίναν τα πουλούσανε Σμύρνη, Αϊβαλί, Αδραμύττι, Μυτιλήνη, αυτά τα μέρη, και πάλε παίρνανε άλλα πράματα από κει. Εμπόριο.
Κ.Δ.: Το πάστωμα πώς το κάνανε;
Μ.Σ.: Με αλάτι. Είχανε… είδατε στο χωριό, κάτι ντουμπέκια τόσα, μαρμάρινα; Αυτά σπούσαν το αλάτι. Κι είχανε πάλι ξύλινα [ενν. γουδοχέρια] και τα χτυπούσαν, ήτανε βώλοι τ’ αλάτια. Μ’ αυτό παίρναν αλάτι ψιλό και τ’ αλατίζανε. Αλλά ήτανε οι τεχνίτες καλοί. Κάναν δηλαδή παστά όπως τώρα που κάνουν, αλλά δεν είναι όπως ήταν παλιά η Κούταλη. [......]
Κ.Δ.: Το αλάτι από πού το παίρνανε;
Μ.Σ.: Α, δεν το ξέρω αυτό.
Κ.Δ.: Το φέρναν λοιπόν το αλάτι χοντρό…
Μ.Σ.: Ναι, και το παίρνανε μες στα ντουμπέκια αυτά, μαρμάρινα, στο Μαρμαρά[1] τα κάναν αυτά και τα φέρνανε κιόλα, το κάθε μαγαζί είχε από ένα ντουμπέκι. Και τα θυμάμαι. Ξύλινα ήταν τα χέρια που τα κοπανίζαν, κι είχε, ήταν το μακρύ αυτό [ενν. το στυλιάρι] και είχε ένα ξύλο έτσι και πότε με τη μια μπάντα χτυπούσαν και πότε απ’ την άλλη. Μες στα μάτια μ’ τα ’χω αυτά που ’νταν στο μαγαζί μας και σ’ όλα τα μαγαζιά, όχι μονάχα το δικό μας.
Κ.Δ.: Μετά τι κάνανε; Αφού το κάνανε το αλάτι λεπτό, τι κάνανε στη συνέχεια; Πώς γινότανε το πάστωμα; Τα βάζανε σε βαρέλια…
Μ.Σ.: Μεγάλα βαρέλια.
Κ.Δ.: Τα βαρέλια τα φτιάχναν στην Κούταλη;
Μ.Σ.: Ναι, είχε... Δίπλα στο μαγαζί μας ήταν ένας που έφτιανε τέτοια, βαρέλια. Και τα διόρθωνε. Ράλλης ονομαζότανε. Ο Ράλλης. Αυτός τώρα ήτανε γέρος που τον έφτασα γω αλλά ήταν κι ο γιος του που έκανε τέτοια βαρέλια. Μηνάς Ράλλης ονομαζότανε ο γιος του.
Κ.Δ.: Και παίρναν λοιπόν τα βαρέλια, βάζαν μέσα τα ψάρια. Τα ψάρια τα λιάζανε πιο πριν καθόλου;
Μ.Σ.: Τα βάζαν μέσ’ σ’ ένα πολίμι μέσα μεγάλο και βάζαν θαρρώ μέσα κι αλάτι και τα είχαν ως που να τα στοιβάξουνε, να μη χαλάσουνε. Και μεις κάμναμε γάρο απ’ το σ’κώτ’ του κολιού -κολιοί έβγαζε πολλοί. Βγάζαμε το σ’κώτ’ αλλά δεν χαλούσαμε το ψάρι. Βάζαμε το κεφάλι που ήτανε, σηκώναμε έτσι τ’ αυτό κι έβαζες το χέρι έτσι και πατούσες κι έβγαινε το συκώτι. Και κάναμε ένα πράμα! Αφού απ’ τη Ρούμελη[2] ερχόντανε και τ’ αγοράζανε μια λίρα χρυσή η οκά. Αλλά για βάλε ένα συκώτι, πόσο μαζεύεται; Και η συγχωρεμένη η μητέρα μου ήταν πολύ τεχνίτισσα σ’ αυτή τη δουλειά. Έκανε ένα γάρο! Αχ, όλα τα θυμάμαι αυτά. 
Κ.Δ.: Τι άλλα ψάρια παστώνανε;
Μ.Σ.: Γαύρο, μαρίδα, ό,τι βγάζανε τα κάνανε. Αυτά που πουλιόνταν. 
Κ.Δ.: Τα λιάζανε καθόλου πιο πριν ή κατευθείαν το βάζανε στο…
Μ.Σ.: Όχι. Κατευθείαν. Ευθύς ερχόταν σε μια μέρα, παίρνανε γυναίκες, δεν τα κάναν μονάχοι, παίρνανε κόσμο, τα στοιβάζανε. Αναλόγως το ψάρι που είχες, κείνη τη μέρα θέλαν να τα παστώσουνε. Γιατί δεν μπορείς να τ’ αφήσεις.
Κ.Δ.: Και την άλλη μέρα τα διώχνανε, τα στέλνανε…;
Μ.Σ.: Όχι, τ’ αφήνανε μες στο μαγαζί κι όποτε ήταν να πάνε ταξίδι, τα παίρναν. Αλλά είχαν τον νου τους, γιατί πότε είχε άρμη, πότε δεν είχε, πηγαίναν και τα βλέπανε να μην είναι στεγνά. 
Κ.Δ.: Αυτό που είπατε προηγουμένως, πού βάζανε τα ψάρια, το πολίμι, τι είναι το πολίμι;
Μ.Σ.: Όπως είναι τα βαρέλια, από ξύλο, αυτά τα λέμε πολίμια μεγάλα.
Κ.Δ.: Αυτά ήταν από ξύλο;
Μ.Σ.: Από ξύλο, από ξύλο. Όπως το θυμάμαι. 
Κ.Δ.: Σαν δεξαμενές δηλαδή ή ήτανε βαρέλι;
Μ.Σ.: Όχι, βαρέλι. Κανονικό.
Κ.Δ.: Και μετά από κει τα βγάζανε και τα βάζανε σε μικρότερο βαρέλι;
Μ.Σ.: Όχι, τα στραγγίζανε… Είμαι και μικρή, δεν είμαι μεγάλη να θυμάμαι τόσο, αλλά τα βγάζανε και τα στοιβάζανε ευθύς. Δεν τ’ αφήνανε μέρες. [......]
Κ.Δ.: Ποιες οικογένειες είχανε παστατζίδικα; Θυμάστε τα ονόματά τους;
Μ.Σ.: Οι πιο πολλοί ήτανε, οι πιο πολλοί. Ήτανε οι θείοι που είχα. Ήταν ένας Δημήτριος Καραντάνης, Χρυσόστομος Βαλασίου, να σου πω τσι θείοι μου που ξέρω.... Ε, οι περισσότεροι είχαν, τα θυμάμαι τώρα, ξέρω κι εγώ;… Πολλοί είχανε αλλά δεν τα θυμάμαι. Αυτοί τώρα ξέρω τσι θείοι μ’.
Κ.Δ.: Αυτά ήταν όλα στην παραλία κάτω;
Μ.Σ.: Βέβαια στη θάλασσα ήτανε, γιατί χωρίς τη θάλασσα δεν μπορείς να κάνεις τα ψάρια αυτά. Μπαίνεις στη θάλασσα, εκεί κοντά, πλένουν ό,τι ήταν. Με τη θάλασσα έπρεπε να είναι όλα. Ήταν εκεί κάτω όλα. Θυμάμαι απ’ την δική μας την μεριά είχε δυο τρία , ο πατέρας μου είχε, αυτοί οι δυο θείοι που σου λέω είχανε και πολλοί άλλοι, αλλά δεν θυμάμαι πώς είναι τα ονόματά τ’ς.
Κ.Δ.: Παλιά, στην παλιά την Κούταλη, περισσότερα ήταν τα σφουγγαράδικα ή τα παστατζίδικα;
Μ.Σ.: Τα παστατζίδικα ήτανε πιο πολλά. [.......]
Κ.Δ.: Τα παστά τα πηγαίνανε οι ίδιοι στα διάφορα μέρη;
Μ.Σ.: Ναι, οι ίδιοι. Οι ίδιοι που είχαν τα καΐκια τα φορτώναν τα ψάρια οι ίδιοι και πηγαίνανε. 



[1] Η Προκόννησος ή Μαρμαράς (τουρκ. Marmara adasi) είναι ένα γειτονικό στην Κούταλη νησί, ονομαστό για τα λευκά του μάρμαρα που εξορύσσονταν ιδίως κοντά στον κύριο οικισμό του νησιού Παλάτια. Από τα περίφημα αυτά μάρμαρα ονομάστηκε και ολόκληρη η Προποντίδα «θάλασσα του Μαρμαρά». Oι περισσότεροι κάτοικοι του μετά την Ανταλλαγή εγκαταστάθηκαν στον Νέο Μαρμαρά Χαλκιδικής και στα Νέα Παλάτια Ωρωπού.
[2] Αναφέρεται στο ευρωπαϊκό κομμάτι της Τουρκίας. Με την ονομασία αυτή Rumelia ή Rumeli χαρακτηρίστηκαν από τον 15ο αιώνα οι νοτιοβαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1878 με τη Συνθήκη του Βερολίνου η Ανατολική Ρωμυλία αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη επαρχία, η οποία το 1885 ενσωματώθηκε με το εθνικό κράτος της Βουλγαρίας. Σήμερα για το ευρωπαϊκό κομμάτι της Τουρκίας χρησιμοποιείται ο όρος Trakya.
 
 
..........................................................................................................................................................................................................
 
συνέντευξη
Μαρίκα Σοφιανού
27/2003
05/09/2003 - 00:00:00
Κώστας Δαμιανίδης
Ελένη Λίβα
Άννα Βαζιργιαντζίκη
Κ.Δ.: Είχε και αρκετούς μύλους στην Κούταλη;
Μ.Σ.: Ναι, είχε τρεις μύλοι εγώ θυμάμαι. Δυο ήτανε. Δυο, θαρρώ, κι ένας χαλασμένος, έτσι νομίζω. Στον έναν, ήτανε στ’ αλώνια ψηλά, έξω απ’ το χωριό, και κάνανε βόλτες οι κοπέλες και τα παλικάρια. Και θυμάμαι που πηγαίναμε και καθόμαστε στον μύλο αυτόνα, και ήτανε του Ντόμπρου ο μύλος λέγανε, δεν ξέρω αν ήτανε αυτός ή άλλος. Κι από κει είχε δρόμο και πήγαινες προς τον Προφήτη Ηλία. Πήγαινες ίσια. Προτού πας στον Προφήτη Ηλία, είχε ένα δρόμο, όχι σκαλάκια, έτσι ίσιος, και κατεβαίναμε και από κάτω στην παραλία είχε ένα εκκλησάκι οι Άγιοι Ανάργυροι. Αλλά αυτά δεν τα ξέρανε, άμα ήμαν εγώ θα τους τα’δειχνα αυτά. [αναφέρεται στην εκδρομή/προσκύνημα που έκαναν νωρίτερα το ίδιο καλοκαίρι οι Κουταλιανοί στην πατρίδα τους]
Κ.Δ.: Εκεί που ήταν το αγίασμα;
Μ.Σ.: Πιο εκεί είναι, ο Άι-Γιώργης. Εκεί λένε τα παλιά χρόνια ότι ήταν μοναστήρι κι ήτανε Άγιος Γεώργιος, γιατί πολλές φορές βλέπανε ένα άλογο και είχε, λέει, παλιό μοναστήρι κι έμεινε μοναστήρι. Λέγανε, πάμε να φέρουμε απ’ τον Άι-Γιώργη νερό. Αλλά αυτοί τ’ ανεβάσανε απάνω. Εμείς κατεβαίναμε σκαλιά πέτρινα, πόσα…, στον αέρα τα σκαλιά, με τη λαΐνα στον ώμο, και ν’ ανεβαίνεις τόσα σκαλιά. Δεν είχαμε νερά, δεν ήνταν τότες τα εργαλεία που υπήρχαν τώρα. Αυτοί τ’ ανεβάζουν τώρα πάνω. Κι έχει και νερό. Μεις δεν είχαμε νερό. Μόνο να πίνουμε ήταν απ’ αυτό. Είχε άλλα πηγάδια μέσα στο χωριό, για πλύσιμο, για λάτρα του σπιτιού.
Κ.Δ.: Στους μύλους τι αλέθανε; Θυμόσαστε;
Μ.Σ.: Σιτάρι. Σιτάρι. Φέρναν για εμάς καΐκια που κάναν το εμπόριο, φέρναν απ’ την Καλλίπολη. Είχε ένα αλεύρι η Καλλίπολη! Θυμάμαι που το ψωμί τόσο γινόταν [δείχνει ότι φούσκωνε μέχρι πάνω]. Αυτοί που ήταν καπετανιοί, φέρνανε. Δεν είχαμε γεωργοί πολλοί, γεωργοί ήταν τρεις τέσσερις. Ο κάθε νοικοκύρης είχε ένα αμπελάκι, δεν είμαστε… Δηλαδή δεν είχε γης μεγάλη γιατί ήταν και μικρό το νησί. Είχαμε δυο μπαξεβανοί, έτσι μεγάλοι μπαξέδες, περιβόλια, που κάμνανε αυτά… φασολάκια, ό,τι ήτανε, και πουλούσαν από κει. Αλλά απέναντι η Ασία ήταν εύφορη, είχε πολλά φρούτα. Έχει κάτι ξενοδοχεία τώρα! Είχε μιαν παραλία θυμάμαι, -δεν ήτανε τα ξενοδοχεία τότε, τα κάνανε τώρα οι Τούρκοι- μιαν παραλία πάρα πολύ όμορφη!