Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Μαρτυρίες Προσφύγων









Ευγενία Κατιδάκη- Βαλλή 26/10/08

Η θεία Η Γερμανού, του παππού του Φώτη η αδερφή ανειρεύτηκε - κι είχανε πολύ ωραίο κήπο...αυλή, τριανταφυλλιές..- βλέπει ένα παλικάρι και της λέει:θα πας σε 'κείνο το δέντρο, λέει, στη ροδακινιά, που είναι η τριανταφυλλιά η μεγάλη, από κάτω είναι ένα κιούπι γεμάτο Κωνσταντίνου και Ελένης, κωνσταντινάτα φλουριά, χρυσά. Θα πάρεις και τη Μάρθα κα θα πάτε και οι δύο. Θα πάρετε κι ένα κόκορα, θα τον σφάξετε εκεί κι εγώ φεύγω. Είναι γεμάτο κωνσταντινάτα φλουριά. Η θεία η Γερμανού ........δεν πήρε τη γιαγιά τη Μάρθα, δεν πήρε ούτε κόκορα να σφάξει.......πάει μόνη της, αξία, σκάβει, βγάζει το κιούπι και να είναι μαύρα όλα, καφέ χρώμα. Γιατί; Γιατί δεν πήρε ό,τι της είπε.....Λοιπόν η Αφησιά γέμιζε κωνσταντινάτα φλουριά αλλά όχι χρυσά. Πάρτε, έλεγε η γιαγια μου η Μάρθα, πάρτε, πάρτε, πάρτε, είναιχαλασμένα, δεν είναι χρυσά, γιατί η κουνιάδα μου δεν πήρε κι εμένα που της είπε..ποιος ήταν ο Χριστός ήτανε ο αγιος Φανούριος ήτανε, ποιος ήτανε, δεν με πήρε κι έτσι πάρτε κόσμε.


.......Το ΄21 είμαι γεννημένη εγώ, αλλά ο μπαμπάς μου για να μην καθεται εκεί, ήταν σε ποστάλι της Κωνσταντινούπολης. Κούταλη, Αφησιά, Αρετσού....εκεί τα νησιά και Κωνσταντινούπολη προπαντως πήγαινε....Είμαι αγράμματη εγώ. Τετάρτη Δημοτικού τελείωσα και θα πήγαινα στην Πέμπτη - και πάω δύο μήνες στην Πέμπτη και παθαίνει η μαμά μου ίκτερο, ο μπαμπάς μου στη θεσσαλονίκη, οι ανηψιές μας λείπανε στην Αθήνα τότε, ....και εμείς είμαστε μονάχοι. Τί θα κάναμε;Ποιος θα την κοιτάει τη μαμά; Δεν πήγα σχολείο κι έμεινα στραβή, αόμματη είμαι, που βλέπω και περνάω βελόνι στο λεπτο

......Τρίτη φορά την προσφυγιά γνωρισε η ψυχή μου κι η προσφυγιά μου άφησε σημάδι στο κορμί μου. Το βλέπετε αυτό; Το βλέπετε;Λέτε και είναι χειρουργική επέμβαση. Δεν είναι. Μες στο βαπόρι το έπαθα το καημένο. Ο Μπέης.....είχε σκυλάι αυτός, ένα υπέροχο σκυλάκι και φαίνεται είχε τσιμπούρι το σκυλάκι.....όπως ήμουνα 18 μηνών παιδί, γιατί μας σηκώσανε οι Τούρκοι, πήγαμε στη Σμύρνη 4-5 μήνες , μετά μας ξαναφέρανε στην Αφησιά - από τη μαμά μου τα έχω ακούσει - εγώ ήμουνα 18 μηνών. Λοιπόν ήρθαμε Αγίου Δημητρίου στο Λαύριο. Αλλά πρωτίστως 5 ημέρες, ξυνόμουνα μέσα στο καράβι. Λέει η μαμά μου η συγχωρεμένη στη γιαγιά. Καλέ, λέει, γιατί ξύνεται; μήπως πήρε κανένα ζωύφιο όπως τα λεγε η μαμά μου, ψείρα..για να δω και κάει έτσι και βλέπει το τσιμπούρι να είναι όρθιο στο λαιμάκι μου 18 μηνών παιδί. Αυτή δεν ήξερε η καημένη. Το τραβά και μένει μέσα τα πόδια και η μύτη......ήρθα και πρήστηκα το παιδάκι εγώ. και ο μπαμπάς μου ναυτικός πάει και του λέει του καπετάνιου, λέει, καπετάνιε το κοριτσάκι έχει γίνει χάλια. Λέει αν πάθει κάτι, τίποτα, να ξέρεις ότι θα το πετάξουμε στη θάλασσα, γιατί αν πάθει κάτι θα κάνουν το καράβι καραντίνα και δεν θα μπορεί να βγει κανένας άνθρωπος. Τότε η μαμά μου να μπάνια, 40 πυρετό, να το ένα να το άλλο φτάσαμε εν τέλει Αγίου Δημητρίου σήμερα στο Θορυκό κι όπως βγάζουνε, βγαίνουμε όλοι, η θεία η Ειρήνη....είχε από αυτά τα πικραγγουράκια, πικραγγουριά που λένε, και λέει, το σωτήριο του παδιού. Ποιο σωτήριο λέει η μαμά μου; Αυτό το πικραγγουρακι. Βγάζω, λέει, τουλμπάνι μου, έτσι λεγανε΄, ωραία πραγματα με πούλιες, το σκίζει το μισό, το τυλάει, το σπάει και βάζει το πικραγγουράκι εδώ. Αμέσως δηλητηριάστηκε εκείνο, πέθανε, ψόφησε να το πω και να ανοίξει μια οπή τέτοια και να είναι όπως το δαχτυλάκι μου τα πόδια του τσιμπουριού κι έτσι σώθηκα. Ήρθαμε στο Λαύριο.
....εκεί όλος ο πληθυσμός που φύγαμε - πήγαμε στο οπωροπωλείο εδώ, τώρα που έχει ο Πανάγος, εκεί. Αυτό ήτα ως την παλιά αστυνομία ανοιχτά τελείως και βάζανε σανό για τα πρόβατα ο κόσμος εδώ του Λαυρίου και τέτοια....εκεί μέσα , μπαιλντίσαμε, όπως θα λεγε η μαμά μου, δηλαδή περάσαμε βάσανα, πίκρες. Πήγαιναν οι δικοί μας να πιάσουνε δουλειά στη Γαλλική σκάλα και δεν τους επιτρέπανε. Εσείς οι πρόσφυγες δεν έχετε καμιά δουλειά, να πάτε στα μέρη σας. Ποια μέρη μας; Εμάς μπορεί να ήταν μέρη αλλά δεν ήμασταν Τουρκο, που ας αποκαλούσαν Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε ..αυτή είναι Τουρκοσπορίτισσα, αυτός είναι Τουρκοσπορίτης. Είχαμε όμως κάτι παλικάρια, όμορφα, λεβέντικα, Κουταλιανά, Αφησιανά, Αρετσιανά, ωραία παιδιά, άνδρες και μια μέρα κατεβαίναμε κάτω κι ήταν κι ο θείος μας ο Κουταλιανός, δικός μας είναι από τον μπαμπά μου, ο θείος μας ο Κουταλιανός είχε πάρει την αδερφή του μπαμπά μου, κι όπως ερχότανε από την Ελληνική, από τη Γαλλική, μάλλον όχι Γαλλική, από το πλυντήριο μέσα έπαιρνε κάρβουνα πλυμένα να τα δώσει στην Ελληνική. Θύμωσε ο, λέγανε τα παλικάρια τα Κουταλιανά, τα Αφησιανά ότι δεν μας πιάνουνε και μας λένε Τουρκόσπορους, το ένα το άλλο και λεει ο θείος μου ο Κουταλιανός, ΄κάνει έτσι ,τώρα λέει να πάω να σταματήσουν κι αυτά να σταματήσουνε όλα. Και σταματάει τη μηχανή, την ατμομηχανή, το Ελληνάκι - Κουταλιανάκι. Ελληνάκι τη λένε την ατμομηχανή. Το σταμάτησε το Κουταλιανάκι, ο Κουταλιανός. Λοιπόν την άλη μέρα πάνε και τους πιάσανε στη δουλειά. Σου λέει αυτοί οι άνθρωποι είναι από οικογένειες, είναι αυτά, τους πιάσανε στη δουλειά. Ο μπαμπάς μου εργαζότανε στο πλυντήριο όμως, τότε. Δεν είχε πάει με τα καράβια, αφού είχαν έρθει από τη Μικρα Ασία κι ήτανε μουσαφίρης εδώ. Κάθισε περίπου τρία χρόνια εδω και μετά μπαρκάρισε ο μπαμπάς μου, μπαρκάρισε, έφυγε.





....Η μαμά μου είχε τουμπερλέκι και αυτό γινότανε στην Τουρκία. Αλλά έβγαζε και τραγούδια πολύ ωραία. Η εξαδέλφη της ήτα η βαθύπλουτη της Αφησιάς. Είχανε χρυσωρυχείο, αυτά τα νταμάρια. Όλο χρυσό, παιδιά δεν είχανε. Και μια μερα περνούσε ένα Αρμενάκι, ένα πανέμορφο παιδί ,μελαχρινούτσικο, γλυκό παιδάκι και του λέει η Μάρθα μας. Λέει δεν το παίρνουμε Βαγγέλη αυτό το παιδάκι. Εμείς παιδιά δεν έχουμε. Θησαυρό μας έχει δωσει ο θεός, παιδιά δεν έχουμε. Παίρνουνε το παιδάκι. Στο χρόνο επανω μένει έγκυος, 17 χρόνια παντρεμένοι.Πήρανε το Αρμενάκι, το μεγαλώσανε μες στα πλούτη και μέσα στα.......ελευθερώνεται. Αθηνόδωρος ο ένας και ο Νίκος ο άλλος. Αθηνόδωος ο μπαμπάς. Και Νίκος ο άλλος. Το Αρμενάκι δεν ξέρω πώς το λέγανε, πως της διέφυγε της μαμάς μου να μου το πει. Είχε συννεφιά ένα βράδυ, κι είχανε μια πολύ πολυτελέστατη βάρκα από την Κωνσταντινουπολη και πήραν τα παιδιά. Ήταν ο ένας 17, ο άλλος 18...και παίρνει μπουρίνι και πνίγονται τα παιδιά και τα δύο. Κι έρχεται στην Αφησιά η είδηση. Έγινε η Αφησιά, όλοι μαυροφορεθήκανε μ'αυτό το συμβάν που έγινε και βγάζει η μαμά μου ένα τραγούδι:
Μια συννεφιασμένη μέρα και μια σκοτεινή βραδιά, βάρκα γύρισ' άνω κάτω και πνιγήκαν δυο παιδιά. - Η μαμά μου το γραψε αυτό- Ένας ήτανε ο Νίκος, του Αθηνόδωρου ο γιος, τ' άλλο ήταν Αρμενάκι στη μορφάδα ξακουστός. Στο χωριό όσοι το 'μάθαν όλοι λυπηθήκανε ως και τα μικρά παιδάκια μαυροφορεθήκανε.
Κατίνα Βαλλή - Σωτηρίου / 25-1-2009
Η μάνα μου είναι από τη Ραιδεστό, απάνω από τη Θράκη. Θρακιώτισσα ήτανε και ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας, δηλαδή τότε υπηρετούσε τη θητεία του και ήταν χωροφύλακας. Τον είχανε ντυμένο ωραία, σαν αξιωματικός!Εν τω μεταξύ η μάνα μου κατεβήκανε από το χωριό τους, από κει τους διώξανε και κατεβήκανε στο Λαγκαδά, στο Αρακλί. Εκεί τους δώσανε χτήματα, περιουσία, όλα αυτά και ζούσαν εκεί. Αλλά έτυχε ο πατέρας μου να είναι στη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε η μανα μου, έτσι για βόλτα, και ο πατέρας μου σαν την είδε την άρεσε. Λέει, εγώ θα την παντρευτώ τη Διαμάντω. Οι αδελφές της δε θέλανε, ούτε η μάνα της. Της λέει δε θα τον πάρεις. Εγώ, λέει, θα τον πάρω, τον αγαπάω, θα τον πάρω. Θα τον πάρεις, λέει, που θα σε πάει; Παντρεύτηκε στη Σαλονίκη και την παίρνει και πάνε στο παλιό χωριό, στην παλιά Αφησιά. Εκεί έμεινε η μάνα μου πια , έφυγε από τα αδέλφια της. Όταν έγινε ο διωγμός - εγώ γεννήθηκα το 22 εκεί, ο αδελφός μου ο μεγάλος το 18, πιο μπροστά. Έφυγε η μάνα μου, όταν έγινε ο διωγμός, λέει, θα φύγουμε, που θα πάμε; Το καράβι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο, πάρα πολύ, δεν ξέρω πόσα χωριά σήκωσε, Μαρμαρά, όλα αυτά, και θα πάμε λέει, στο Λαύριο. Όταν ήρθαν εδώ και μπήκε το καράβι, άραξε, δεν ήθελε ο πατέρας μου να μείνει, ούτε η μάνα μου. μας παίρνει τα δύο παιδιά και πάμε στη θεσσαλονίκη. Έπιασε εκεί ο πατέρας μου δουλειά και η μάνα μου ήτανε κοντά στο χωριό στο Λαγκαδά, πήγαινε κι ερχότανε. Του λέει, Γιώργο, λεει, θα πάρουμε χτήματα στο χωριό που είναι οι αδελφές μου και θα μείνουμε εδώ. Όχι, λέει, δε θέω, θέλω, λέει, να πάω στο χωριό στη Νέα Αφησιά, όπως πάνε όλοι. Πήγε γραφτηκε, πήγε η μάνα μου ξεγράφτηκε. Είχε εμένα, τον αδελφό μου το μεγάλο κι ύστερα έκανε και τον άλλο το Χρήστο, αυτόν τώρα που χάσαμε. Το μικρό τον έκανε στο χωριό, στη Νέα Αφησιά. Όταν πήγαμε εκεί πήραμε χτήματα, αλλά ήμασταν ξεκάρφωτοι, δηλαδή δεν είχαμε τίποτα άλλο. Δούλευε ο πατέρας μου τελοσπάντων εκεί με τα χωράφια, να θερίσει, να αλωνίσει, σπίτι δεν είχαμε, μας παίρνουν και μας πάνε στο μετόχι. Ήτανε καλογερικό αυτό. Εκεί πήγαινα και σχολείο. Μας δώσανε ύστερα ένα σπίτι, καθίσαμε. Ο πατέρας μου δεν είχε δουλειά, η μάνα μου αρρώστησε. Αρρωσταίνει η μάνα μου πολύ άσχημα. Τη παίρνουν, την πάνε στη Θεσσαλονίκη, την πήραν οι αδελφές της. Εγώ ήμουνα τότε 10 χρονών. Τη φέρανε, ήτανε πια τα χάλια της. 11 χρονών εγώ τη μάνα μου την έχασα, πέθανε. Άφησε τα τρία αγόρια, γιατί το μικρό τον αδελφό μου τον γέννησε εκεί στη Νέα Αφησιά. Ήτανε πέντε χρονών, στα πέντε στα έξι πεθαίνει η μάνα μου και τ'αφήνει μικρό και τα άλλα τα δυο αδέλφια μου. Κι έμεινα εγώ μόνη με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ο καημένος δούλευε, έπιασε ταχυδρόμος μετά και πήγαινε στη Συκιά γράμματα κι έφερνε και δούλευε. Όταν όμως ήτανε να πεθάνει η μάνα μου, μου λέει, εγώ, λέει, κορίτσι μου θα πεθάνω και που θα σ'αφήσω που δεν έχεις κανένα, είσαι ορφανό λέει, και δεν έχεις ούτε αδελφή ούτε θεία ούτε κανέναν.
............17 χρονών - 18 παντρεύτηκα. Λέει ο αδελφός μου ο μεγάλος ελάτε στο Λαύριο, έχει δουλειά. Ο άντρας μου, λέει, εγώ τα παιδιά θέλω να τα πάω στο Λαύριο, να τα ξεκινήσω να τα μορφώσω βρε παιδί μου λέει, εδώ τι θα κάνουνε; Όχι, λέει, θα φύγουμε.....Ήρθαμε εδώ και ήμασταν σ'ένα σπίτι με την Ευγενία μαζί. Με τη νύφη μου μείναμε 17 μέρες 18, κανά μήνα κάναμε μαζί, τρώγαμε όλοι μαζί, οικογένεια μεγάλη, τελοσπάντων άδειασε ένα σπιτάκι, πήγαμε εκεί, καθίσαμε, το φτιάξαμε. Ζήσαμε εκεί πολλά χρόνια, καλά, μαζί. Δούλευε ο άντρας μου, είχα τα τέσσερα παιδιά, φτωχά βέβαια, αλλά δουλευτής άνθρωπος, άξιος.....
.......Η Αφησιά είχε μια θάλασσα απέραντη, είχε καικια, είχε βάρκες, είχε ψαρόβαρκες κι εκείνο που θυμότανε ο άντρας μου, θυμόταν το χωριό και ήθελε να πάει. Είχαν ένα σπίτι αλλά ήτανε πολύ αγαπημένοι με τους Τούρκους.
Για το σπίτι σας τι σας λέγανε; Πώς ήταν εκεί στην Αφησιά;
Στην Αφησιά ήτανε πάρα πολύ ωραίο. Είχανε κι απάνω και κάτω. Το λέγανε δίπατο. Ήτανε ωραίο το σπίτι, έλεγε ο πατέρας μου. Είχαμε από κάτω κρασιά, είχαμε αυτά....και στο καράβι ακόμα, λέει, που φύγαμε - τότε ήταν μεγάλο, ένα καράβι απέραντο που τους πήρε - ανοίξαμε, λέει, τις βρύσες και τρέχαν τα κρασιά και φεύγανε. Τα χύναμε, δεν τα αφήναμε. Αλλά με τους Τούρκους, λέει, περνάγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν είχαμε παράπονα, μας αγαπούσαν.
Ανδριάννα Ψάλτη / 15-2-2009
Εμείς ήρθαμε το 24. Ο άντρας μου ήρθαν το 22. Εγώ γεννήθηκα το 20. Ήρθα 3.5 χρονών εδώ. Όταν είμαστε εμείς στην Πρίγκιπο, ο πατέρας μου, δε μας διώξανε. Εμείς ήμασταν τουρκουπήκοοι. Αλλά ο πατέρας μου, τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι, με τον τσαγκάρη, που πήγατε (αναφέρεται στον πατέρα του κου. Θανάση Σταγκόπουλου) . Μ'αυτόν ντυνόντουσαν τσολιάδες και πηγαίνανε από την τουρκική αστυνομία, τη λέγανε καρακόλι, και πήγαιναν απ'έξω και βρίζαν τους Τούρκους. Και τον κυνηγαγανε τον πατέρα μου και μένα και τον τσαγκάρη γιατί τους κοροιδευε. Κι όταν ήταν να φύγουμε, δε μας διώξανε, από φόβο - όταν έλεγε η μάνα μου, είχα τα παιδιά απ'έξω στη γειτονιά, που παίζαμε, κι έλεγε η μάνα μου, όταν ακούσετε κάτω και κυνηγάνε θα λέτε μαμά πεινάμε και πιάναν τον πατέρα μου και τον κρύβανε και τον έκρυβε η μάνα μου. Δε μας διώξαν οι Τούρκοι, γι'αυτον τον καημό φύγαμε. Κυνήγαγαν τον πατέρα μου να τον σκοτώσουνε. Εν τω μεταξύ στη γειτονιά που μέναμε ήταν μια εβραίικη χάβρα, ήταν οι Εβραίοι μέσα κει κι όπως ήτανε ο δρόμος έτσι, από δω καθόμασταν εμείς κι απέναντι ήταν η εβραίικη χάβρα. Κι όταν έβγαινα έξω, η μάνα μου φοβότανε να μην μας πάρουνε οι Εβραίοι. Ήταν ο νονός μου παρακάτω και έπαιζα εγώ εκεί πέρα και μ'επαιρνε ο νονός μου και με πήγαινε στο σπίτι του κι η μάνα μου μ'έχανε και γύρευε το παιδί μου, το παιδί μου, το παιδί μου, μήπως το πήραν οι Εβραίοι. Εν τω μεταξύ έβγαινε ο νονός μου από κει και φώναζε: κουμπάρα εμείς το πήραμε και το χουμε εκεί. Κι ήταν οι Εβραίοι εκεί, μάντρα ολόκληρη μέσα ήτανε, κι όταν ήταν το Πάσχα, Μεγάλη Παρασκευή, έλεγε η μάνα μου, ντύναμε έναν άνθρωπο και τον καίγαμε μέσα στην αγορά, την πλατεία των Εβραίων, τη Μεγάλη βδομάδα. Δηλαδή η Πρίγκηπος ήτανε πως είναι το Λαύριο, μια γέφυρα μεγάλη, πλατιά που πηγαινοέρχονταν τα βαπόρια κια αράζανε. Κι ήτανε Πρίγκιπος γιατί ερχόντουσαν όλοι οι Πρίγκιπες.
Η γιαγιά μου κι η μαμά μου, από κάτω, πως έχουμε εμείς το σπίτι από κάτω κι από πάνω, το νοίκιαζε κάθε καλοκαίρι επιπλωμένο - και μάλιστα όταν φύγαμε κι είχαμε όλα τα έπιπλα εκεί πέρα, κι έλεγε η γιαγιά μου θα ξανάρθουμε, θα ξαναγυρίσουμε πίσω.
Να σου πως και για τον Αη Γιώργη. ήταν ένας βοσκός. Όπως έβοσκε τα πρόβατά του, τον πήρε ο ύπνος και βλέπει στον ύπνο του έναν ανθρωπο και του λέει θα σκάψετε κάτω και θα βρείτε ένα εικόνισμα με κουδούνια και τον λένε ο Αη Γιώργης ο κουδουνής. Πηγαίναμε με τα γαιδουράκια. Ήταν πάνω στο ύψωμα, σε βουνό και πηγαίναμε με τα γαιδουράκια. Τη μάνα μου την είχα φωτογραφία, την έχασα. Πάνω στο γαιδουράκι που πηγαίνανε στον Αη Γιώργη. Όταν ήμουνα εγώ μικρή, αρρώστησα, δεν ξέρω τι έκανα, και με πούλησε η μάνα μου στον Αη Γιώργη και πήρα ένα φυλαχτό με κουδουνάκια κι έλεγε η μάνα μου, όταν έρθει η ώρα να παντρευτώ να πα να με ξεπουλήσει στον Αη Γιώργη του κουδουνά. Όταν ήρθα εδώ πέρα, που ήρθε η ώρα για να παντρευτώ πήγα στη Βαγγελίστρια ακι λέω του παππα αυτό κι αυτό. Η μάνα μου μ'έταξε στον Αη Γιώργη τον κουδουνά στην Κωνσταντινούπολη. Φοβάμαι μήπως....και μου κάνε μια παράκληση, ο παπάς και μου λέει παιδάκι μου τώρα είσαι εντάξει. Γιατί φοβόμουνα γιατί η μάνα μου είπε όταν έρθω σε ηλικία να πα να με ξεπουλήσει. Ε, αφού φύγαμε από κει πέρα...
Σαν τη Μακρόνησο ήταν η Αντιγόνη και πιο πέρα απο το άλλο μέρος ήταν η Χάλκη. Ο παππούς μου είχε καίκια μεγάλα και πήγαινε από την Πρίγκιπο στην Αντιγόνη κι έφερνε τροφίματα και έδινε στα μαγαζιά κι είχε και το μαγαζί το δικό του. Εκεί την αγορά τη λέγανε τσαρσί. Κι είχε το μαγαζί εκεί κι έφερνε εμπόριο και για το μαγαζί του και για τον κόσμο εκεί πέρα που είχε. Και νοικιάζαμε τα σπίτια, είχαμε περιουσία δηλαδή μπόλικα. Αλλά όταν ήρθαμε εδω πέρα τι φέραμε; πετρέλαιο, να ανάψουμε που δεν είχανε αυτά, λάδια, φαγώσιμα, ενα πάπλωμα, ένα στρώμα να κοιμηθούμε. Και που μας βάλανε, μέσα σε μια αποθήκη. Ξέρεις που είναι το μανάβικο (του Πανάγου) αυτή ήταν ολόκληρη αποθήκη κι ήταν και του Ψαράκη το μαγαζί μαζί και μας βάλαν τέσσερις - πέντε οικογένειες και κάναμε έτσι με σεντόνια, για να μη μας βλέπει ο ένας κι ο άλλος και κοιμόμαστε. Μετά από κει μας επιτάξανε σπίτια στο νυχτοχώρι και μας βάλανε μέσα στο νυχτοχώρι κι απ' το νυχτοχώρι μετά φτιάξανε του συνοικισμού τα σπίτια κι ανεβήκαμε επάνω. Ήρθαμε δηλαδή με τίποτα. Ίσα ίσα τρόφιμα, τα λεφτά που είχαμε τα πήραμε εδώ για να ζήσουμε, να φάμε. Ξοδεύαμε, δουλειά δεν είχε, με τα λεφτά που φέραμε.
Εδώ όταν ήρθα βρήκα τον άντρα μου. Ήτανε Κουταλιανός. Και μου τα λεγε η πεθερά μου για την Κούταλη. Ήταν ο πρώτος νοικοκύρης στην Κούταλη. Με περιουσίες, με υπηρέτες, με τα πάντα. Κι είχε και γυναίκες - καμιά φορα τυχαίνανε Κουταλιανές που ρχόντανε, κυρ Αντριάννα, μου λέγανε, φάγαμε ψωμί από την πεθερά σου - αγελάδια είχε, αυτά που κάνανε μετάξια, περιβόλια, χωράφια με μουριές, απ 'ολα τα πράγματα είχε. Καφενεία, σπίτια, μαγαζιά. Εμείς όμως (στην Πρίγκιπο) δεν είχαμε χωράφια, εμάς η Πρίγκιπος ήτανε εκεί πως είναι η Αθήνα. Ήτανε όλο μαγαζιά και σπίτια. Το ωραιότερο μέρος ήταν η Πρίγκιπος. Ο πεθερός μου ήταν ψάλτης στο χωριό κι όταν ήρθαν εδώ πέρα, ο Τζούβας τον φώναξε - εγώ δεν ήθελα να πάει - κι έλεγε η πεθερά μου: όχι να ακουστεί ο Ψάλτης, δηλαδή σαν τον άντρα της που ήταν ψάλτης να γίνει και ο γιος της. Επειδή ήταν πλούσιος και τον λέγανε ο Αλέξανδρος ο ψάλτης στην Κούταλη, ήθελε η πεθερά μου να μείνει Ψάλτης.
Θυμάστε να μας πείτε κάποιο τραγούδι;
Αυτό που λέγανε, την προσφυγοπούλα: αρχοντογιος παντρεύτηκε και πήρε προσφυγοπουλα και η πεθερά δεν την ήθελε κι είχε ψάρια τηγανιστά και λέει: κάτσε να φας φαί, ψάρια τηγανισμένα και με την πρώτη πηρουνιά η κόρη εφαρμακώθη. Αχ προσφυγοπούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν' τα δόλια μάτια μου. Κι ένα τραγούδι που λέει: Αχ και πάω να ψαρέψω - πολίτικο τραγούδι - μαύρα μάτια να διαλέξω. Ρίχνω την πρώτη καμακιά, έλα Χριστέ και Παναγιά. Βγάζω τρεις σαρδέλες, τρεις μελαχρινές κοπέλες. Η μια ήταν απ' το Γαλατά, βαστάει το νου της δυνατά, κι άλλη απ' το Νιχώρι του Χατζηγιαννακου η κόρη. Η τρίτη η μικρότερη απ'όλες εμορφότερη. Ήταν από την Πόλη, την αγαπούσαν όλοι. Την αγάπησα κι εγώ, να τηνε πάρω δεν μπορώ. Θα σε πάρω, θα σε πάρω με παπά και με κουμπάρο. Θα σε πάρω Πηνελόπη με παπά και με δεσπότη. Προσφυγίστικα τραγούδια αυτά.
Όταν ήρθαν εδώ πέρα κι ήμασταν εμείς μικρά και μιλάγανε τούρκικα, δηλαδή καλή ώρα μες στο σπίτι θέλουν να πούνε κάτι, μικρά παιδιά να μην το ξέρουμε και τα μιλάγανε τούρκικα. Κι αρχίζουμε εμείς και τα καταλαβαίναμε, κι έλεγε η μάνα μου τον πατέρα μου: Αχ Φώτη τα παιδιά αρχίζουν και καταλαβαίνουνε, να φοβόμαστε που τα μιλάμε. Καταλάβαινα δηλαδή τις λέξεις που ήθελαν να πούνε....
Όταν ήρθατε εδώ οι ντόπιοι πως σας δέχτηκαν;
Τουρκόσποροι μας φωνάζανε. Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες. Όνομα δεν είχαμε. Όνομα δεν είχαμε, τουρκοσπορίτες ήμασταν. Κι ύστερα έγινε ο συνοικισμός και μείναμε Κουταλιανοί, Αφησιανοί, Κωνσταντινουπολίτες μείναν όλοι εδώ πέρα στο συνοικισμό. Το όνομά μας ήταν Τουρκοσπορίτες. Όνομα δεν είχαμε. Κι όταν ήρθαμε θυμάμαι φέραμε πετρέλαιο τενεκέδες και ανάβαμε τη λάμπα στην αποθήκη, που μέναμε και δίπλα ήταν ένα μαγαζάκι και άναβε το βραδυ μ'ένα, με κάτι, έτσι, κεράκια κι έρχονταν αμέσως αυτές να μας δούνε και λέγανε καλά αυτό το νερό πως ανάβει; Δεν ξέρανε τι ήταν το πετρέλαιο. Αφήκαμε σπίτια επιπλωμένα.
Θυμάστε το σπίτι σας;
Το θυμάμαι.Όπως ήταν από κάτω καλή ώρα έτσι, ήταν το πρώτο και μέσα ήταν περιβόλι και μες στο περιβόλι ήταν ένα πηγάδι. Μεγάλωσα πριγκίπισσα, γιατί είχανε οι γονείς μου, είχανε. Το τι ήθελα το φόρεσα από μικρό παιδάκι. Ήταν οι πολίτικες οι παντόφλες παιδικές και μου παίρνανε πολίτικες παντόφλες με τη φούντα να βάλω, Το τι φόρεσα μόνο ο θεός το ξέρει. Πριγκίπισσα μεγάλωσα....Είχανε πολλά λεφτά κι ήμουνα και το πρώτο εγγόνι...Αλλά όταν ήρθαμε εδώ, χάσαμε, τα χάσαμε όλα, ό,τι είχαμε τα φάγαμε. Μας έπιασε η κατοχή μετά, ό,τι χρυσαφικό, αν τα είχα τα χρυσαφικά τώρα, όχι μόνο για δείγμα, το σχέδιο, θα παιρνα του κόσμου τα λεφτά. Το χρυσαφικό που χαλάσαμε, φέρανε, χρυσαφικά φέρανε, κι ασημένια κουταλάκια φέρανε. Και πάλι δόξα σοι ο Θεός. Ωσπου να σνέλθουνε, να βρούνε δουλειά οι γονείς μας, να κάνουνε, ό,τι είχαμε το φάγανε.
Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε στην Πρίγκιπο;
Ο πατέρας μου είχε δίπλωμα ελαιοχρωματιστή. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν γύψινα, ήταν στα παλάτια, μέσα σ'αυτά, στα ταβάνια και τα ζωγραφίζαμε, κι είχε το δίπλωμα ζωγραφικής, έπαιρνε πολά λεφτά.
Και εδώ όταν ήρθε μετά;
Και εδώ, όταν ήρθε, ζωγραφική έκανε. Ε, μετά πήγαινε στους Καριποπουλαίους, είχανε μαγαζί και του ζωγράφιζε όλα τα βαρέλια
Θυμάστε κάτι άλλο από έθιμα;
Την Πρωτοχρονιά ζυμώναμε πίτες. Ζυμώναμε πίτες και την Πρωτοχρονιά καθόμασταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι, μαζευόμασταν για να κόψουμε την πίτα. Δηλαδή, Χριστούγεννα και Πάσχα έπρεπε να μαζευτεί όλη η οικογένεια. ΚΙ όταν το βράδυ πια τελειώναμε το τραπέζι μας, το αφήναμε γεματο για να ρθει ο Αη Βασίλης να το βρει φορτωμένο για να ναι το σπίτι όλη τη χρονιά, να είναι....
Μ'είχε η μάνα μου ένα ποίημα μικρή, όταν ήμουνα κι όταν ήταν να κόψουμε την πίτα, μ'ανεβάζανε πάνω στο τραπέζι, με ντύνανε πριγκίπισσα και ήθελε να πω: Πρωτοχρονιά γλυκιά βραδιά και νύχτα μυρωμένη, με ανήσυχη καρδιά, μα τι σε περιμένει. Τον ακούεις κάτω μητερούλα μου καλή, τρίζει το πάτημά του πάνω στο σκαλί. Φύσηξε ο αέρας, έφεξε το σπιτικό, έρχεται ο πατέρας με χαμόγελο γλυκό. Το καλύτερο τραπέζι το κάναμε το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Την καλή βραδιά το σπίτι έπρεπε να έχει απ'όλα.Και τ'αφήναν έτσι, γιανα μπορέσει να ρθει και ο Αη Βασίλης να το βρει και να ναι όλη τη χρονιά γεμάτο.
....Το Πάσχα πηγαίναμε στην εκκλησία, δεν μας απαγόρευαν από τίποτα. Παρέα κάναμε, η γιαγιά δηλαδή κι η μάνα μου κάνανε με τις Τουρκάλες παρέα. Ερχόντουσαν να πιούνε καφέ...
....Ό,τι είχανε τα φέρανε, τα φάγανε, ωσπου να βρουνε δουλειές. Μια Γαλλική Εταιρεία δούλευε. Ο άντρας μου πήγε από 10 χρονών παιδάκι, ήρθε μικρός, 10 χρονών, και πήγε στη Γαλλική Εταιρεία, υπηρέτης το καημένο κι έκανε θελήματα σ'έναν μηχανικό για να πάρει 10 δραχμές. Μετά πήγε και πήρε δίπλωμα μηχανοδηγού - θερμαστή κι ήτανε στο τρένο που πήγαινε, στο, το Ελληνάκι, το Κουταλιανάκι
....πανηγύρια εδώ, όταν ήρθαμε, πηγαίναμε στον Αγιο Κωνσταντίνο, στην Αγια Τριάδα, καθόμασταν στα πεύκα από κάτω όλες οι οικογένειες από κει πέρα, χορούς, πάντα με τραγούδια. Τις Απόκριες, όταν ήρθαμε εδώ πέρα, ντυνόμσταν μασκαράδες, ερχόντουσαν στο δικό σου το σπίτι, ερχόντουσαν στο δικό μου το σπίτι, να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε....Κάναμε χαλβά, όποιος ερχότανε, να κεράσουμε ένα χαλβά κι ακουγότανε το σπίτι.
Για τον κλύδωνα ξέρετε;
Στον κλύδωνα λοιπόν μαζευόμασταν, γυρίζαμε όλη τη γειτονιά και πίναμε αμίλητο νερό. Πηγαίναμε και μαζεύαμε νερο αμίλητο απ'τις βρύσες όλες και βάζαμε σ'ένα κιούπι όλα. Έβαζες εσύ ένα δαχτυλίδι, έβαζες ό,τι ήθελες και μαζευόμστε τώρα όλοι και ντυνότανε ένας, ντύναμε νύφη, λέγαμε ένα τραγούδι και έβγαζε ένα από μέσα κι έλεγε: Α, δικό μου είναι. Κι όταν τελείωνε ο γύρος, τότε παίρναμε νερό απ'αυτό και γυρίζαμε στα σπίτια όλα και ακούγαμε το όνομα , τι όνομα θ'ακούσεις, αυτόν, λέγανε, θα πάρεις. Αυτό γινότανε τ' Αη Γιαννιου.
Τα προσφυγόπαιδ, όταν ήρθαν εδώ πέρα, κάναμε την ομάδα Βυζάντιο και ντυνόντουσαν και πηγαίνανε κάτω - εδώ που είναι αυτουνού το οικόπεδο, που ήταν πρώτα το εργοστάσιο του Δέδε, ήταν πλατεία και πηγαίνανε και παίζανε εκεί. Και κάνανε κονκάρδες μαυροκίτρινες και κατεβαίνανε κάτω που παίζανε μπάλα και χάσαμε μια φορά με τον Ολυμπιακό και μας λέει μία και να καίει. Ε, και με πιάσαν εμένα τ'αυτά, καλά, λέω, θα ξαναπαίξουμε. Το τι μας κάνανε δε, μας βρίζανε τουρκοσπορίτες. Τους κερδίσαμε τους Τουρκοσπορίτες. Εμείς όμως δεν το βάζαμε κάτω, κατεβαίναμε με τις κονκάρδες και πηγαίναμε κάτω που παιζαν τα παιδιά μας μπάλα.
14 /2/2009 Θανάσης Σταγκόπουλος

Όταν πήγα δημοτικό λέω του πατέρα μου θα σας πω όλα της Πριγκίπου. Πιάνω μια κόλλα χαρτί και τους φτιάχνω το σπίτι με τα σκαλάκια, με την κληματαριά και τη μουριά, το πηγάδι και το περιβόλι. Φύτευε τα πάντα. ......

....................(ο πατέρας μου) έφτιαχνε παπούτσια για τους Έλληνες, για τους Τούρκους και για τις χανούμισσες πασούμια. Ήταν τσαγκάρης καλός∙ μην κοιτάς εδώ πέρα που γύρναγε στο Νυχτοχώρι, τον Κυπριανό και τη Νεάπολη κι έπαιρνε παπούτσια, τότε ήταν φτωχός ο κόσμος και βάζανε σόλες, τακούνια.
.............Όταν ήρθαμε εδώ, που είναι του Δέδε το εργοστάσιο, προτού γίνει, είχαμε πάει σε σκηνές. Ακόμα υπήρχαν προτού γίνει το εργοστάσιο, τα σημάδια, τα λούκια που είχανε κάει τις σκηνές. Φεύγουμε από τις σκηνές, που είχες ο Γλαντζής τις εφημερίδες, κάοτε ήταν αποθήκη, και πήγαμε εκεί. Μετά από κει φύγαμε και πήγαμε μες στην αυλή που ήταν όλο Αρμεναίοι. Να σου πω τα ονόματά τους τα ξέρω όλα: Αβεντής, Αγκόπ, Τουραντά, Γεστέρ, Σαρκής, Μπογόζ. Όλο Αρμένηδες ήτανε αλλά ήταν ωραία μέσα στην αυλή.
......Η Πρίγκιπος το λιμάνι είχε κάγκελα. Κι είχανε όλοι οι γνωστοί της μάνας μου και του πατέρα μου, που φύγανε, καθόντουσαν στα κάγκελα και κλαίγανε. Μπήκαμε σ’ένα καϊκι κι ήτανε μέσα η θεία μου η Μάρω και μια κόρη που είχε, οι Μαλλινάκηδες κι ένας, αν τον θυμάστε τον κουτσό το Λουκά. Πήγαμε στο αβάλα το βαπόρι. Όλο πρόσφυγες μέσα. ...

..........Ο συνοικισμός εδώ ήτανε δάσος∙ το κουρέψανε και κάνανε το συνοικισμό με αμίαντα, μια κάμαρα και μια κουζινίτσα...........ήταν άδειο το σπίτι. Και τι κάνανε; Βάζανε θειάφι με φωτιά για τους κοριούς και ήρθαμε από την αυλή και κάτσαμε εδώ.

.........Τα Χριστούγεννα η μάνα μου έφτιαχνε τρεις πίτες, μια μεγάλη, μια πιο μικρή και μια πιο μικρή. Πήγαινε ο πατέρας μου και έπαιρνε, γέμιζε ένα τσουβαλάκι διαφορα φρούτα, κάστανα, καρύδια, τα πάντα. Αφού τρώγαμε τα κρέατα φεύγανε όλα, έβαζε την πίτα κι έδινε στον πατέρα μου κι έκοβε κι έλεγε για κείνον, για κείνη .....και περνάγαμε ωραία περνάγαμε.

2 σχόλια:

Βούλα+Γιάννης είπε...

μπράβο φοβερή δουλειά συγχαρητήρια ελπίζουμε να συνεχίσεις την έρευνά σου.

ΓΙΩΡΓΟΣ είπε...

Καλά, τα σχολικά βιβλία μιλούν για συνωστισμό των προσφύγων και όχι για διωγμούς!!!Τσάμπα πληρώνονται οι εξωνημένοι προφέσορες της εκπαίδευσης .Συγχαρητήρια για τη δουλειά σου.