Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Εμπόριο…οστών

 

Εμπόριο…οστών

 

100 χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τη μεθοδευμένη γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού και 97 από τη Μικρασιατική καταστροφή, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο χιλιάδων  ανθρώπων  και  τον  εκτοπισμό  από τις πατρογονικές εστίες εκατομμύριων άλλων. Ωστόσο, ένα ακόμα έγκλημα των Τούρκων συνέβη δύο χρόνια αργότερα και για χρόνια παρέμεινε άγνωστο· η εμπορευματοποίηση των οστών όσων σφαγιάστηκαν από τους Νεότουρκους του Κεμάλ.

Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής,  τα οστά των Ελλήνων- συνολικά 400 τόνοι ανθρώπινων οστών, που αντιστοιχούσαν σε 50.000 ανθρώπους- φορτώθηκαν από τα Μουδανιά στο πλοίο  «Ζαν-Μ» με  προορισμό τις γαλλικές βιομηχανίες της Μασσαλίας και πουλήθηκαν για βιομηχανική  «χρήση»! Οι  ιθύνουσες,  βέβαια,   γαλλικές ελίτ, πολιτικές και οικονομικές, που στήριξαν  με κάθε τρόπο το κεμαλικό εγχείρημα δημιουργίας έθνους-κράτους  καθαρού  από τα  «καρκινώματα» -όπως  αποκαλούσαν  οι  Νεότουρκοι σύντροφοί του τους Έλληνες και τους Αρμένιους- δεν είχαν κανένα απολύτως ηθικό πρόβλημα να αγοράσουν τα οστά των θυμάτων για «βιομηχανική χρήση».

Στις  13 Δεκεμβρίου  1924  το πλοίο  με τη βρετανική σημαία έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι εργάτες του λιμανιού πληροφορήθηκαν το φορτίο που μετέφερε δεν επέτρεψαν τον απόπλου. Πραγματοποιήθηκαν, μάλιστα,  διαδηλώσεις από τους σοκαρισμένους πρόσφυγες, οι οποίοι ζητούσαν την κατάσχεση του εμπορεύματος. Το «ζήτημα διευθετήθηκε»  μετά από  παρέμβαση  του Άγγλου Πρόξενου, οπότε η   ελληνική κυβέρνηση  επέτρεψε στο πλοίο να αποπλεύσει, προκειμένου να μην έρθει σε κόντρα με τους Άγγλους. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας» του Χρ. Αγγελομάτη ο οποίος γράφει: σε αθηναϊκές εφημερίδες  η είδηση δημοσιεύθηκε ως εξής: «Το προσεγγίσαν  εις  την  Θεσσαλονίκην  αγγλικόν  πλοίον «Ζαν» μετέφερε  τετρακοσίους  τόνους  οστών  Ελλήνων  από  τα  Μουδανιά.  Οι εργάται του λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες το γεγονός, ημπόδισαν το πλοίον να αποπλεύση.  Επενέβη  όμως  ο  Άγγλος πρόξενος και επετράπη ο απόπλους». Ο Αγγελομάτης συμπληρώνει: «Ησαν  τα οστά Ελλήνων ηρώων… Ησαν τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών που μετά τας ομαδικάς σφαγάς και εξοντώσεις αργοπέθαιναν εις τα στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία το φοβερώτερον ήτο το στρατόπεδο του Ουσάκ».

 Αξιοσημείωτο  πως  στην  εφημερίδα  «Μακεδονία», που κυκλοφόρησε την 14η Δεκεμβρίου 1924, επιβεβαιώνεται η αγκυροβόληση του πλοίου στη Θεσσαλονίκη, χωρίς βέβαια, να γίνεται αναφορά στο φορτίο των οστών. Στη στήλη «Οικονομική κίνησης» αναφέρεται  ότι  το πλοίο ξεφόρτωσε στη Θεσσαλονίκη 134 βαρέλια αλιπάστων, 100 σάκους κολοκυνθόσπορους, 54 κιβώτια οικιακά σκεύη και ένα κλειδοκύμβαλον.... Πιθανότατα,  για  λόγους τακτικής οι αντιπρόσωποι του πλοίου να αποσιώπησαν το γεγονός, εφ’ όσον εκείνη την περίοδο η Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη από τους επιζώντες της Γενοκτονίας  και  είναι πολύ πιθανόν αρκετοί να είχαν χάσει προσφιλή πρόσωπα. Είναι πολύ  πιθανόν, επίσης, οι ελληνικές αρχές να το γνώριζαν και να επέλεξαν να σιωπήσουν, για να μη δυσαρεστήσουν τους Βρετανούς ιδιοκτήτες του πλοίου και τους Γάλλους αγοραστές.


Τον ίδιο μήνα η εφημερίδα «New York Times» δημοσίευσε την είδηση με τίτλο «Μια απίθανη  ιστορία  από  ένα  φορτίο  με ανθρώπινα οστά». Όπως έγραφε: «Η Μασσαλία είναι  σε αναταραχή από μια ασύλληπτη ιστορία (που οφείλεται) στην άφιξη στο λιμάνι ενός πλοίου που φέρει βρετανική σημαία και ονομάζεται «Ζαν» και μεταφέρει ένα μυστήριο φορτίο 400 τόνων ανθρώπινων οστών, για να χρησιμοποιηθούν στις εκεί βιοτεχνίες. Λέγεται  ότι  τα  οστά  φορτώθηκαν  στα  Μουδανιά,  στη θάλασσα του Μαρμαρά  και  είναι  τα απομεινάρια  θυμάτων από τις σφαγές στη Μικρά Ασία. Εν όψει της  φήμης που κυκλοφορεί αναμένεται να διαταχθεί έρευνα». Η γαλλική εφημερίδα «Midi» δημοσίευσε  την  είδηση  με  τον  τίτλο  «Πένθιμο φορτίο» και έγραφε: «Συζητιέται πολύ στη Μασσαλία η προσεχής άφιξη του πλοίου μεταφοράς εμπορευμάτων «Ζαν», το οποίο  μεταφέρει  για τις βιομηχανίες της Μασσαλίας 400 τόνους ανθρώπινα λείψανα. Αυτά προέρχονται από τα στρατόπεδα της αρμενικής σφαγής στην Τουρκία και τη Μικρά Ασία κυρίως».

Ανάλογη αναφορά γίνεται και από το Μικρασιάτη συγγραφέα  Ηλία Βενέζη, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε και παρέμεινε για 14 μήνες στα τάγματα εργασίας, στο βιβλίο του «Το νούμερο 31328. Πιο συγκεκριμένα, στο εν λόγω βιβλίο  αναφέρεται  σε  έναν  αιχμάλωτο, ο οποίος  ήταν  παρών στη περισυλλογή των οστών: «Ένα πρωί μας παίρνουν καμιά εξηνταριά  σκλάβους  για μικρή αγγαρεία. Είναι λίγο όξω απ’ τη Μαγνησία. Δίπλα στις ράγες του σιδηρόδρομου τελειώνει μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Τη λέν «Κηρτίκ-ντερέ». Μες  σ’ αυτήν  τη  χαράδρα λογάριαζαν πως θα σκοτώθηκαν ίσαμε σαράντα  χιλιάδες  χριστιανοί  απ’ τη  Σμύρνη  και  τη  Μαγνησία, αρσενικοί  και  θηλυκοί…. Τι  θα γίνουν τόσα κόκαλα; Αναρωτιέται  μια  στιγμή  ένας.  Ο  Μίλτος  τον  κοιτάζει  ήρεμα. – Δεν  ξέρεις  τι  γίνεται  με τα κόκαλα; – Οχι. – Κοπριά, σύντροφε. – Τι έκανε, λέει; – Κοπριά, σύντροφε. Θα  δεις  μια  μέρα που θα μοσκοπουληθούν. Θα δης… Ήταν ταξιδεμένος  ο  Μίλτος.  Ήξερε».

 

Το εμπόριο των οστών από τους Τούρκους έγινε γνωστό από τον Βλάση Αγτζίδη, διδάκτορα Σύγχρονης Ιστορίας, ο οποίος εντόπισε τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες «Νew York Times» και «Midi» και δημοσίευσε σχετικό άρθρο στο blog  του kars 1918  και στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.

 

Πηγές:

kars1918.wordpress.com

mixanitouxronou.gr



Η  φωτογραφία απεικονίζει τα κρανία των δολοφονημένων και δημοσιεύθηκε το 1921 στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Φαλτάιτς.

 

 

 

Το Ναυάγιο του Μπούμπα και η Ιστιοφόρος Ναυτιλία στη νήσο Κούταλη*

Το Ναυάγιο του Μπούμπα και η Ιστιοφόρος Ναυτιλία στη νήσο Κούταλη*

 Ονομαστή ήταν η  νήσος Κούταλη για το εμπορικό ναυτικό της που άκμασε σε μεγάλο βαθμό  για πολλά χρόνια.  Η Κούταλη, όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά,  πολύ πριν από την ελληνική επανάσταση, είχε αξιόλογη  ιστιοφόρο ναυτιλία.  Τα πλοία των Κουταλιανών, δείγματα της τελειότερης ναυπηγικής της εποχής, εκτελούσαν μεταφορές διάφορων εμπορευμάτων από τα λιμάνια της Ρωσίας στα ευρωπαϊκά λιμάνια της Μεσογείου  και το αντίστροφο.  Οι Κουταλιανοί ήταν οι κύριοι τροφοδότες νωπών αλιευμάτων και αλιπάστων της Κωνσταντινούπολης, ενώ τα σφουγγαράδικα έφερναν τεράστιο πλούτο στο νησί. Η επαφή  των Κουταλιανών με τους εξελιγμένους λαούς της Ευρώπης και της Ρωσίας συντέλεσε πολύ στην εν γένει ανάπτυξή τους, γι’ αυτό και η τουρκική δουλεία δεν μπόρεσε να φέρει καμιά απολύτως αλλοίωση στη ζωή τους, καθώς τόσο η  προφορά της γλώσσας, όσο και τα ήθη και τα έθιμά τους  διατηρήθηκαν όλα καθαρά ελληνικά. Ο Μανουήλ Γεδεών επισκεπτόμενος το νησί στις 4 Αυγούστου 1892 γράφει σχετικά στο βιβλίο του Προικόννησος: «Η μετά της Κωνσταντινουπόλεως συγκοινωνία αυτής διά πλοίων αξίων λόγου γινομένη, συνετέλεσεν εις την ηθικήν και πνευματικήν ανάπτυξιν της Κουτάλεως, ης τα παρά τοις κατοίκοις έθιμα και η λαλουμένη διάλεκτος  προσομοιάζουσι τοις εθίμοις των Ελλήνων κατοίκων  της πρωτευούσης ταύτης του κράτους, ήτοι τοις παρ’ημιν. Η ενδυμασία η αυτή. Το σχολείον και προ τινών ετών ήνθει, και νυν εν ευμαρεία διάκειται. Η ανάπτυξις, ως ειπον, οφείλεται εις το ναυτικόν αυτής…».

Αξιοσημείωτο  ότι πολλοί Κουταλιανοί, εγκατεστημένοι στις διάφορες μεγάλες πόλεις της Ευρώπης και ιδίως της Ρωσίας, έγιναν μεγάλοι επιχειρηματίες και κατέλαβαν  σπουδαίες  θέσεις.  Από  το  18ο αιώνα αναφέρονται  Κουταλιανοί μεγαλέμποροι στη Ρωσία, όπως η οικογένεια Ζαχάρωφ και ο Συνόδης Ποσώφ, για να πάρουν τη σκυτάλη το 19ο αιώνα οι Ανδρέας και Νικόλαος Πανταζίδης, ο Γεώργιος Διοματαρίδης και ο Χατζή Παγώτας. Παράλληλα, στην  Πόλη  αναδείχθηκαν επιφανείς Κουταλιανοί τραπεζίτες, όπως ο Βλαστός και οι αδελφοί Χριστοδουλίδου ή Χριστοδούλου. Ο τίτλος βιβλίου, που τυπώθηκε  το 1844 και περιείχε  την ακολουθία του αρχιεπισκόπου Προικοννήσου, μάς γνωρίζει ότι ετυπώθη δαπάναις «…του ευγενεστάτου κυρίου Ζαχαρίου Ζαχάρωφ, του Κουταλιανού, Συμβούλου του Εμπορίου και Ιππότου διαφόρων Ρωσσικών Ταγμάτων».  

Η  ευκαιρία  για την Κουταλιανή ναυτιλία έρχεται στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν η Αγγλία  είχε  επιβάλει  αποκλεισμό  στα  ισπανικά  λιμάνια. Τα Κουταλιανά πλοία, σπάζοντας το εμπάργκο, αποκομίζουν τεράστια κέρδη μεταφέροντας στην Ισπανία πολεμοφόδια  και  σιτηρά  από  τη Ρωσία. Με τα χρήματα αυτά αρχίζουν  να ναυπηγούν στη  Γένοβα και στη Βενετία μεγαλύτερα σκάφη, ώστε στις αρχές του 19ου αιώνα το νησί είχε σαράντα πλοία και η ιστιοφόρος ναυτιλία αποτελούσε την κύρια οικονομική δραστηριότητα  από την οποία  επωφελούνταν  όλες  οι οικογένειες. Χαρακτηριστικό ότι την πρωτοκαπιταλιστική   εκείνη περίοδο ίσχυε το αρχαίο συντροφικό σύστημα αμοιβής των εργαζομένων στα πλοία, σύμφωνα με το οποίο, από τα κέρδη κάθε μπάρκου, ένα ποσοστό (συνήθως το 50%) μοιράζονταν οι πλοιοκτήτες και το υπόλοιπο μοιραζόταν σε μερτικά, τα οποία δίνονταν στους ναύτες ανάλογα με την εργασία του καθενός, εξασφαλίζοντας  έτσι ικανοποιητικές απολαβές σε όλους. Άξιο λόγου ότι οι Κουταλιανοί που χαρακτηρίζονταν «ωκεανοπόροι», αφού ταξίδεψαν πρώτοι ως τον Ατλαντικό, είχαν σκούνες και μπαρκομπέστια, βαριά τρικάταρτα 300 και 400 τόνων.

Με την ανάπτυξη της ατμοπλοΐας παρακμάζει η ιστιοφόρος ναυτιλία της Κούταλης. Το γεγονός, ωστόσο, αυτό έχει συνδεθεί  στη μνήμη των Κουταλιανών περισσότερο μ’ένα τραγικό δυστύχημα  που συνέβη στις 30 Ιανουαρίου 1864.

Όπως γράφει ο Αυγουστής Πανταζίδης, «υπήρχε τότε συνήθεια, το χειμώνα και ιδίως τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο, που οι κακοί καιροί δεν επέτρεπαν τους πλόες  της ιστιοφόρου την εποχή εκείνη ναυτιλίας, όλοι οι ναυτικοί να δένουν τα πλοία τους σε ασφαλή  λιμάνια  και να γυρίζουν  στην πατρίδα να παραχειμάσουν και να εορτάσουν τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων μαζί με τους δικούς τους.  Έτσι και οι Κουταλιανοί πλοίαρχοι, το χειμώνα του 1863-1864 ήταν στην πατρίδα και στις 30 Ιανουαρίου 1864 ξεκίνησαν, 30  τον αριθμό, με το ιστιοφόρο του συμπατριώτου τους, Μπούμπα να πάνε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν δεμένα τα πλοία τους. Κοντά όμως στην Κωνσταντινούπολη, εξαιρετική κακοκαιρία με σφοδρή τρικυμία και χιονοθύελλα τους ανάγκασε να αποφασίσουν την επιστροφή τους στην Κούταλη, κάτι που δυστυχώς  δεν  κατόρθωσαν, ώστε μέσα στο πυκνό σκοτάδι της τραγικής εκείνης νύχτας το πλοίο τους βυθίστηκε αύτανδρο κοντά στην Καρά-Μπιγα της Προποντίδας. Κανένας δεν σώθηκε από τους επιβαίνοντες. Όλοι πνίγηκαν παλεύοντας με τα κύματα, με αποτέλεσμα  η Κούταλη μέσα σε μια νύχτα να χάσει  30 καπεταναίους που ήταν οι σοβαρότεροι παράγοντες προόδου και ευημερίας του τόπου. Κατ’άλλους  το τραγικό αυτό γεγονός έλαβε χώρα τη νύχτα της 5 προς 6 Ιανουαρίου 1864 (παλαιό ημερολόγιο) διότι, όπως λέγεται, ο θείος του πλοιάρχου του βυθισθέντος πλοίου  -παλαιός και αυτός πλοίαρχος – προβλέποντας  την επερχόμενη κακοκαιρία απέτρεπε τον ανηψιό του να αποπλεύσει. Εκείνος, όμως, σε απάντηση του είπε: «Μη φοβάσαι μπάρμπα και θα ρίξουμε το Σταυρό στο Μέγα Ρέμμα». Η ιστορία του τραγικού αυτού ναυαγίου σαν κληρονομιά μεταβιβάζεται από οικογένεια σε οικογένεια και από γενιά σε γενιά, κάθε δε μεγάλο δυστύχημα ή θαλασσινή τραγωδία οι Κουταλιανοί την παρομοιάζουν με την τραγωδία του ναυαγίου του καραβιού του Μπούμπα».

 

Ο γνωστός Κουταλιανός ποιητής Μιλτιάδης  Μανουήλ Παπάς (ο λόγιος) θρηνεί τούτο με τους παρακάτω ανέκδοτους στίχους του, που έγραψε το 1871, επτά χρόνια μετά το τρομερό ναυάγιο του καραβιού του Μπούμπα.

 

[…]Πού των τέκνων σου εκείνων των μεγάλων η χορεία;

Πού η πρώτη σου σφριγώσα και ανθούσα νεολαία;

Πού τα τόσα σου ωραία και ιστιοφόρα πλοία;

Πού το κάλλος σου το πρώτον κι η ισχύς σου η ακμαία; […]

……………………………………………………………………………………………………………

Φωτο. Η παραλία στο νησί της Κούταλης. Διακρίνονται δεξιά στο βάθος τα αρχοντόσπιτα (σαράγια) και στο κέντρο το καμπαναριό του Ιερού Ναού της Παναγίας της Φανερωμένης ή του Αγίου Νικολάου. Στην παραλία αριστερά, οι πλώρες και οι πρύμνες σπογγαλιευτικών σκαφών (μπότιδες), στο βάθος, στο κέντρο, ένα μεγάλο αλιευτικό σκάφος (σαντάλα) και δεξιά στη θάλασσα, μαζί με τους ανθρώπους η βάρκα του Λογοθέτη Γαλιμήτη, σύμφωνα με σημείωση στο πίσω μέρος της φωτογραφίας. (7 Φεβρουαρίου 1921)

*H Κούταλη είναι ένα από τα τέσσερα νησιά (Νησιά του Μαρμαρά) της εκκλησιαστικής επαρχίας Προικοννήσου. Βρίσκεται σε απόσταση  70 ναυτικά μίλια από την Κωνσταντινούπολη.

 

Βιβλιογραφία

·         Μαρμαρινά Νέα, Ιανουάριος - Μάρτιος 1949

·         Μουσείο Nαυτικής Παράδοσης & Σπογγαλιείας Νέας Κούταλης

·         Μανουήλ Γεδεών, Προικόννησος, Εκκλησιαστική Παροικία, Ναοί και Μοναί, Μητροπολίται και Επίσκοποι, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1895

Είναι δια τον Κωδωνά…


Είναι δια τον Κωδωνά…

Στη θάλασσα του Μαρμαρά, πολύ κοντά στις ανατολικές ασιατικές ακτές και βόρεια του στομίου του κόλπου της Νικομήδειας, βρίσκονται τα πανέμορφα Πριγκηπόνησα. Στην Πρίγκηπο, το μεγαλύτερο και ωραιότερο ίσως από τα νησιά, και στην κορυφή του νότιου λόφου της, δεσπόζει η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά. Η παράδοση θέλει το Μοναστήρι να έχει ζωή πάνω από χίλια χρόνια και συγκεκριμένα να έχει χτιστεί το 963 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Νικηφόρος Φωκάς. Κατά την παράδοση η θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου δωρήθηκε στο Μοναστήριο από τη γυναικεία Μονή της Ειρήνης της Αθηναίας.

Σύμφωνα με την πραγματεία του Αντ. Μαλέτσκου «Η εν τη νήσω Πριγκίπω ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά», η Μονή πρέπει να ερημώθηκε ή κατά το 1204 από τους Σταυροφόρους ή το 1302 κατά την επιδρομή εναντίον του νησιού των πειρατών του Ενετού ναυάρχου Giustiniani. Κατά την παράδοση, όταν οι μοναχοί αντίκρισαν τους πειρατές, για να αποτρέψουν την αρπαγή της εικόνας, την έκρυψαν μαζί με τα αναρίθμητα αναθήματά της  στη γη και τοποθέτησαν από πάνω την Αγία Τράπεζα του ναού της Μονής. Η εικόνα έμεινε εκεί, χωρίς να υποστεί καμιά φθορά, μέχρι την εύρεσή της από έναν βοσκό ο οποίος προηγουμένως είδε στον ύπνο του τον Αη Γιώργη να τον προτρέπει ν’ ανέβει στο λόφο και να «τον βρει», σκάβοντας εκεί που θ’άκουγε να χτυπούν «κουδούνια». Ο βοσκός κάνοντας ό,τι τον πρόσταξε ο Άγιος έσκαψε,  βρήκε την εικόνα στολισμένη με μια αρμαθιά «κουδούνια» κα επανίδρυσε  τη μονή.  Η επανίδρυση αυτή σύμφωνα με τα πατριαρχικά Σιγγίλια (επίσημα έγγραφα)  τοποθετείται  το 1751-1752.

Η πνευματική προσφορά της Μονής και η εν γένει βοήθειά της τόσο προς τους Ρωμιούς όσο και προς όλους τους αλλογενείς της Βασιλεύουσας είναι τεράστια. Ο Αη Γιώργης ο Κουδουνάς θα αποτελέσει για αιώνες το άσυλο των φρενοβλαβών, των πειραγμένων, όπως τους έλεγαν. Όταν έφερναν τους αρρώστους, τους έδεναν κατά τη διάρκεια της νύχτας σε σιδερένιους χαλκάδες, που ήταν στερεωμένοι στο δάπεδο του ναού, μπροστά στην εικόνα του Αγίου, ενώ την ημέρα τους έβγαζαν έξω, στον κήπο της Μονής. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς θεραπεύονταν και από ευγνωμοσύνη παρέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στο Μοναστήρι προσφέροντας εθελοντική εργασία.  Δυστυχώς, κατά την ανακαίνιση του μοναστηριού το 1987, όταν τοποθετήθηκαν μαρμάρινα δάπεδα στα παρεκκλήσια και στο Αγίασμα, αφαιρέθηκαν όλοι οι χαλκάδες.

Τα θαύματα του Αγίου πολλά, όχι μόνο προς τους Ρωμιούς οι οποίου του έτρεφαν πάντα μεγάλη ευλάβεια- δεν υπήρχε ελληνική οικογένεια που να μην επισκεπτόταν τον Κουδουνά τουλάχιστον μία φορά το χρόνο- αλλά και προς όλους όσους προσέρχονταν στη χάρη του. Αξιοσημείωτο ότι, όπως μας πληροφορεί η χαραγμένη σε οθωμανικά και ρωμαϊκά επιγραφή, η μεγάλη σιδερένια πύλη του μοναστηριού προσφέρθηκε από τον μουσουλμάνο Ρασούλ Εφέντη, ως δώρο ευγνωμοσύνης για τη θεραπεία της συζύγου του. Έτσι εξηγείται και η μεγάλη προσέλευση αλλόθρησκων απ’ όλη σχεδόν την Τουρκία κατά την ημέρα εορτής του Αγίου. 

Ένα παράδοξο που παρατηρείται την ημέρα αυτή είναι πως ο κόσμος που καταφθάνει έχει στα χέρια του καρούλια με κλωστές. Ανάλογα με το αίτημα του προσκυνητή η κλωστή έχει και άλλο χρώμα. Άλλο αν παρακαλεί για την απόκτηση παιδιού, άλλο για την απόκτηση συζύγου, άλλο για υγεία.  Από τη ρίζα λοιπόν του λόφου και μέχρι τη μονή στην κορυφή ο προσκυνητής ανεβαίνοντας ξετυλίγει την κλωστή από το καρούλι και την αποθέτει είτε κάτω στο δρόμο είτε στα πλαϊνά δέντρα. Καθόλη δε την ανάβασή του παραμένει σιωπηλός αναλογιζόμενος το αίτημά του. Συχνά επίσης τα αιτήματά τους τα γράφουν σε μικρά χαρτάκια, τα οποία είτε τα ρίχνουν στο ειδικό κουτί που βρίσκεται εντός του ναού, είτε τα δένουν στα κλαδιά των δέντρων που είναι κοντά στη μονή. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά  άτομα κερνούν τον κόσμο λουκούμια ή ακόμα και κύβους ζάχαρης. Αυτοί όλοι είναι άτομα, στο αίτημα των οποίων ο Άγιος ανταποκρίθηκε εκπληρώνοντάς τους το ποθούμενο. Αυτοί  λοιπόν όλοι οι άνθρωποι «ήταν υποχρεωμένοι» την επόμενη φορά που γιόρταζε ο Άγιος να έρθουν και πάλι στο νησί και να κεράσουν τον κόσμο.

constantinoupoli.com

monastiria.gr

Η Κυριακή της Τυρ’νής, Το Καθαροβδόμαδο και η Γιορτή του «Τόνου» στα νησιά του Μαρμαρά

 

Η Κυριακή της Τυρ’νής, Το Καθαροβδόμαδο και η Γιορτή του «Τόνου»

στα νησιά του Μαρμαρά


Την Κυριακή της «Τυρ’νής», μια και δεν τρώγανε κρέας, φτιάχνανε σε κάθε Μαρμαρινό σπίτι «μακαρόνια του σπιτιού» ή «του παπά τ’αυτιά», όπως τα λέγανε αλλιώς. Ανοίγανε φύλλο  στο «πλαστήρ’»  και  το  κόβανε φαρδιές μακριές λουρίδες. Διπλώνανε κάθε λουρίδα  στα  δύο, στο μάκρος, και στρώνανε μέσα τη γέμιση, το «γόμο».  (Ο γόμος γινότανε  ως  εξής:  Βράζανε  τραχανά γλυκό, ρίχνανε μέσα τυρί τριμμένο, δύο-τρία αυγά και ανακατεύανε έως ότου ο γόμος έχανε τα πολλά υγρά). Έπειτα μ’ένα «ποτήρ’» του κρασιού ή με μια «τσάσκα» πατούσανε πάνω από το φύλλο με το γόμο και κόβανε, προσέχοντας να διατηρηθεί η ένωση στο δίπλωμα του φύλλου. Μετά, με τα δάχτυλα, στρίβανε τις άκρες των φύλλων για να μην φεύγει ο γόμος, όπως στα σκαλτσούνια, εδώ. Αφού  τ’ άφηναν  λίγο  του  «παπά τ’ αυτιά» να τραβήξουν, τα ρίχνανε μέσα σε βραστό νερό.  Όταν  βράζανε,  τα  βγάζανε  με την τρυπητή τη «χουλιάρα», τα βάζανε στη σουπιέρα, τα  κουκκίζανε  με  «αφότ’ρο» και «απέ πάν’ περεχούσαν  το βούτ’ρο». Αυτά ήταν  τα  περίφημα  «μακαρόνια  του σπιτιού». Σε πολλά φτωχά σπίτια, μέσα στο βρασμένο νερό  απ’  τα  «μακαρόνια  του σπιτιού»  έριχναν τα ξακρίσματα από τα φύλλα και τα έκαναν «ιφκά».

Επίσης, στην «Τυρ’νή» κάθε σπίτι έφτιαχνε τα κανταΐφια και τους χαλβάδες.  Πολλές φαμίλιες, αφού έτρωγαν τα «μακαρόνια του σπιτιού», έπαιρναν του χαλβάδες τους και πήγαιναν σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια, για να περάσουν με γλεντοκόπι τη βραδιά. Στις βεγγέρες  αυτές, όσοι ήτανε γερά ποτήρια, παραβιάζανε κάπου - κάπου και τα καθιερωμένα της «Τυρ’νής» αλλάζοντας το μεζέ. Τότε θα ‘ρχότανε στο τραπέζι η λιαστή ζαργάνα, ο κολιός, το σαφρίδι ή το μπαρμπούνι «γούνα», τα τσαμούχια τα λιαστά, οι παστουρμάδες, τα σουτζούκια… Όσοι ξενυχτούσανε σχεδόν στα γλέντια, ντυνόντουσαν το πρωί  μασκαράδες  και  παίρνανε  σβάρνα τα σπίτια όπου τραγουδούσαν και χόρευαν, αφού  οι  σπιτικοί  τους  έκαναν  τα «τραταμέντα». Ντύνονταν προπαντός «Οβρηγιοί» και τα παλικάρια τα λεύτερα τσολιάδες. Οι φουστανέλες, οι τσακιστές «φέσες», τα ξύλινα γιαταγάνια κυριαρχούσαν στους δρόμους, χωρίς να προξενούν την όχτρητα και την απαγόρευση των Τούρκων. Οι γυναίκες -οι πιο ζωηρές- ντύνονταν μόνο τη νύχτα μασκαράδες  και  με  τη  συντροφιά  ενός  άντρα  πήγαιναν στα συγγενικά τους σπίτια, όπου για να μη φανερωθούν, πίνανε ό,τι τους κερνούσανε και καπνίζανε κιόλας στην ανάγκη. Η σκλάβα,  βλέπετε,  έσπανε τα δεσμά της.

Η  Καθαρή  Δευτέρα  δεν  είχε στον  τόπο μας  τη σημασία  και  τις εκδηλώσεις τις σημερινές. Ήταν η μέρα η αφιερωμένη στη γενική καθαριότητα του σπιτιού και του σώματος. Θενά πλυθούν και καθαριστούν από ποτηράκι μέχρι κουρελού. Σφουγγάρισμα, ασβέστωμα, λούσιμο, μπάνιο κ.λπ. Κανένα σπίτι δεν μαγείρευε. Όλοι νήστευαν. Όλες σχεδόν οι γριές και αρκετές κοπέλες. Δευτέρα και Τρίτη δεν τρώγανε άλλο, έξω από ένα καφέ το απόγεμα.  Όλη  η  βδομάδα  λεγόταν  Καθαρή. Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Τρίτη κ.λπ. Λάδι  έτρωγαν  μονάχα  την Παρασκευή, όταν θενά ψαλθούν οι πρώτοι χαιρετισμοί της «Παναΐας». Την Καθαρή Τετάρτη, όσοι νηστέψανε, πηγαίνανε στην εκκλησιά για να «πιουν το μεγάλο Αγιασμό, που τον φυλάγαν οι παπάδες απ’τα Φώτα». Όποιος είχε φρεσκοπεθαμένο έστελνε και καλούσε απ’ την εκκλησιά στο σπίτι τις γριές τις «νηστεμένες» να τις σερβίρει καφέ, για να «σ’χωρέσουν τις ψυχές των δικών του». Αυτό γινότανε σε πάρα πολλά σπίτια. Το Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων  υπήρχε ένα έθιμο που έχει, απ’ ότι έχω υπ’όψιν μου, άγνωστη ακόμη την προέλευσή του, αν είναι απομεινάρι καμιάς πανάρχαιης διονυσιακής εορτής ή ρωμαΐικο κατάλοιπο. Απ’΄το πρωί λοιπόν του Σαββάτου άκουγες τις φράσεις «θα πάμε στον τόνο», «Κινάμε για τον τόνο».

Τι  ήταν  λοιπόν η γιορτή του Τόνου;  Από τις  9  με 10 το πρωί ξεκινούσαν για του Αμπά τον Κάβο, πίσω στην Τσιχλή*,  οι παντρεμένοι και προπαντώς οι νιόνυμφοι. Οι άντρες με τις βάρκες,  ψαρεύοντας  γιαλό γιαλό  με την αγκάμη στρείδια και χτένια και με τη «χέρα» πίνες. Οι γυναίκες κινούσαν με τα πόδια από την αμμουδιά. Λεύτερες και κορίτσια δεν έπαιρναν μέρος στον «τόνο». Αυτού πήγαιναν «αντρογύνατα», όπως εξηγεί η κυρία Μαριορίτσα.  Όταν  έφταναν,  στρωνόντουσαν  στο  κατάγιαλο και με τα φρέσκα θαλασσινά, τα τουρσιά, τα χαβιάρια, τις ελιές, τα «λεφτοκούκια», τους ταραμάδες, το ρίχνανε στο πιοτό, στο χορό και το τραγούδι. Γυρνούσανε κατά τη νύχτα.

Κι όταν ρώτησα γιατί δεν πήγαιναν λεύτερες, η καλή μου νουνά, χαμήλωσε τα μάτια και μου είπε «Ξέρω κι εγώ; Δεν πήγα η ίδια. Λένε πως τραγουδούσαν δεψίσκα και αρσίσκα». Ίσως εδώ να βρίσκεται το κλειδί για να λυθεί το μυστήριο της προελεύσεως της «γιορτής του τόνου».

 

*παραλία της νήσου Μαρμαράς

Μαρτυρία της Μαριορίτσας Δαδινού

Πηγή: Μαρμαρινά Νέα

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο

του Πολιτιστικού και Πνευματικού Ομίλου

Νέων Παλατίων

 

 

Τα Μαρμαρινά Νέα…μέσα από τον Ντελάλη

 

Τα Μαρμαρινά Νέα…μέσα από τον Ντελάλη

Η Κούταλη  30 χρόνια μετά το 1922

 

Τα Μαρμαρινά Νέα ήταν μια εφημερίδα  που εκδιδόταν περίπου από το 1946 στην Αθήνα και αποτελούσε, όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην κεφαλίδα, δημοσιογραφικό όργανο των συμφερόντων των απανταχού διαβιούντων Μαρμαρινών, όσων δηλαδή κατάγονταν από τα νησιά του Μαρμαρά στην Προποντίδα, ήτοι  των Μαρμαρινών, των Κουταλιανών, των Αφησιανών και των κατοίκων της Αλώνης. Στόχος της, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της ήταν να διατηρήσει δυνατούς τους δεσμούς μεταξύ των απανταχού Μαρμαρινών, αφού μετά το διωγμό άλλοι εγκαταστάθηκαν  στη Χαλκιδική (Μαρμαρινοί και Αφησιανοί που ίδρυσαν αντίστοιχα το Νέο Μαρμαρά και τη Νέα Αφησιά), άλλοι στη Λήμνο (Κουταλιανοί που ίδρυσαν τη Νέα Κούταλη) και στο Λαύριο, άλλοι στον Ωρωπό ( Μαρμαρινοί που ίδρυσαν τα Νέα Πάλατια), στο  Αίγιο (κυρίως  κάτοικοι  της  Αλώνης) και την Αμερική με τους τελευταίους, μάλιστα,  να ενισχύουν οικονομικά τις δραστηριότητες (χτίσιμο σχολείων και εκκλησιών) των συμπατριωτών  τους  στις  νέες πατρίδες της μητέρας Ελλάδας. Η σπουδαιότητα της εν λόγω εφημερίδας για τους Μαρμαρινούς,  ως κρίκος που εξακολουθεί να τους συνδέει μετά  την  αναγκαστική ανταλλαγή, διαφαίνεται και από την οικονομική  υποστήριξη  που προσφέρουν  με τις συνδρομές τους.  

Ιδρυτής και Διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Μαρμαρινός Νικόλαος Λαμπαδαρίδης,  ο οποίος,  τριάντα χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή,  καταφέρνει να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην πατρίδα…

Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τις εντυπώσεις του από την Κούταλη (τόπο καταγωγής μου), έτσι όπως τις περιγράφει στην εφημερίδα του το έτος 1952.

…Την Κούταλι  επισκεφθήκαμε  την  δεύτερη μέρα από της αφίξεώς μας στον Μαρμαρά. Ένα βενζινοκίνητο ψαροκάικο μας μετέφερε εκεί από το Μαρμαρά μέσα σε 20 λεπτά της ώρας. Η συντροφιά μας απετελείτο  από τον Αμερικανό συμπατριώτη κ. Δημοσθένη Εμμανουήλ, την σύζυγό του κυρία Χρυσοπηγή, την κυρία Ευριδίκη Οικονομίδου, την κόρη της δ/νίδα Χαρίκλεια, τον κ. Θεοφάνη Θεοφανίδη, τον γυιο του Σπύρο και τον υποφαινόμενο. Οι τέσσερεις πρώτοι είναι Κουταλιανοί την καταγωγή  και η συγκίνησις φαίνεται βαθειά χαραγμένη στο πρόσωπό τους όσο το βενζινόπλοιο πλησιάζει στην αγαπημένη τους Πατρίδα.

Στις 10 και 20’ αποβιβαζόμαστε στην παληά γνωστή σκάλα της Κούταλης, μπροστά στο καφενείο  του  Βασιλάκη  του  Αποστόλη.  Πεντέξη Τούρκοι, που βρίσκονται εκεί, τρέχουν να μας υποδεχθούν και μας καλωσορίζουν με εγκαρδιότητα σαν παληούς καλούς φίλους των. Αποθέτουμε  τα  πράγματά  μας στο μοναδικό καφενείο του χωριού, κτισμένο στη θέση που ήταν άλλοτε ο Άγιος Νικόλαος και το μαγαζί του Γλαράκη, και τραβούμε να κάνουμε μια βόλτα…στο χωριό. Χωριό  είναι  ο  τρόπος  του  λέγειν , γιατί η Κούταλι δεν έχει σήμερα παρά μόνον 22 σπίτια, σκορπισμένα το ένα εδώ και το άλλο εκεί, σ’ολη την έκτασι που υπήρχε άλλοτε η ξακουσμένη πατρίδα του Παναγή Κουταλιανού και του Πατριάρχου Ανθίμου του Στ’ . Παντού χαλασμός και ερείπια.

Άνεμοι της θάλασσας

διά κενά παράθυρα,

φείδια και σκορπιοί

στους ριγμένους τοίχους.

Και μέσ’ στη νυχτιά

που τη ραίνουν τ’άστρα

μήτε ανθρώπων λάλημα

μήτε αχός πουλιού.

Πόσο δίκηο  είχε ο εκλεκτός  Κουταλιανός ποιητής και λογοτέχνης κ. Δημητρός Οικονομίδης,  που  έγραψε  τον Δεκέμβριο του 1946 στα «Μαρμαρινά Νέα» τους παραπάνω στίχους! Η παληά ωραία Κούταλι δεν είναι σήμερα παρά ένα νεκρό χωριό. Σπίτια, μαγαζιά, εκκλησιές, σχολεία, όλα ριγμένα κάτω σ’ένα φρικτό ανακάτωμα από πέτρες και χώματα.

Με οδηγό τον κ. Δημοσθένη Εμμανουήλ, που τον βοηθούν η σύζυγός του και η κυρία Ευριδίκη ΟΙκονομίδου, προσπαθούμε να κατατοπισθούμε στη σημερινή αλλαγή, κι απάνω στα  ερείπια  ν’ ανοικοδομήσουμε  με  τη φαντασία μας τα σπίτια που χάθηκαν. Εδώ είναι το  σπίτι του τάδε, εκεί του τάδε, εκεί…το μυαλό σταματάει, το μάτι ξεγελιέται στους κενούς χώρους και ο καθορισμός γίνεται δύσκολος. Σιγά, σιγά όμως, πότε από κανένα ντουβάρι που στέκει ακόμα όρθιο, πότε από κανένα άλλο γνωστό σημάδι του δρόμου, τα σπίτια παίρνουν τη θέσι τους και ορθώνεται στη φαντασία μας το χωριό πανεύμορφο και χαρούμενο, όπως ήταν πριν, για να εξωτερικεύση  σε δάκρυα τον ψυχικό μας πόνο για το σημερινό φρικτό του κατάντημα.

Σε μια στιγμή βρισκόμαστε μπροστά στον χώρο που ήτανε άλλοτε το νεκροταφείο του χωριού. Σήμερα είναι ένα μεγάλο περιμαντρωμένο χωράφι, καταπράσινο από το σιτάρι, που έχει σπείρει ο ιδιοκτήτης του.

Σε κάποιο σημείο ο κ. Εμμανουήλ  καθορίζει  το  σημείο που ήτανε ο τάφος της μητέρας του. Η  συγκίνησίς  του  είναι πολύ μεγάλη που βρέθηκε ύστερα από 40 χρόνια μπροστά στο  μνήμα της και τα δάκρυα τρέχουν ακράτητα από τα μάτια του. Αντί τρισάγιο προσφέρει  μερικά  χρήματα  στα  μικρά  τουρκόπουλα, που μας ακολουθούν με περιέργεια, και παίρνουμε το δρόμο για τον Αη-Γιώργη.

Σε  μικρή απόσταση από το χωριό συναντούμε τον μύλο του Ντόμπρου με τη γερή οικοδομή του όρθια, όπως την αφήσαμε το 1922. Επάνω από την πόρτα του μια εντοιχισμένη  πλάκα  έχει  χαραγμένο  ένα  σταυρό με τα γράμματα Ι.Χ.Ν.Κ και από κάτω την χρονολογία της κατασκευής του, 1877.

Ύστερα  από  πορεία  20  περίπου λεπτών  φθάνουμε στον Αη Γιώργη κι έχουμε μπροστά μας  τη  βρύση  απ’την  οποία  υδρεύονταν  οι  Κουταλιανοί. Μια μεγάλη άσπρη μαρμαρένια πλάκα κομένη σε καλλιτεχνικό σχήμα και εντοιχισμένη σε μικρό ύψος από τη θάλασσα, ανάμεσα στους πελώριους γρανιτένιους βράχους της περιοχής, έχει επάνω χαραγμένα τα γράμματα:

Πίετε ύδωρ διαυγές

και νεκταρώδες νάμα

την δίψαν κατασβέσατε

τους  ρύπους  πλύνατ’ άμα.

του Ιωάννου εύξασθε

του γόνου του Φωτίου

να ανταμείψη ο Θεός

τον ζήλον ως αιτίου

την μνήμην του ληρήσατε

ως τε πατρίδος φίλου

και εις τα καλά συντρέχετε

και σεις μετ’ ίσου ζήλου

Εν Κουτάλει 1847, Οκτωβρίου 20.

Δεξιότερα και λίγο πιο πάνω από τη βρύσι, ένας από τους Τούρκους που μας ακολουθούν μας δείχνει το μέρος που βρήκαν προ ετών τα χρυσά νομίσματα, που, όπως λέγεται, είχε κρύψει  εκεί  ο αρχιληστής Κριμάνης κατά το 1920, λίγο καιρό πριν σκοτωθεί στον Μαρμαρά από τον Απτουλλάχ Κιαζήμ.

Στην  επιστροφή  μας  από  τον  Αη-Γιώργη,  ανεβαίνουμε στον Προφήτη Ηλία, το υψηλότερο σημείο του μοναδικού βουνού, που έχει η μικρή Κούταλι. Από το ύψος του έχουμε από τη μια πλευρά μας απλωμένη, σαν ένα τεράστιο καθρέφτη, την Προποντίδα, που  αντικατοπτρίζει  στη γαλάζια της επιφάνεια τις χρυσαφένιες αχτίνες του ήλιου, και από  την  άλλη  τον Μαρμαρά και την Αφουσιά,  πανεύμορφες αρχοντοπούλες, στολισμένες με την πιο ωραία ανοιξιάτικη στολή τους. Μπροστά μας οι πλαγιές του βουνού, που στεκόμαστε, κατηφορίζουν μέχρι τη θάλασσα, καταπράσινες, λουλουδοστολισμένες.

Η γραφική εκκλησιά του Προφήτη Ηλία, που τόσο πολύ αγαπούσαν οι Κουταλιανοί, μάς δέχεται στον ιερό χώρο της σωριασμένη σε πέτρες και χώματα. Στεκόμαστε για λίγο μπροστά στο ιερό της , ψέλνουμε (για πρώτη φορά ύστερα από 30 χρόνια) μερικά τροπάρια της Αναστάσεως, και ξαναπαίρνουμε το δρόμο του γυρισμού στο χωριό.

Κατά την επιστροφή μας βρίσκουμε στα ερείπια του καφενείου του Δαμιανού μια ταφόπετρα  με  σκαλισμένα  επάνω  της: ένα σταυρό, πλαισιωμένο από ένα στεφάνι δεμένο στο κάτω μέρος του με κορδέλλες, και από κάτω τα γράμματα:

ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ

Θεόδωρος Λαμπαδάριος

εκ Μαρμαρά

Γεννηθείς

την 17 Ιανουαρίου 1848

και αποθανών

την 4 Απριλίου 1885

εν Κουτάλει

εγκαταλειπών δε νεαράν

σύζυγον και οκτώ ανήλικα τέκνα

ΓΑΙΑΝ ΕΧΕΤΩ ΕΛΑΦΡΑΝ

Συνεχίζουμε τον περίπατό μας ανάμεσα στα τραγικά χαλάσματα της Κούταλης και φθάνουμε στην Παναγία Φανερωμένη, που είναι κι αυτή σωριασμένη σ’ένα άμορφο όγκο από πέτρες και χώματα. Από την όμορφη εκκλησιά δεν σώζονται παρά μόνο μερικά κουμάτια  από τους τοίχους της και ένα μέρος από το καμπαναριό της. Προχωρούμε προς τα «σαράγια» και βλέπουμε πως κι εδώ δεν έγινε καμιά εξαίρεση απ’την καταστροφή. Απ’ τις λαμπρές οικοδομές που στόλιζαν την ανατολική πλευρά της παραλίας της Κούταλης σώζονται  σήμερα μόνο του Μηνάκου Μαυρικίου, του Θόδωρου Ζαχάρωφ, του Παρισιάνου, του Θόδωρου Λαμπαδάριου, του Θόδωρου Βλαστού και του Μούχαλου. Στο κέντρο του χωριού και τη δυτική πλευρά του-«από κει κάτ΄»- σώζονται τα σπίτια: του Κώτσου του κυρ Αυγουστή, του Δημητράκη του Καραντάνη, του Κων



σταντίνου Κλώνη, του Παντελή του Βαλάση, του Κώτσου του Βασιλάρου ο φούρνος, του παππού του Μαστρογιάννη του Κονιόρδου, του Γαβριλάκη του Κοκκάλα, του Γιώργου Καρακίτσου, του Λογοθέτη Κομνιανού (Φώτα), του Αναγνώστη Ναούμ, του Γζαννή Ζαχαράκη, του Φωτάκη (Τσιφούτη), του Αρχιμήδη Θεοχαράκη, του Νικολάκη Ζαριφάκη (της Θυμίας), η καφεταρία του Νικολάκη Κωπέλη και το σπίτι του Γιάννη Καϊρη. Εκτός απ’ τα σπίτια που αναφέραμε παραπάνω (22 τον αριθμό) στην Κούταλη υπάρχουν σήμερα και μερικά άλλα που έκτισαν οι  Τούρκοι  με  τα άφθονα υλικά των κατεστραμμένων σπιτιών. Μαζί μ’αυτά η Κούταλη έχει σήμερα 36 σπίτια, στα οποία στεγάζονται ισάριθμες οικογένειες, με συνολικό αριθμό κατοίκων 160 άτομα.

Οι σημερινοί κάτοικοι της Κούταλης ασχολούνται με την γεωργία και την αλιεία, είναι δε άνθρωποι φιλήσυχοι και πολύ φιλόξενοι. Αν και είχαμε κάνει από τον Μαρμαρά τις σχετικές  προμήθειές  μας  για  το μεσημεριανό φαγητό μας, μας προσέφεραν από τα σπίτια τους τυρί, γιαούρτι και αυγά, δηλαδή ό,τι εκλεκτό είχαν στο φτωχικό τους. Στο πλούσιο τραπέζι μας την πρώτη θέσι είχαν 7 αστακοί που τους …πιάσαμε μόνοι μας σε μια απόστασι 50 μέτρων από το κατάγιαλο. Τους διαλέξαμε ανάμεσα σε εκατό που είχε δεμένους  σ’ένα  σχοινί ο Τούρκος ψαράς Ισμαήλ Τουτουτζή και φουνταρισμένους εκεί σε μια σημαντούρα για να διατηρούνται ζωντανοί μέχρις ότου πωληθούν.

Ένας εκλεκτός όμως μεζές θέλει και καλό κρασί και αφού δεν υπήρχε στην Κούταλι, αποφασίσαμε να πάμε μετά το φαγητό να το πιούμε στην Αφυσιά…

 

Υ.Γ στη φωτογραφία ένα από τα εξώφυλλα της εφημερίδας. Στην φωτογραφία που υπάρχει στο εξώφυλλο απεικονίζεται η Κούταλη. Στη λεζάντα γράφει: Γενάρης στην Πατρίδα. Η Κούταλις χιονισμένη κατά την προ του εκπατρισμού εποχήν.

 

Σας έφερα Αγιασμό από την Παναγία του Βεφά…


Σας  έφερα  Αγιασμό  από  την  Παναγία  του  Βεφά…

«Στο Προσκύνημα αυτό  πηγαίναμε σχεδόν κάθε μήνα. Πρωταρχικό, όμως,  έθιμο ήταν η πρώτη του Γενάρη. Ξεκινούσαμε πριν χαράξει, πριν η τότε κινητή γέφυρα να ανοίξει, περνούσαμε και παίρναμε τον Αγιασμό και Αγιάζαμε τα σπίτια μας, μια και λόγω των Θεοφανίων  ο  Γενάρης  είναι   ο μόνος μήνας που στους ναούς δεν τελείται ο καθιερωμένος Αγιασμός του μήνα. Μπαίνοντας  στον  ναό  οι  προσκυνητές  παίρνουν  πρώτα το μεταλλικό κλειδάκι με τον σταυρό στην κεφαλή. Το κλειδάκι αυτό το παίρνουν μαζί  τους και   όταν γίνει το τάμα τους, το φέρνουν ξανά πίσω  μαζί με ό,τι έταξε ο καθένας», αναπολεί η  Κωνσταντινουπολίτισσα, κυρία Όλγα Γρηγοριάδου. 

Σύμφωνα με πληροφορίες που αντλούμε από την ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απέναντι από τη Μονή του Παντοκράτορα βρίσκεται η εκκλησία της Θεοτόκου και το αγίασμα  που είναι γνωστό ως  Βεφά.  Στα  χρόνια  τα  βυζαντινά η συνοικία  ονομαζόταν  «τα  Σωφρακίου»,  άλλαξε,  όμως,  αργότερα  κι  έγινε  Βεφά  Μεϊδάν από  το  όνομα  ενός  ξακουστού  Τούρκου ποιητή, του Seyh Eb ul Vefa. Κατά τα θρυλούμενα, στην πλατεία του Βεφά είναι θαμμένος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας, σε τάφο «αφανή και άσημο», όπως γράφει ο Παπαρρηγόπουλος,  και δίπλα του είναι ο τάφος του Αράπη που τον σκότωσε. «Μ’ έφαγες», ανέκραξε ο Κωνσταντίνος κατά την παράδοση, κι έτσι παρετυμολογείται  η ονομασία: «Μεφά», «Βεφά».

Ο ναός που μετά την άλωση κατεδαφίστηκε, έγινε περιβόλι. Το 1750 αγοράστηκε από κάποιον Ηπειρώτη, έναν από τους χιλιάδες που άφηναν τα κακοτράχαλα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και γύρευαν την τύχη τους στην Πόλη. Η κόρη του, ωστόσο, είδε όνειρο  πως  στο  κτήμα  υπήρχε  αγίασμα  και   ήρθε  κι  αυτή,  για  να  πείσει  τον  πατέρα της  να το γυρέψει.  Μετά  από  ανασκαφές,  το  1755,  ανακαλύφθηκε  η  υπόγεια  στοά  και  η δεξαμενή, καθώς  και  μια  μαρμάρινη  εικόνα  με  χρονολογία  1080. Το αγίασμα, μετά το θάνατο  του Ηπειρώτη  και  της  κόρης  του,  περιήλθε  στους  κληρονόμους  τους και  από  αυτούς  σιγά  σιγά  αγοράστηκε  από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα  Κωνσταντινουπόλεως,  η  οποία  έκανε  πολλές  επισκευές και μεταρρυθμίσεις.  Για  να  φθάσει   κανείς   στη  δεξαμενή  του Αγιάσματος από την εκκλησία, κατεβαίνει 12 σκαλοπάτια.  Λέγεται  πως  εκτός από τα διάφορα τάματα φυλάσσεται  εκεί  και  η  μαρμάρινη  εικόνα,  σπασμένη  πια, μέσα  σε  θήκη  ορειχάλκινη. Το  αγίασμα  που  σώθηκε  δυο  φορές  από  μεγάλες  πυρκαγιές  που  ξέσπασαν  στην περιοχή το 1896 και το 1918 καταστράφηκε τη νύχτα της  6ης Σεπτεμβρίου του 1955. Επισκευάστηκε, όμως,  και  λειτουργεί  μέχρι  και  σήμερα.  Κι εδώ, όπως και στις Βλαχέρνες, μαζί με τους χριστιανούς, κάθε πρωτομηνιά, Τούρκοι άνδρες  και  γυναίκες  περιμένουν  υπομονετικά  να  πάρουν  αγίασμα,  για   να ραντίσουν τα  σπίτια  και  τα μαγαζιά  τους.  Την  παραμονή  της  πρωτοχρονιάς  δε,  η  ουρά  που  σχηματίζεται  φθάνει  τα  χίλια  μέτρα. Δεκάδες  Μουσουλμάνοι,  κυρίως,  γυναίκες,  περιμένουν  υπομονετικά να ανάψουν το κεράκι τους, να προσευχηθούν, να ακουμπήσουν τον πόνο τους και να αιτηθούν  στην  Παναγία  που ενώνει την πίστη όλων των ανθρώπων, όποιο όνομα  κι αν της δίνουν, Παναγία ή Μεριάμ!  Η Παναΐα, εξάλλου, όπως έλεγε και  η Λωξάντρα, δεν αφήνει ποτέ εκείνους που την πιστεύουν. Είναι για τον άνθρωπο ο μεγάλος γιατρός, ο φίλος, ο σύμβουλος!

Πηγή

-Αναμνήσεις Κωνσταντινούπολης

-www.ec-patr.org

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

100 Χρόνια Εθνικής Μνήμης

 1922-2022- 100 Χρόνια Εθνικής Μνήμης

Δεν ξεχνάμε από πού είμαστε και ποιοι θέλουν να ξεχάσουμε…


100 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την κορύφωση της μικρασιατικής καταστροφής κι όμως το 2022 δεν έχει κηρυχτεί από την ελληνική κυβέρνηση ως επετειακό για τα 100 χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή.
 

Η χρονιά που μόλις ξεκίνησε, όπως  αναλύει ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης,  «έχει μια ιδιάζουσα σημασία για την εθνική μας μνήμη, καθώς η μικρασιατική καταστροφή έδωσε ένα τέλος  σε όσα τραγικά άρχισαν με την οργανωμένη παρουσία των εθνικιστών Νεοτούρκων το 1908. Θύματα αυτής της «θύελλας» ήταν οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας που τέθηκαν στο επίκεντρο προσχεδιασμένων εθνικών εκκαθαρίσεων και που  σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έχουν χαρακτηριστεί ως Γενοκτονία.

Αξιοσημείωτο ότι και η Ελλάδα, με απόφαση της Βουλής, έχει θεσπίσει δύο Ημέρες Μνήμης, τη 19η Μαϊου για τον Πόντο και τη 14η Σεπτεμβρίου για τη Μικρά Ασία συλλήβδην. Με τη  14η Σεπτεμβρίου, οπότε και ξεκινά η πυρπόληση της Σμύρνης, ο ελληνισμός έζησε τη μεγαλύτερη τραγωδία που βίωσε ποτέ, καθώς ολοκληρώθηκε η γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών που επίσημα είχε αποφασίσει η κυβέρνηση των Νεοτούρκων το 1911, ενώ παράλληλα σηματοδοτείται το  οριστικό τέλος της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη μετά από 35 αιώνες.   Η 14η Σεπτεμβρίου, όμως, κλείνει και δύο άλλους κύκλους, αυτόν της πολιτισμικής σύγκρουσης που πήρε τη μορφή της σύγκρουσης των εθνών κι εκείνον της εθνικής απελευθέρωσης που είχε ξεκινήσει το 1821, ενώ από την άλλη ορίζει την αρχή της σύστασης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

 

Το 2022, εκατό ολόκληρα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, πορευόμαστε με τις συνέπειες της μεγαλύτερης εθνικής μας τραγωδίας, καθώς τα προβλήματα  που διαρκώς αντιμετωπίζουμε με την Τουρκία οφείλονται σε αυτήν την ήττα και στη διαμόρφωση  της νέας πραγματικότητας που προέκυψε μετά το αναπόφευκτο τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκατό ολόκληρα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το ελληνικό κράτος ακολουθεί την ίδια πιστή στάση· της συγκάλυψης των ευθυνών, της σιωπής και του εκτοπισμού της προσφυγικής μνήμης στο κοινωνικό περιθώριο». Δεν είναι τυχαίο πως το Υπουργείο Πολιτισμού στην επίσημη ιστοσελίδα του επιλέγει την παρακάτω φωτογραφία, για να συνοδεύσει στο πλαίσιο του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» το αφιέρωμα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Την ίδια στιγμή, ευτυχώς, απόγονοι των προσφύγων τρίτης γενιάς, αποδεικνύοντας τη δυναμική τους παρουσία, με πείσμα προσπαθούν να καταστήσουν τη χρονιά αυτή έτος γνώσης, δημιουργίας  και αναστοχασμού. Στις 3 Ιανουαρίου ο Σύνδεσμος Μικρασιατών-Κωνσταντινουπολιτών Χαλανδρίου «Ρίζες» υψώνει στον ιερό βράχο της Ακρόπολης 45 τ.μ πανό με το λογότυπο της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος (Ο.Π.Σ.Ε) για τα 100 χρόνια προσφυγικού ελληνισμού και ξεκινά μια προσπάθεια η σημαία αυτή να κυματίσει οπουδήποτε υπάρχουν Μικρασιάτες πρόσφυγες.

Παράλληλα, η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας έχει ήδη συστήσει ειδική επιτροπή, αποτελούμενη από μέλη της και επιστήμονες με γνώσεις στα θέματα του προσφυγικού ελληνισμού. Στόχος της η επέτειος των εκατό χρόνων από τη μικρασιατική καταστροφή να αποτελέσει αφετηρία για την ανασυγκρότηση του οργανωμένου χώρου των απογόνων των προσφύγων αλλά και για την εδραίωση ενός παμπροσφυγικού κινήματος που θα εμπεριέχει όλες τις ομάδες που έφτασαν στον ελλαδικό χώρο (Πόντιοι, Ίωνες, Βιθύνιοι, Καππαδόκες, Πισίδιοι, Ανατολικοθρακιώτες). Παράλληλα, μεταξύ των στόχων ορίστηκε η διεκδίκηση ζητημάτων σε εκκρεμότητα, όπως η ανταλλάξιμη περιουσία, και αιτημάτων, όπως η δημιουργία μεγάλων εθνικών μουσείων, αφιερωμένων στον ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής, στην πρωτεύουσα και τη συμπρωτεύουσα. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που προγραμματίζονται προβλέπεται η διοργάνωση τριών επιστημονικών συνεδρίων, το Μάιο με θέμα: «Το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου και η εντολή της Ελλάδας για το Σαντζάκιο της Σμύρνης. Διπλωματικό και ιστορικό πλαίσιο», το Σεπτέμβριο με θέμα: «Από τις 19 Μαΐου 1919 στις 14 Σεπτεμβρίου 1922: Η Μικρασιατική εκστρατεία ως συμμαχική επιχείρηση και η ελληνική ήττα του Αυγούστου του 1922. Ιστορικό πλαίσιο και επιπτώσεις της καταστροφής» και το Νοέμβριο με θέμα: «Οι πρόσφυγες ως δυναμικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης του Μεσοπολέμου».

 

100 χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή τα αίτια παραμένουν συγκεχυμένα στο μυαλό των περισσοτέρων από εμάς εξαιτίας των μύθων που κάθε πολιτική πλευρά θέλησε να προβάλλει. Είχε ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα η μικρασιατική εκστρατεία; Ήταν «εθνικοαπελευθερωτικός» ο πόλεμος του Κεμάλ; Υπήρξε, πράγματι, λανθασμένη η απόφαση του Βενιζέλου να προκηρύξει τις εκλογές του 1920; Ο μακροχρόνιος πόλεμος και κατ’επέκταση η κούραση του ελληνικού στρατού συνέβαλε σημαντικά στην ήττα; Θα μπορούσε  η Ελλάδα να διατηρήσει την περιοχή της Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης,  αν έπαιρνε την απόφαση  να περιοριστεί σε όσα της πρόσφερε η συνθήκη των Σεβρών ή, όπως υποστήριξε ο μετέπειτα δικτάτορας  Ιωάννης Μεταξάς, επρόκειτο για μία ανέφικτη άποψη;

Τη χρονιά αυτή μέσα από τις σελίδες του «Ντελάλη» θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα και να αναδείξουμε τι από αυτά αποτελεί μύθο. Τη χρονιά αυτή θα προσπαθήσουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές όσο πιο δυνατή τη φλόγα της Μνήμης…

Πηγές

-Αγτζίδης Β. 100 Χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή και η προβληματική μας εθνική μνήμη

-Αγτζίδης B., Λαμπρόπουλος A. Μικρασιατική καταστροφή. Τα ίδια λάθη;

-100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή: Οι προκλήσεις, οι στόχοι, οι εκδηλώσεις, pontosnews.gr

-Ρίζες (Σύνδεσμος Μικρασιατών Κωνσταντινουπολιτών Χαλανδρίου)

-www.facebook.com/Marianna.Mastrostamati

-www.culture.gov.gr

............................................................................................................................................


1922-2022- 100 Χρόνια Εθνικής Μνήμης

Δεν ξεχνάμε από πού είμαστε και ποιοι θέλουν να ξεχάσουμε…

100 χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή τα αίτια παραμένουν συγκεχυμένα στο μυαλό των περισσοτέρων από εμάς εξαιτίας των μύθων που κάθε πολιτική πλευρά θέλησε να προβάλλει.

Στο ακόλουθο άρθρο θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα –μύθους των γεγονότων που σχετίζονται με τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή.

·         Είχε ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα η μικρασιατική εκστρατεία;

Σύμφωνα με το γενικό διευθυντή του εθνικού ιδρύματος ερευνών και μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος», κο Νικόλαο Παπαδάκη, «όσοι αναφέρονται σε τυχοδιωκτική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου και σε μια ιμπεριαλιστική επέμβαση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία υποτιμούν την ανάγκη προστασίας και σωτηρίας των χιλιάδων Ελλήνων που ζούσαν στην περιοχή.

Αξιοσημείωτο ότι από το 1909 μεθοδεύεται η εξόντωση  ενάμιση εκατομμυρίου Ελλήνων, κατάσταση την οποία δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α΄παγκόσμιος. Η ελληνική, λοιπόν,  κυβέρνηση είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο πρακτικές, είτε να παρακολουθεί παθητικά την εκδίωξη των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και τη βίαιη εξόντωση όσων εξακολουθούσαν να ζουν στα τουρκικά εδάφη, είτε να αναλάβει δράση για την προστασία και την ειρηνική τους διαβίωση προτείνοντας τη δημιουργία αυτόνομου κράτους που θα αγκάλιαζε όλη τη δυτική Ανατολία. 

Ευνόητο είναι πως ο Βενιζέλος επέλεξε το δεύτερο, κινούμενος στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, γι’αυτό και ενώπιον του ανώτατου συμμαχικού συμβουλίου επικαλέστηκε το άρθρο 7 της ανακωχής του Μούδρου, σύμφωνα με το οποίο οι σύμμαχοι είχαν το δικαίωμα να καταλάβουν τη Σμύρνη. Οι ελληνικές διεκδικήσεις, όπως τις παρουσίασε στο υπόμνημά του προς το ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο τον Ιανουάριο του 1919, θεμελιώνονταν στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και πληρούσαν δύο δομικά στοιχεία. Το πρώτο αφορούσε το ιστορικό, καθώς τα προς διεκδίκηση εδάφη αποτελούσαν αρχέγονη ελληνική εστία, και το δεύτερο το πληθυσμιακό-εθνολογικό, αφού ο ελληνικός πληθυσμός υπερτερούσε στα εδάφη αυτά.  Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα διεκδικούσε τη Βόρειο Ήπειρο, τη Θράκη (ανατολική και δυτική), τη δυτική Μικρά Ασία, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, ενώ γινόταν αναφορά και στην Κωνσταντινούπολη προτείνοντας τη δημιουργία ενός διεθνούς κράτους υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών. Η πολιτική του είχε ως πρώτιστο στόχο τη σωτηρία χιλιάδων ανθρώπων –οι διωγμοί που είχαν προηγηθεί είχαν εξοντώσει ή καταστήσει πρόσφυγες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης- την προστασία των περιουσιών τους και την ελεύθερη ανάπτυξη των λαών που ζούσαν στα τουρκικά εδάφη. Άξιο αναφοράς πως με στοιχεία που είχε παραθέσει ο τότε πρωθυπουργός οι Τούρκοι είχαν εξοντώσει 700.000 Αρμένιους και 300.000 Έλληνες, ενώ είχαν εκδιώξει ή απελάσει 400.000 Έλληνες.

Λίγα 24ωρα πριν από την απόβαση στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, ο Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη της συμμαχικής ηγεσίας στα σχέδιά του. Μάλιστα, όπως υποστήριξε ο Τσόρτσιλ «δικαιολογημένα μπορούσε να επικαλείται το γεγονός ότι πήγαινε στη Σμύρνη ως εντολοδόχος των τεσσάρων μεγαλύτερων δυνάμεων». Εξάλλου, οι σύμμαχοι, μέσα από την παρουσία του ελληνικού στρατού στην περιοχή της Σμύρνης, θεωρούσαν πως θα μπορούσαν να ελέγξουν την επιρροή των Ιταλών αλλά και την ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος. Στις 2/15 Μαΐου 1919 ελληνικά στρατιωτικά αγήματα αποβιβάζονται στη Σμύρνη τυγχάνοντας ενθουσιώδους υποδοχής από τον ελληνικό πληθυσμό. Σύντομα η ελληνική διοίκηση επεκτείνεται σχεδόν σε όλη την περιοχή του Αϊδινίου, ενώ λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου του 1920 με τη συνθήκη των Σεβρών, υπογράφεται το τέλος της παλιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας και ο περιορισμός της Τουρκίας στην κεντρική και βόρεια Ανατολία.

Στα παραπάνω είναι σημαντικό να επισημανθεί πως η Σμύρνη τότε ήταν το σπουδαιότερο λιμάνι της Μικράς Ασίας στο Αιγαίο. Πόλη που ακτινοβολούσε πολιτισμό και οικονομική ακμή. Το ελληνικό στοιχείο πλειοψηφούσε συντριπτικά: 550.000 Έλληνες, 300.000 Τούρκοι, 20.000 Αρμένιοι και λιγότεροι από άλλες εθνικότητες».

Χαρακτηριστικό των τουρκικών μεθοδεύσεων είναι το παράδειγμα που ακολουθήθηκε στον Πόντο με παρεμβάσεις στη δικαστική δικαιοδοσία της εκκλησίας, την καταπάτηση ελληνικών ιδιοκτησιών, την άσκηση ισχυρών πιέσεων για συμμετοχή σε διαδηλώσεις κατά της Ελλάδας, την απαγόρευση για σύσταση εθνικών συλλόγων, την εκλογική νοθεία με αποτέλεσμα σε  ολόκληρο τον Πόντο στις εκλογές του 1908 να εκλεγεί μόνο ένας Έλληνας βουλευτής, τον εμπορικό αποκλεισμό, την καθιέρωση υποχρεωτικής στράτευσης που χρησιμοποιήθηκε ως ένα ακόμη μέσο αποδυνάμωσης των χριστιανικών πληθυσμών, γιατί η θητεία γινόταν κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, όπως σκληρές τιμωρίες, κακουχίες, προπηλακισμούς και αδυναμία ελεύθερης άσκησης της λατρείας.

Έτσι, ο Βενιζέλος, στις 5 Οκτωβρίου 1920, θα συντάξει και θα στείλει προς το Λόιδ Τζώρτζ ένα δεύτερο τολμηρό υπόμνημα, δεδομένης της ανάπτυξης του κεμαλικού κινήματος, ζητώντας τη λήψη από κοινού στρατιωτικών μέτρων, αλλά και την οριστική εκδίωξη των Τούρκων από την Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης και τη σύσταση ενός νέου κράτους στον Πόντο από τους Έλληνες γηγενείς, όπου θα επέστρεφαν και όσοι είχαν εκδιωχθεί και εγκατασταθεί στη νότια Ρωσία (η καθιέρωση υποχρεωτικής στράτευσης οδήγησε σε μεγάλο κύμα μετανάστευσης κυρίως προς τη Ρωσία το 1911). Ο Πόντος θα περιλάμβανε το βιλαέτι της Τραπεζούντας, καθώς και αυτά της Σινώπης, της Αμάσειας, της Τοκάτης και του Καραχισάρ. Με το εν λόγω υπόμνημα ο Βενιζέλος επεδίωκε να μεταφέρει το βάρος της εφαρμογής της συνθήκης των Σεβρών από την Ελλάδα στους συμμάχους, ενώ ,όπως εκτιμά ο ιστορικός και ακαδημαϊκός Κων. Σβολόπουλος, «μοιραία πλέον διαφαινόταν η πιθανότητα να υιοθετηθούν, κατά βάση, οι ριζοσπαστικές θέσεις του Ελ. Βενιζέλου».

Το αποτέλεσμα, ωστόσο, των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920 και η επιστροφή των φιλογερμανών στην εξουσία δίνουν στην πρότερη συμμαχική προσπάθεια για τη διαμόρφωση ενός μεταοθωμανικού κόσμου το χαρακτήρα ενός αποκλειστικά ελληνοτουρκικού πολέμου.

·         Ήταν απελευθερωτικός ο πόλεμος του Κεμάλ;

Στο ερώτημα αυτό θα παραθέσουμε την απάντηση που δίνει ο Τούρκος κοινωνικός επιστήμονας και προοδευτικός διανοούμενος Attila Tuygan ο οποίος αναφέρει τα εξής: «Ο ισχυρισμός ότι ο τουρκικός εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δε θεμελιώνεται από πουθενά. Αντίθετα, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Taner Akcman, ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος «δεν δόθηκε κατά των εισβολέων αλλά κατά των μειονοτήτων». Τα Σωματεία Άμυνας-Δικαίου (Mudafai Hukut), που υπήρξαν η ατμομηχανή του «εθνικού αγώνα», ιδρύθηκαν καθαρά κατά της απειλής των Ρωμιών και των Αρμενίων. Στα πρώτα αυτά σωματεία που ιδρύθηκαν μετά από την ανακωχή του Μούδρου, τα τρία ήταν κατά των Αρμενίων και τα δύο κατά των Ρωμιών. Εξάλλου, ο Μουσταφά Κεμάλ, τον Ιούλιο του 1919, όταν έστειλε την παραίτησή του από τη θέση του αξιωματικού στο σουλτάνο τόνιζε ανοιχτά τα εξής: «Η στρατιωτική μου ιδιότητα άρχισε να γίνεται εμπόδιο στον εθνικό αγώνα που ξεκινήσαμε για να σώσουμε την ιερή πατρίδα και το έθνος απ΄τη διάσπαση και να μη θυσιάσουμε την πατρίδα στις επιδιώξεις των Ελλήνων και των Αρμενίων».

 

Πηγές

https://kars1918.wordpress.com/

https://www.mixanitouxronou.gr/itan-imperialistiki-i-epemvasi-tis-elladas-sti-mikra-asia/

http://www.venizelos-foundation.gr/images/content/content/venizelos_gymnasium.pdf

Φιλιππίδου, Ανθούλα (2014, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών), Το κίνημα των Νεοτούρκων και οι επιπτώσεις του στις ελληνικές κοινότητες της οθωμανικής αυτοκρατορίας (1908-1922)

...........................................................................................................................................

1922-2022- 100 Χρόνια Εθνικής Μνήμης

Δεν ξεχνάμε από πού είμαστε και ποιοι θέλουν να ξεχάσουμε…

Ολοκληρώνοντας το αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή, στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε  μια άλλη σημαντική παράμετρο, αυτήν της ανταλλαγής των πληθυσμών και  της ανταλλάξιμης περιουσίας.

Όπως είναι γνωστό, με τη σύμβαση που υπογράφτηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία στις 30 Ιανουαρίου 1923, ορίζεται η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών και ρυθμίζονται θέματα αναφορικά με την ανταλλακτική διαδικασία. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της σύμβασης, «μετανάστες» (ανταλλάξιμοι) θεωρούνται όσοι Έλληνες ή Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν την Τουρκία ή την Ελλάδα αντίστοιχα από τις 18 Οκτωβρίου 1912, αλλά και όσοι Έλληνες ή Τούρκοι παρέμεναν στην Τουρκία ή στην Ελλάδα μέχρι την ημερομηνία της Σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 2, της ανταλλαγής εξαιρούνταν οι Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι στην περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινούπολης πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918 και οι Μουσουλμάνοι που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή ανατολικά της μεθορίου που καθορίστηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, δηλαδή ανατολικά του Νέστου, πριν από την παραπάνω χρονολογία.

Εξετάζοντας το θέμα των ανταλλάξιμων Ελλήνων μπορεί με βεβαιότητα να υποστηριχτεί ότι η τακτική που ακολούθησαν οι τουρκικές αρχές απέναντί τους απέβλεπε περισσότερο στην εξόντωσή τους παρά σε μια οργανωμένη προσπάθεια μεταφοράς τους, όπως τουλάχιστον συνέβη από την ελληνική πλευρά προς τους Τούρκους ανταλλάξιμους. Ειδικότερα, ενώ η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών (Μ.Ε.Α.Π) καθόριζε πως η ανταλλαγή θα ξεκινούσε την 1η Μαΐου 1924, Έλληνες από την Τραπεζούντα και άλλες περιοχές του Πόντου αναγκάζονται βίαια να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους 3 μήνες νωρίτερα και να επιβιβαστούν σε πλοία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη καλύπτοντας οι ίδιοι τα έξοδα της μεταφοράς. Αξιοσημείωτο ότι, σε έγγραφα της Ελληνικής Αποστολής Περίθαλψης Προσφύγων προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών το Φεβρουάριο του 1923, υπογραμμίζεται πως ορισμένοι καταστηματάρχες στην Τραπεζούντα δεν προλαβαίνουν καν να κλείσουν τα μαγαζιά τους και να ειδοποιήσουν τις οικογένειές τους. Μάλιστα, 36.360 Έλληνες και 15.765 Αρμένιοι είχαν οδηγηθεί και εγκαταλειφθεί  χωρίς καμιά βοήθεια σε πόλεις του Πόντου και της Μικράς Ασίας, ενώ ακόμη κι όσοι ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη, για να επισκεφτούν συγγενικά τους πρόσωπα, συλλαμβάνονταν και κλείνονταν στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σελιμιέ και Αγίου Στεφάνου, που μαστίζονταν από τον τύφο και τη χολέρα, αποδεικνύοντας περίτρανα πως στόχος ήταν η εξόντωση των ανταλλάξιμων από τις μεταδοτικές ασθένειες.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα των πρακτικών που ακολούθησε η τουρκική πλευρά, αντίθετα από όσα υποδείκνυε η σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών και περιουσιών, είναι αυτό που αφορά τις κατασχέσεις ελληνικών περιουσιών στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και της κατάσχεσης από το τουρκικό δημόσιο όλων των κιβωτίων θησαυροφυλακίου και όλων των καταθέσεων που υπήρχαν στις ελληνικές και τουρκικές τράπεζες. Αξίζει να επισημανθεί πως η παραπάνω πληροφορία τεκμηριώνεται από έγγραφα της Τράπεζας Αθηνών προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών.

Το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος όσων κρίθηκαν ανταλλάξιμοι έχουν φτάσει στην Ελλάδα πριν ακόμα από την υπογραφή της σύμβασης περί ανταλλαγής επιβεβαιώνει τις δυσμενείς συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η υποδοχή και εγκατάσταση των προσφύγων, καθώς δεν υπήρχε κάποια οργάνωση ή σχεδιασμός. Όταν υπογράφεται η σύμβαση της ανταλλαγής, η Ελλάδα καλείται να αναγνωρίσει απλά μια κατάσταση, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των ανταλλάξιμων, ακολουθώντας τα προσφυγικά ρεύματα μετά το βίαιο ξεριζωμό,  βρίσκονταν ήδη στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου και στο Καραμπουρνάκι στη Θεσσαλονίκη ή σε κάποιο προσφυγικό καταυλισμό με σκηνές και παράγκες, σε αποθήκες, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια. Για την Ελλάδα  η σύμβαση της ανταλλαγής κάλυπτε τους 1.150.000 ανταλλάξιμους που πέρασαν στην Ελλάδα από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι το Μάρτιο του 1923 και τους υπόλοιπους, περίπου 150.000, που βρίσκονταν στις περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας και πρόκειται να φτάσουν.

Αναφορικά με την ανταλλάξιμη περιουσία στο άρθρο 14 της Σύμβασης περί ανταλλαγής Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών αναφέρεται ότι: «Η Επιτροπή θέλει παραδώσει εις τον ενδιαφερόμενον ιδιοκτήτην δήλωσιν αναγράφουσαν το εις αυτόν οφειλόμενον ποσόν εκ της στερήσεως της περιουσίας του, ήτις περιουσία θέλει παραμείνη εις την διάθεσιν της Κυβερνήσεως επί του εδάφους της οποίας αύτη κείται. Τα επί τη βάσει των ειρημένων δηλώσεων οφειλόμενα ποσά θ’αποτελέσωσιν οφειλήν της Κυβερνήσεως της χώρας, εις ην θα ενεργηθή η εκκαθάρισις, έναντι της Κυβερνήσεως της χώρας εις ην ανήκει ο μετανάστης. Ούτος δικαιούται κατ’αρχήν να λάβη εν τη χώρα, ένθα μεταναστεύει και δια τα ποσά άτινα τω οφείλονται, περιουσίαν ίσης αξίας και της αυτής φύσεως οία η παρ’ αυτού εγκαταλειφθείσα».

Είναι πράγματι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι, ενώ η περιουσία που εγκαταλείφθηκε από τους ανταλλάξιμους Τούρκους άγγιζε μόλις το 1/10 των περιουσιών που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι Έλληνες, ο Βενιζέλος, με τη Συμφωνία της Άγκυρας στις 10 Ιουνίου 1930, υπογράφει την εξίσωση των περιουσιών που εγκατέλειψαν οι Έλληνες στη Μικρά Ασία με τις περιουσίες που έχουν εγκαταλειφθεί από τους μουσουλμάνους στην Ελλάδα, ακολουθώντας μια εξωφρενική πολιτική συμφιλίωσης και προκαλώντας, όπως ήταν εύλογο, την αντίδραση και τη δυσαρέσκεια των προσφύγων. Η ακίνητη, δηλαδή, περιουσία των 350.000 ανταλλάξιμων μουσουλμάνων (υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε 12,5 δις δραχμές) εξισώθηκε με την ακίνητη περιουσία των περισσότερο από 2 εκατομμύρια Ελλήνων που κατοικούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία πριν ξεκινήσουν οι μεγάλοι διωγμοί (υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε 100 δις δραχμές). Πιο συγκεκριμένα, με τη συμφωνία αυτή αποφασίζεται ότι οι περιουσίες των πληθυσμών που ανταλλάγησαν θα περνούσαν στην κυριότητα κάθε κράτους αντίστοιχα με στόχο την εκποίησή της και τη διάθεση των χρημάτων για την αποζημίωση και αποκατάσταση των προσφύγων.

Η διαχείριση της Ανταλλάξιμης Περιουσίας ανατέθηκε αρχικά στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ). Από το 1939 το έργο αυτό (νόμος 1909/1939) ανατέθηκε στην «Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ανταλλάξιμων Μουσουλμανικών Κτημάτων» (ΥΔΑΜΚ), η οποία υπάχθηκε στη Γενική Διεύθυνση Δημόσιου Λογιστικού του υπουργείου Οικονομικών. Με το νόμο 2280/1949 προσφυγική ιδιότητα -και κατά συνέπεια δικαίωμα αποζημίωσης από την Ανταλλάξιμη Περιουσία- αναγνωρίστηκε μόνο σε όσους Έλληνες από τη Ρωσία έφτασαν στην Ελλάδα έως  το τέλος του 1937. Έτσι όσοι απ΄ τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής είχαν εγκλωβιστεί στη Σοβιετική Ένωση και δεν είχαν μπορέσει να φτάσουν στην Ελλάδα «εγκαίρως» δεν αποζημιώθηκαν ποτέ κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης.

Στη συνέχεια, η διαχείριση της Ανταλλάξιμης Περιουσίας θα ανατεθεί με το νόμο του 1957 στο Ταμείο Ανταλλαξίμου Περιουσίας Αστών Προσφύγων (ΤΑΠΑΠ). Μετά τη κατάργηση του ΤΑΠΑΠ απ’ τη κυβέρνηση Σημίτη, η «ανταλλάξιμη περιουσία» πέρασε στις ευθύνες της Κτηματικής Εταιρείας Δημοσίου (ΚΕΔ). Αρμόδιο πλέον από πλευράς υπουργείου Οικονομικών έγινε το Τμήμα Ανταλλαξίμων Κτημάτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας.

Τα έσοδα του ΤΑΠΑΠ προέρχονταν αποκλειστικά από την εκποίηση των ανταλλάξιμων κτημάτων με βάση συγκεκριμένες οδηγίες του υπουργείου Οικονομικών προς τα γραφεία Παρακαταθηκών που έδρευαν στις διάφορες ΔΟΥ. Τη στιγμή της διάλυσης του ΤΑΠΑΠ (Νοέμβριος 1998) στον ειδικό του λογαριασμό υπήρχαν 7,5 δις δραχμές. Έκτοτε τα έσοδα από τη εκποίηση της Ανταλλάξιμης περιουσίας εισπράττονται υπέρ του δημοσίου στον κωδικό αριθμό εσόδων 3827.

Με το νόμο 2967/1954 το ελληνικό κράτος θεσμοθέτησε την παραχώρηση Ανταλλάξιμων Κτημάτων για ανέγερση σχολείων και εκκλησιών χωρίς να προβλέπει την επίσης δωρεάν παραχώρηση σε προσφυγικά σωματεία. Επίσης με τον χουντικό νόμο 547/1970 αποφασίστηκε η απόδοση ανταλλάξιμων κτημάτων σε δήμους και κοινότητες χωρίς να διασφαλίζεται πρώτα η αποκατάσταση όλων των προσφύγων της συγκεκριμένης περιοχής. Έτσι, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αποκατάστασης του συνόλου των προσφύγων, ξεκίνησε η απόδοση προσφυγικής περιουσίας σε φορείς με μόνο κριτήριο τη βούληση της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Μάλιστα, με το νόμο 1644/1986 επιτράπηκε σε γηγενείς καταπατητές Ανταλλάξιμων Κτημάτων να αποκτήσουν κυριότητα έναντι ευτελούς αντιτίμου.

Παρόλες  τις αυθαίρετες πράξεις παραχώρησης Ανταλλάξιμης Περιουσίας ή εκποίησης με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους σε καταπατητές, το υπουργείο Οικονομικών τυπικά διακήρυττε την συμμόρφωσή του προς τους διεθνείς κανόνες που επέβαλλαν στην Ελλάδα την αποκλειστική χρήση για την προσφυγική αποκατάσταση. Έτσι, σε απόφαση του υπουργείου Οικονομικών του 1997, αναγράφεται: «Σε ότι αφορά την Ανταλλάξιμη Περιουσία, σας υπενθυμίζουμε ότι ο μοναδικός σκοπός της είναι να ρευστοποιηθεί και από το προϊόν να αποκατασταθούν οι αναποκατάστατοι αστοί πρόσφυγες, όπως προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία περί Ανταλλάξιμης Περιουσίας και τις διεθνείς συνθήκες Λωζάνης και Άγκυρας».

Στο πλαίσιο δε της μνημονιακής πολιτικής, η περιουσία που προοριζόταν για την αποζημίωση και αποκατάσταση των προσφύγων είχε δεσμευτεί από τους δανειστές, τις χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, όπως επισημαίνεται στο άρθρο 4 παράγ. 2 της από 8.5.2010 Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης. Κι όλα αυτά χωρίς φυσικά να είναι ξεκάθαρο αν το ελληνικό δημόσιο είχε το δικαίωμα να υποθηκεύσει την περιουσία των προσφύγων η οποία καλύπτεται από μια πολύ ισχυρή διεθνή συνθήκη (Λωζάνη, 1923) και για την οποία προβλέπονται συγκεκριμένες χρήσεις.

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Αγτζίδης, Β. Η Ανταλλάξιμη περιουσία στο δρόμο της τελικής εκποίησης, https://kars1918.wordpress.com/2011/03/31/refugee-property/

Πελαγίδης Σ. (1989). Μέτρα και αντίμετρα μετά την ελληνοτουρκική Σύμβαση της Ανταλλαγής. Μακεδονικά, 27(1),121–143. https://doi.org/10.12681/makedonika.95

https://geetha.mil.gr/wp-content/uploads/2019/10/3-SYNTHIKI-EIRHNHS-LWZANIS.pdf

https://www.eleftheria.gr/