Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Εικόνες από τη ζωή των Μικρασιατών στο Λαύριο

πίσω όρθια: Αρχοντούλα Χρυσομάλλη / αριστερά καθιστή: Ζωή Γιώγα Χρυσομάλλη / δεξιά καθιστή: Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη Μήτρου / στη σκάλα καθιστή: Ευαγγελία Χρυσομάλλη


αριστερά: Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη, δεξιά: Ευαγγελία Χρυσομάλλη (σε εκδρομή στην Ακρόπολη)

αριστερά: Ζωή Χρυσομάλλη -Γιώγα, τρίτη στη σειρά: Ευαγγελία Χρυσομάλλη

δίπλα: Μαρίκα Γιώγα






αριστερά: Ευαγγελία Χρυσομάλλη



αριστερά: Χρυσόστομος - Αναστάσιος - Αρχοντούλα - Ευαγγελία Χρυσομάλλη



αριστερά: Ευαγγελία Χρυσομάλλη





Μπροστά από αριστερά: Ευαγγελία - Αρχοντούλα - Αννίκα Χρυσομάλλη





Επάνω αριστερά: Ζωή Χρυσομάλλη- Γιώγα

Κάτω δεξιά: Ευαγγελία Χρυσομάλλη





Ψαρεύοντας στη Γαιδουρόμαντρα (1944)
δεξιά: πρώτος Λογοθέτης Μήτρου - δίπλα Γεώργιος Μήτρου - τέταρτος Χρυσόστομος Χρυσομάλλης
αριστερά: Θεοδόσης Σταύρου



Στο καφενείο του Τζούβα
(Διακρίνονται από αριστερά καθιστοί: πρώτος Στέφανος Μπαμπλιάς, τέταρτος Λογοθέτης Μήτρου, έκτος Αναστάσιος Χρυσομάλλης

Στο ξωκλήσι της Αγιάς Τριάδας
από αριστερά επάνω: δεύτερη Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη, Στέφανος και Αννίκα Μπαμπλιά, Σουλμεγιό και Γεώργιος Μήτρου
από αριστερά κάτω: Ευαγγελία Χρυσομάλλη, Ζωή Αναστασίου Χρυσομάλλη



από δεξιά Στέφανος και Αννίκα Μπαμπλιά




όρθιοι: από αριστερά δεύτερος Αναστάσιος Χρυσομάλλης και Στέφανος Μπαμπλιάς

κάτω από δεξιά: Ευαγγελία Χρυσομάλλη, Τριανταφυλλιά Χρυσομάλη και Αννίκα Χρυσομάλλη


Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Καραντίνα στη Μακρόνησο



Μπορεί να ζούσαν ή να πέθαιναν. Αυτό θα εξαρτιόταν

από τον τύφο. Όμως, όσο ζούσαν, ποτέ δεν τους άκουγες

να ζητιανεύουν ούτε να τείνουν ικετευτικά τα χέρια.

( (Ο αμερικανικός υγειονομικός σταθμός στη Μακρόνησο. Εδώ περιθάλπονταν οι 6000 Έλληνες πρόσφυγες από την Τραπεζούντα, που μόλις είχαν φτάσει με ατμόπλοια. )

Πηγή: National Geographic, 1922 Ο μεγάλος ξεριζωμός

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Η ................αποκατάσταση των προσφύγων




Των προσφύγων η διαβίωση βελτιώνεται - παρά τα στεγαστικά προβλήματα που επί δεκαετίες εξεκολουθούν να τους ταλαιπωρούν - με τη δημιουργία του συνοικισμού του Αγίου Ανδρέα. Ο συνοικισμός συστηματικά οικοδομείται από το 1927 -1928 και εκτείνεται κατ'αρχήν σ' εξηντατέσσερα οικοδομικά τετράγωνα. Σπίτι 21,30 m2 δινόταν με παραχωρητήριο του αρμόδιου Υπουργείου σε, μέχρι και, πενταμελή οικογένεια που δεν διέθετε ανάλογο κατάλυμα σ' άλλο προσφυγικό συνοικισμό. Για οικογένεια 6-7 μελών το Υπουργείο διέθετε 1/4 του σπιτιού (σε εμβαδόν βέβαια) επιπλέον. Κύρια υλικά των προκατασκευασμένων και εισαγόμενων από τη Γεμανία ομοιόμορφων προσφυγικών οικιών ήταν το ξύλο και ο αμίαντος. Για ηχητική μόνωση δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος.


Η οροφή των σπιτιών ήταν από πισσόχαρτο και τσίγκο, μέχρι το 1929. Τότε έρχεται στο Λαύριο ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος δεν παρέλειψε να επισκεφτεί το συνοικισμό και μέσα σε μια βδομάδα ικανοποιώντας σχετικό αίτημα έστειλε από τον Πειραια με καικια κεραμίδια για τις οροφές των σπιτιών των προσφύγων.




Βιβλιογραφία

Μικρασιάτες Πρόσφυγες στη Λαυρεωτική, Χάρης Μπαμπούνης, Βιβλιοθήκη της Εταιρείας Μελετών Λαυρεωτικής, αριθμ. 3, Λαύρειον 1986




Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Περάσαμε κάβους πολλούς

Της Τριανταφυλλιάς Μήτρου (δημοσιεύτηκε στη Φωνή του Λαυρίου, αριθμ. φύλλου 6)


Περάσαμε κάβους πολλούς.........


Περάσαμε κάβους πολλούς, πολλά νησιά,
τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα,
γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες
γύρευαν το Μεγαλέξανδρο και δόξες
βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ'ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα
νυχτερινά, με κελαηδίσματα πουλιών, νερά
που αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιας μεγάλης
ευτυχίας.

Γιώργος Σεφέρης

Το Λαύριο κατά τη νεώτερη ιστορία του, από το 1830 δηλαδή και μετά, κατοικήθηκε από εποίκους, που ομαδικά έφταναν στην περιοχή, εξαιτίας, κυρίως, των πολιτικών και οικονομικών ανακατατάξεων. Μία από αυτές τις ευρύτερες ομάδες ήταν και οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, που, λόγω, των γνωστών σε όλους εξελίξεων, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν πατρογονικές εστίες, κατοικημένες από Ελληνες περί το 10 π.χ αιώνα. Έτσι , μετά την καταστροφή της Σμύρνης, πρόσφυγες από 46 περίπου μικρασιατικούς οικισμούς εγκαθίστανται στο Λαύριο από το 1922 μέχρι το 1924, και σποραδικά, έως το 1930. Το Λαύριο γίνεται η νέα πατρίδα για εκατοντάδες Πόντιους, Αφησιανούς, Κουταλιανούς, Αρετσιανούς και Κωνσταντινουπολίτες. Οι πρόσφυγες μαζί με τις ψυχές, τους πόθους και την παντοτινή ψευδαίσθηση του νόστου μεταφέρουν στους νέους τόπους εγκατάστασής τους, τα έθιμα, τις συνήθειες, τις γιορτές και τα ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά τους, που δίνουν μια νέα ζωντάνια στον ήδη πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της Λαυρεωτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Κουταλιανοί, που μεταφέρουν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους της γιορτή της Παναγίας της Φανερωμένης, αλλά και όλοι εκείνοι οι πρόσφυγες, που αναγεννούν το εμπορικό Λαύριο με την εφευρετικότητα, την αποφασιστικότητα, τη δημιουργικότητα κα την αποδοτικότητά τους. Όσον αφορά το βιοποριστικό προσανατολισμό τους απασχολούνται κυρίως στη Γαλλική και την Ελληνική Εταιρεία των μεταλλουργείων Λαυρίου, ενώ κάποιοι Κουταλιανοί και Αφησιανοί κατευθύνονται στη ναυτιλία ή στρέφονται στη σπογγαλιεία και την αλιεία. Ο τομέας, όμως, στον οποίο διέπρεψαν οι πρόσφυγες, χάρη στο ξεχωριστό τους δαιμόνιο, όπως άλλωστε και προαναφέρθηκε, ήταν το εμπόριο.
Οι πρόσφυγες, αρχικά, τοποθετούνται πρόχειρα σε σκηνές, που στήθηκαν στην παραλία, σε υπόστεγα και αποθήκες της Ελληνικής Εταιρείας, σε επιταγμένα σπίτια στο Νυχτοχώρι και σε οικήματα της Ελληνικής Εταιρείας στα Σπανιόλικα, ενώ αργότερα εγκαθίστανται στο συνοικισμό του Αγίου Ανδρέα σε καταλύματα, που τους παραχωρούνται από τα αρμόδια Υπουργεία. Με την προκοπή τους, την αποφασιστικότητα και τη φιλεργία τους γρήγορα κατορθώνουν να ορθοποδήσουν, να δημιουργήσουν το δικό τους βιος και να αναδειχτούν σε σημαντικά μέλη της τοπικής τους κοινωνίας, χαρίζοντας μέρος από την ευβουλία και την κουλτούρα τους.

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Πολιτιστική Κληρονομιά

Προικοσύμφωνο ( Εν Κουτάλει Μικράς Ασίας, 1889)





































































Προικοσύμφωνον
Εν ονόματι του Κυρίου ημων Ιησού Χριστού

Οι υποφαινόμενοι πρόκριτοι οδε Δήμαρχος και οι ιερείς των δύο εκκλησιών πιστοποιούμεν δια του παρόντος ότι ο κύριος Θεόδωρος Δ. Τζίρας μετά της συζύγου αυτού Ανέζας μέλλοντες συνάψαι την θυγατέραν αυτών Καλλιόπην εις γάμου κοινωνίαν ήτοι εις πρώτον γάμον μετά του κυρίου Βασιλείου Δημητρίου. Πρώτον δίδωσιν αυτή τας πατρικάς και μητρικάς ευχάς και ευλογίας και δια λόγου προίκας τα εξής. Μίαν εικόνα της αγίας βαρβάρας, τρία μεντέρια μετά δέκα ταγιαμάδων τζοχίνων, δύο καπλαντίκια τζόχινα, πέντε στρώματα τρία με μαλιά και δύο γυμνά, και έν τζαφέ και έν δαμάσκο, ένα σελτέ στάμπα, τέσσερα εφαπλώματα, έν τζαφέ, έν δαμάσκο, 2 στάμπα, εννέα μαξιλάρια τέσσερα με μαλιά και πέντε γυμνά, δύο τζαφέ και τα λοιπά χασέ και λινά, εννέα γιαστίκια κεντητά και τζαφέ, τέσσερα σκεπάσματα χασέ, πέντε καπλαντίκια, τρία μετάξινα, δύο χασέ, τέσσερα σινδόνια ζευγαρωτά, δύο μετάξινα, δύο χασέ, επτά (σερδέδες) τούλι, έν κηλίμι, είκοσι πεσκήρια χασέ και κεντητά, είκοσι πετζέτες όμοιες, τρία τραπεζομάντηλα, έτερα δύο τραπεζομάντηλα, έν τούλι, έν μετάξινον, 12 υποκάμισα ανδρικά, εννέα της κόλλας, τρία μετάξινα,12 υποκάμισα γυναικεία, δεκατέσσερις ρόμπες μετάξινες και χασέ, έξι μισοφούστανα, οκτώ παντελόνια γυναικεία, δέκα φουστάνια, έν μετάξινον, έν φέλπα, έν τζαφέ, δύο λινομέταξα και τα λοιπά μάλλινα, δύο φορέματα γυναικεία κατιφέ και τζόχινα, δύο γούνας εξ ατλαζίου και 1 μπουχούρι, ένα σοφρά ....... , τρεις τεντζερέδες, έν λεγένι, έν μπρίκι, δύο σαχάνια, δύο σεντούκια, ένα σταυρόν αδαμάντινον, έξι εξάγια μαργαριτάρι, έν ζεύγος ενώτια χρυσά, έν στασίδιον εις Άγιον Ιωάννην πλησίον Γεωργίου Μωραίτη, το ήμισυ οσπίτιον χωριζόμενον οριζόμενον απ'άρκτου έτι μεσημβρινόν και ορισθησόμενον εκ εύρους του λαχνού, έν αμπέλιον εις την Ρούσσαν Αφησιάς, κλίματα δύο ημίσεος χιλιάδας συνορευόμενον από Βορράν Θεόδωρον Τζίραν, από νότον Θεόδωρον Λαμπαδαρίου, άνωθεν ...... και άνωθεν δρόμος και μετρητά άπερ η προικοδοτουμένη έλαβε λίρας οθωμανικάς δέκα.
Ο δε γαμβρός κύριος Βασίλειος δια λόγου προγαμιαίας δωρεάς τα εξής: δέκα ντούμπλες Αυστρίας και μετρητά δύο χιλιάδες, ως αρραβώνα δε έν ζεύγος ενώτια λίρας οκτώ, δαχτυλίδιον αδαμάντινον λίρας τέσσερις, προσέτι δε από το ολόκληρον οσπίτιον το αγορασθέν παρά των γονέων αυτού από τον Απόστολον Μεργουζή παραχωρεί τη μελλονύμφω το ήμισυ. οι δε γονείς του γαμβρού Δημήτριος και Γαιτανιώ προικοδοτούν αυτόν με ολόκληρον τον καιχανά κείμενον όπισθεν της ......... οικίας του, έν αμπέλιον τριών χιλάδων κλιμάτων μεταξύ Γεωργίου Μωραίτη.......... του Μιχαήλ Θεοδοσίου και Φωτίου Νερατζή, έξι κουτάλια αργυρά σούπας επίσης έξι γλυκού, το ήμισυ καίκιον όπερ ενοσω ζώσιν οι γονείς του θέλουν θεωρείσθαι ιδικόν των, μετά δε του θανάτου τους θέλουν λογίζεσθαι τούτο πλήρες του ρηθέντος Βασιλείου...... ..... εγένετο ήτοι συνετάχθη το παρόν προικοσύμφωνον υπογραφέν μετά των συμβαλομένων και των υποφαινομένων εις ένδειξιν και του ιερέως εις ένδειξιν.

Κούταλις τη 25 Ιανουαρίου 1889


μάρτυρες

Ιερόθεος ιερομόναχος
...................
.................
Χριστοδουλίδου
Δανιήλ .............
Αναγνώστης .................
Γεώργιος
Χριστοφας Χριστοφα
Θεόδωρος Γρηγορίου
......................
Θεόδωρος Ζαχάρωφ
....................
Νικόλαος Σταματιάδης
Θεόδωρος Ζερμπουλής
Νικόλαος ....................

οι συμβαλλόμενοι

Θεόδωρος Τσίρας
Άννα Τσίρα
Ελευθέριος Τσίρας
Μήτρος Βασίλειος
Γαιτανιώ Δημητρίου
Δημήτριος Δημητρίου

Ο Δήμαρχος

Κυρουται το γνήσιον των ανωτέρω είκοσι και δύο υπογραφών αριθμ. 22 δια του Δημάρχου σφραγισθέν αυθημερόν.

ειδικό λεξιλόγιο
ατλάζι= το γνωστό γιαλιστερό ολομέταξο ύφασμα σε διάφορους ωραιότατους χρωματισμούς, από το οποίο έφτιαχναν γυνακεία φορέματα και κυρίως τις καλές γυναικείες βράκες και τα καλά παπλώματα
καπλαντίκια<καπλάντισμα= η πράξις του καπλαντίζω= το ράψιμο του σεντονιού στο πάπλωμα
κατιφές= βελούδο από μετάξι
κιλίμι= χαλί με σχέδια, φαμένο στο σπίτι
λεγένι= η χάλκινη λεκάνη του νιψήματος
μεντέρι ή μιντέρι= είδος καναπέ που χρησίμευε για ανάπαυση. Το έφτιαχναν από σανίδια, οριζοντίως τοποθετημένα, κατά μήκος ή μέρος ολόκληρου του τοίχου των δωματίων, επάνω στο οποίο τοποθετούσαν μικρού πάχους στρώμα (γιατάκι) γεμισμένο με μαλλί ή βαμβάκι. Το εκάλυπταν με χρωματιστό φαντό κάλυμμα, (μακάτι) μονόχρωμο ή κλαδωτό (με διάφορα σχέδια). Σ'ολόκληρο το μήκος του, κολλητά στον τοίχο, βάζανε μαξιλάρες (μεγάλα μακρόστενα μαξιλάρια) το ίδιο γεμισμένα και καλυμμένα
μπουχούρι= λεπτό μάλλινο ύφασμα: σεβιότ, βουάλ
πεσκίρι= πετσέτα, προσόψιο
σαχάνι= μετάλλινο ρηχό μαγειρικό σκεύος
σιλτές= ελαφρό στρώμα
σοφράς= ξύλινο στρογγυλό και χαμηλό τραπέζι φαγητών γύρω από το οποίο κάθονταν τα μέλη της οικογένειας σταυροπόδι, στο έδαφος ή επάνω σε μαξιλάρι και τρώγανε
στάμπα= το ύφασμα τσίτι, θηλ: στάμπες: τα σταμπωτά υφάσματα, τσίτια
ταγιαμάς= μεγάλο μακρόστενο προσκέφαλο κεντημένο με μετάξι επάνω σε βελούδο
τζαφές ή τζαλφές= είδος ταφτά που φαίνονταν σαν δίχρωμος
φέλπα= είδος βελούδου κατώτερης ποιότητος, από χρωματιστό μαλλί ή βαμβάκι

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Μαρτυρίες Προσφύγων









Ευγενία Κατιδάκη- Βαλλή 26/10/08

Η θεία Η Γερμανού, του παππού του Φώτη η αδερφή ανειρεύτηκε - κι είχανε πολύ ωραίο κήπο...αυλή, τριανταφυλλιές..- βλέπει ένα παλικάρι και της λέει:θα πας σε 'κείνο το δέντρο, λέει, στη ροδακινιά, που είναι η τριανταφυλλιά η μεγάλη, από κάτω είναι ένα κιούπι γεμάτο Κωνσταντίνου και Ελένης, κωνσταντινάτα φλουριά, χρυσά. Θα πάρεις και τη Μάρθα κα θα πάτε και οι δύο. Θα πάρετε κι ένα κόκορα, θα τον σφάξετε εκεί κι εγώ φεύγω. Είναι γεμάτο κωνσταντινάτα φλουριά. Η θεία η Γερμανού ........δεν πήρε τη γιαγιά τη Μάρθα, δεν πήρε ούτε κόκορα να σφάξει.......πάει μόνη της, αξία, σκάβει, βγάζει το κιούπι και να είναι μαύρα όλα, καφέ χρώμα. Γιατί; Γιατί δεν πήρε ό,τι της είπε.....Λοιπόν η Αφησιά γέμιζε κωνσταντινάτα φλουριά αλλά όχι χρυσά. Πάρτε, έλεγε η γιαγια μου η Μάρθα, πάρτε, πάρτε, πάρτε, είναιχαλασμένα, δεν είναι χρυσά, γιατί η κουνιάδα μου δεν πήρε κι εμένα που της είπε..ποιος ήταν ο Χριστός ήτανε ο αγιος Φανούριος ήτανε, ποιος ήτανε, δεν με πήρε κι έτσι πάρτε κόσμε.


.......Το ΄21 είμαι γεννημένη εγώ, αλλά ο μπαμπάς μου για να μην καθεται εκεί, ήταν σε ποστάλι της Κωνσταντινούπολης. Κούταλη, Αφησιά, Αρετσού....εκεί τα νησιά και Κωνσταντινούπολη προπαντως πήγαινε....Είμαι αγράμματη εγώ. Τετάρτη Δημοτικού τελείωσα και θα πήγαινα στην Πέμπτη - και πάω δύο μήνες στην Πέμπτη και παθαίνει η μαμά μου ίκτερο, ο μπαμπάς μου στη θεσσαλονίκη, οι ανηψιές μας λείπανε στην Αθήνα τότε, ....και εμείς είμαστε μονάχοι. Τί θα κάναμε;Ποιος θα την κοιτάει τη μαμά; Δεν πήγα σχολείο κι έμεινα στραβή, αόμματη είμαι, που βλέπω και περνάω βελόνι στο λεπτο

......Τρίτη φορά την προσφυγιά γνωρισε η ψυχή μου κι η προσφυγιά μου άφησε σημάδι στο κορμί μου. Το βλέπετε αυτό; Το βλέπετε;Λέτε και είναι χειρουργική επέμβαση. Δεν είναι. Μες στο βαπόρι το έπαθα το καημένο. Ο Μπέης.....είχε σκυλάι αυτός, ένα υπέροχο σκυλάκι και φαίνεται είχε τσιμπούρι το σκυλάκι.....όπως ήμουνα 18 μηνών παιδί, γιατί μας σηκώσανε οι Τούρκοι, πήγαμε στη Σμύρνη 4-5 μήνες , μετά μας ξαναφέρανε στην Αφησιά - από τη μαμά μου τα έχω ακούσει - εγώ ήμουνα 18 μηνών. Λοιπόν ήρθαμε Αγίου Δημητρίου στο Λαύριο. Αλλά πρωτίστως 5 ημέρες, ξυνόμουνα μέσα στο καράβι. Λέει η μαμά μου η συγχωρεμένη στη γιαγιά. Καλέ, λέει, γιατί ξύνεται; μήπως πήρε κανένα ζωύφιο όπως τα λεγε η μαμά μου, ψείρα..για να δω και κάει έτσι και βλέπει το τσιμπούρι να είναι όρθιο στο λαιμάκι μου 18 μηνών παιδί. Αυτή δεν ήξερε η καημένη. Το τραβά και μένει μέσα τα πόδια και η μύτη......ήρθα και πρήστηκα το παιδάκι εγώ. και ο μπαμπάς μου ναυτικός πάει και του λέει του καπετάνιου, λέει, καπετάνιε το κοριτσάκι έχει γίνει χάλια. Λέει αν πάθει κάτι, τίποτα, να ξέρεις ότι θα το πετάξουμε στη θάλασσα, γιατί αν πάθει κάτι θα κάνουν το καράβι καραντίνα και δεν θα μπορεί να βγει κανένας άνθρωπος. Τότε η μαμά μου να μπάνια, 40 πυρετό, να το ένα να το άλλο φτάσαμε εν τέλει Αγίου Δημητρίου σήμερα στο Θορυκό κι όπως βγάζουνε, βγαίνουμε όλοι, η θεία η Ειρήνη....είχε από αυτά τα πικραγγουράκια, πικραγγουριά που λένε, και λέει, το σωτήριο του παδιού. Ποιο σωτήριο λέει η μαμά μου; Αυτό το πικραγγουρακι. Βγάζω, λέει, τουλμπάνι μου, έτσι λεγανε΄, ωραία πραγματα με πούλιες, το σκίζει το μισό, το τυλάει, το σπάει και βάζει το πικραγγουράκι εδώ. Αμέσως δηλητηριάστηκε εκείνο, πέθανε, ψόφησε να το πω και να ανοίξει μια οπή τέτοια και να είναι όπως το δαχτυλάκι μου τα πόδια του τσιμπουριού κι έτσι σώθηκα. Ήρθαμε στο Λαύριο.
....εκεί όλος ο πληθυσμός που φύγαμε - πήγαμε στο οπωροπωλείο εδώ, τώρα που έχει ο Πανάγος, εκεί. Αυτό ήτα ως την παλιά αστυνομία ανοιχτά τελείως και βάζανε σανό για τα πρόβατα ο κόσμος εδώ του Λαυρίου και τέτοια....εκεί μέσα , μπαιλντίσαμε, όπως θα λεγε η μαμά μου, δηλαδή περάσαμε βάσανα, πίκρες. Πήγαιναν οι δικοί μας να πιάσουνε δουλειά στη Γαλλική σκάλα και δεν τους επιτρέπανε. Εσείς οι πρόσφυγες δεν έχετε καμιά δουλειά, να πάτε στα μέρη σας. Ποια μέρη μας; Εμάς μπορεί να ήταν μέρη αλλά δεν ήμασταν Τουρκο, που ας αποκαλούσαν Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε ..αυτή είναι Τουρκοσπορίτισσα, αυτός είναι Τουρκοσπορίτης. Είχαμε όμως κάτι παλικάρια, όμορφα, λεβέντικα, Κουταλιανά, Αφησιανά, Αρετσιανά, ωραία παιδιά, άνδρες και μια μέρα κατεβαίναμε κάτω κι ήταν κι ο θείος μας ο Κουταλιανός, δικός μας είναι από τον μπαμπά μου, ο θείος μας ο Κουταλιανός είχε πάρει την αδερφή του μπαμπά μου, κι όπως ερχότανε από την Ελληνική, από τη Γαλλική, μάλλον όχι Γαλλική, από το πλυντήριο μέσα έπαιρνε κάρβουνα πλυμένα να τα δώσει στην Ελληνική. Θύμωσε ο, λέγανε τα παλικάρια τα Κουταλιανά, τα Αφησιανά ότι δεν μας πιάνουνε και μας λένε Τουρκόσπορους, το ένα το άλλο και λεει ο θείος μου ο Κουταλιανός, ΄κάνει έτσι ,τώρα λέει να πάω να σταματήσουν κι αυτά να σταματήσουνε όλα. Και σταματάει τη μηχανή, την ατμομηχανή, το Ελληνάκι - Κουταλιανάκι. Ελληνάκι τη λένε την ατμομηχανή. Το σταμάτησε το Κουταλιανάκι, ο Κουταλιανός. Λοιπόν την άλη μέρα πάνε και τους πιάσανε στη δουλειά. Σου λέει αυτοί οι άνθρωποι είναι από οικογένειες, είναι αυτά, τους πιάσανε στη δουλειά. Ο μπαμπάς μου εργαζότανε στο πλυντήριο όμως, τότε. Δεν είχε πάει με τα καράβια, αφού είχαν έρθει από τη Μικρα Ασία κι ήτανε μουσαφίρης εδώ. Κάθισε περίπου τρία χρόνια εδω και μετά μπαρκάρισε ο μπαμπάς μου, μπαρκάρισε, έφυγε.





....Η μαμά μου είχε τουμπερλέκι και αυτό γινότανε στην Τουρκία. Αλλά έβγαζε και τραγούδια πολύ ωραία. Η εξαδέλφη της ήτα η βαθύπλουτη της Αφησιάς. Είχανε χρυσωρυχείο, αυτά τα νταμάρια. Όλο χρυσό, παιδιά δεν είχανε. Και μια μερα περνούσε ένα Αρμενάκι, ένα πανέμορφο παιδί ,μελαχρινούτσικο, γλυκό παιδάκι και του λέει η Μάρθα μας. Λέει δεν το παίρνουμε Βαγγέλη αυτό το παιδάκι. Εμείς παιδιά δεν έχουμε. Θησαυρό μας έχει δωσει ο θεός, παιδιά δεν έχουμε. Παίρνουνε το παιδάκι. Στο χρόνο επανω μένει έγκυος, 17 χρόνια παντρεμένοι.Πήρανε το Αρμενάκι, το μεγαλώσανε μες στα πλούτη και μέσα στα.......ελευθερώνεται. Αθηνόδωρος ο ένας και ο Νίκος ο άλλος. Αθηνόδωος ο μπαμπάς. Και Νίκος ο άλλος. Το Αρμενάκι δεν ξέρω πώς το λέγανε, πως της διέφυγε της μαμάς μου να μου το πει. Είχε συννεφιά ένα βράδυ, κι είχανε μια πολύ πολυτελέστατη βάρκα από την Κωνσταντινουπολη και πήραν τα παιδιά. Ήταν ο ένας 17, ο άλλος 18...και παίρνει μπουρίνι και πνίγονται τα παιδιά και τα δύο. Κι έρχεται στην Αφησιά η είδηση. Έγινε η Αφησιά, όλοι μαυροφορεθήκανε μ'αυτό το συμβάν που έγινε και βγάζει η μαμά μου ένα τραγούδι:
Μια συννεφιασμένη μέρα και μια σκοτεινή βραδιά, βάρκα γύρισ' άνω κάτω και πνιγήκαν δυο παιδιά. - Η μαμά μου το γραψε αυτό- Ένας ήτανε ο Νίκος, του Αθηνόδωρου ο γιος, τ' άλλο ήταν Αρμενάκι στη μορφάδα ξακουστός. Στο χωριό όσοι το 'μάθαν όλοι λυπηθήκανε ως και τα μικρά παιδάκια μαυροφορεθήκανε.
Κατίνα Βαλλή - Σωτηρίου / 25-1-2009
Η μάνα μου είναι από τη Ραιδεστό, απάνω από τη Θράκη. Θρακιώτισσα ήτανε και ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας, δηλαδή τότε υπηρετούσε τη θητεία του και ήταν χωροφύλακας. Τον είχανε ντυμένο ωραία, σαν αξιωματικός!Εν τω μεταξύ η μάνα μου κατεβήκανε από το χωριό τους, από κει τους διώξανε και κατεβήκανε στο Λαγκαδά, στο Αρακλί. Εκεί τους δώσανε χτήματα, περιουσία, όλα αυτά και ζούσαν εκεί. Αλλά έτυχε ο πατέρας μου να είναι στη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε η μανα μου, έτσι για βόλτα, και ο πατέρας μου σαν την είδε την άρεσε. Λέει, εγώ θα την παντρευτώ τη Διαμάντω. Οι αδελφές της δε θέλανε, ούτε η μάνα της. Της λέει δε θα τον πάρεις. Εγώ, λέει, θα τον πάρω, τον αγαπάω, θα τον πάρω. Θα τον πάρεις, λέει, που θα σε πάει; Παντρεύτηκε στη Σαλονίκη και την παίρνει και πάνε στο παλιό χωριό, στην παλιά Αφησιά. Εκεί έμεινε η μάνα μου πια , έφυγε από τα αδέλφια της. Όταν έγινε ο διωγμός - εγώ γεννήθηκα το 22 εκεί, ο αδελφός μου ο μεγάλος το 18, πιο μπροστά. Έφυγε η μάνα μου, όταν έγινε ο διωγμός, λέει, θα φύγουμε, που θα πάμε; Το καράβι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο, πάρα πολύ, δεν ξέρω πόσα χωριά σήκωσε, Μαρμαρά, όλα αυτά, και θα πάμε λέει, στο Λαύριο. Όταν ήρθαν εδώ και μπήκε το καράβι, άραξε, δεν ήθελε ο πατέρας μου να μείνει, ούτε η μάνα μου. μας παίρνει τα δύο παιδιά και πάμε στη θεσσαλονίκη. Έπιασε εκεί ο πατέρας μου δουλειά και η μάνα μου ήτανε κοντά στο χωριό στο Λαγκαδά, πήγαινε κι ερχότανε. Του λέει, Γιώργο, λεει, θα πάρουμε χτήματα στο χωριό που είναι οι αδελφές μου και θα μείνουμε εδώ. Όχι, λέει, δε θέω, θέλω, λέει, να πάω στο χωριό στη Νέα Αφησιά, όπως πάνε όλοι. Πήγε γραφτηκε, πήγε η μάνα μου ξεγράφτηκε. Είχε εμένα, τον αδελφό μου το μεγάλο κι ύστερα έκανε και τον άλλο το Χρήστο, αυτόν τώρα που χάσαμε. Το μικρό τον έκανε στο χωριό, στη Νέα Αφησιά. Όταν πήγαμε εκεί πήραμε χτήματα, αλλά ήμασταν ξεκάρφωτοι, δηλαδή δεν είχαμε τίποτα άλλο. Δούλευε ο πατέρας μου τελοσπάντων εκεί με τα χωράφια, να θερίσει, να αλωνίσει, σπίτι δεν είχαμε, μας παίρνουν και μας πάνε στο μετόχι. Ήτανε καλογερικό αυτό. Εκεί πήγαινα και σχολείο. Μας δώσανε ύστερα ένα σπίτι, καθίσαμε. Ο πατέρας μου δεν είχε δουλειά, η μάνα μου αρρώστησε. Αρρωσταίνει η μάνα μου πολύ άσχημα. Τη παίρνουν, την πάνε στη Θεσσαλονίκη, την πήραν οι αδελφές της. Εγώ ήμουνα τότε 10 χρονών. Τη φέρανε, ήτανε πια τα χάλια της. 11 χρονών εγώ τη μάνα μου την έχασα, πέθανε. Άφησε τα τρία αγόρια, γιατί το μικρό τον αδελφό μου τον γέννησε εκεί στη Νέα Αφησιά. Ήτανε πέντε χρονών, στα πέντε στα έξι πεθαίνει η μάνα μου και τ'αφήνει μικρό και τα άλλα τα δυο αδέλφια μου. Κι έμεινα εγώ μόνη με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ο καημένος δούλευε, έπιασε ταχυδρόμος μετά και πήγαινε στη Συκιά γράμματα κι έφερνε και δούλευε. Όταν όμως ήτανε να πεθάνει η μάνα μου, μου λέει, εγώ, λέει, κορίτσι μου θα πεθάνω και που θα σ'αφήσω που δεν έχεις κανένα, είσαι ορφανό λέει, και δεν έχεις ούτε αδελφή ούτε θεία ούτε κανέναν.
............17 χρονών - 18 παντρεύτηκα. Λέει ο αδελφός μου ο μεγάλος ελάτε στο Λαύριο, έχει δουλειά. Ο άντρας μου, λέει, εγώ τα παιδιά θέλω να τα πάω στο Λαύριο, να τα ξεκινήσω να τα μορφώσω βρε παιδί μου λέει, εδώ τι θα κάνουνε; Όχι, λέει, θα φύγουμε.....Ήρθαμε εδώ και ήμασταν σ'ένα σπίτι με την Ευγενία μαζί. Με τη νύφη μου μείναμε 17 μέρες 18, κανά μήνα κάναμε μαζί, τρώγαμε όλοι μαζί, οικογένεια μεγάλη, τελοσπάντων άδειασε ένα σπιτάκι, πήγαμε εκεί, καθίσαμε, το φτιάξαμε. Ζήσαμε εκεί πολλά χρόνια, καλά, μαζί. Δούλευε ο άντρας μου, είχα τα τέσσερα παιδιά, φτωχά βέβαια, αλλά δουλευτής άνθρωπος, άξιος.....
.......Η Αφησιά είχε μια θάλασσα απέραντη, είχε καικια, είχε βάρκες, είχε ψαρόβαρκες κι εκείνο που θυμότανε ο άντρας μου, θυμόταν το χωριό και ήθελε να πάει. Είχαν ένα σπίτι αλλά ήτανε πολύ αγαπημένοι με τους Τούρκους.
Για το σπίτι σας τι σας λέγανε; Πώς ήταν εκεί στην Αφησιά;
Στην Αφησιά ήτανε πάρα πολύ ωραίο. Είχανε κι απάνω και κάτω. Το λέγανε δίπατο. Ήτανε ωραίο το σπίτι, έλεγε ο πατέρας μου. Είχαμε από κάτω κρασιά, είχαμε αυτά....και στο καράβι ακόμα, λέει, που φύγαμε - τότε ήταν μεγάλο, ένα καράβι απέραντο που τους πήρε - ανοίξαμε, λέει, τις βρύσες και τρέχαν τα κρασιά και φεύγανε. Τα χύναμε, δεν τα αφήναμε. Αλλά με τους Τούρκους, λέει, περνάγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν είχαμε παράπονα, μας αγαπούσαν.
Ανδριάννα Ψάλτη / 15-2-2009
Εμείς ήρθαμε το 24. Ο άντρας μου ήρθαν το 22. Εγώ γεννήθηκα το 20. Ήρθα 3.5 χρονών εδώ. Όταν είμαστε εμείς στην Πρίγκιπο, ο πατέρας μου, δε μας διώξανε. Εμείς ήμασταν τουρκουπήκοοι. Αλλά ο πατέρας μου, τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι, με τον τσαγκάρη, που πήγατε (αναφέρεται στον πατέρα του κου. Θανάση Σταγκόπουλου) . Μ'αυτόν ντυνόντουσαν τσολιάδες και πηγαίνανε από την τουρκική αστυνομία, τη λέγανε καρακόλι, και πήγαιναν απ'έξω και βρίζαν τους Τούρκους. Και τον κυνηγαγανε τον πατέρα μου και μένα και τον τσαγκάρη γιατί τους κοροιδευε. Κι όταν ήταν να φύγουμε, δε μας διώξανε, από φόβο - όταν έλεγε η μάνα μου, είχα τα παιδιά απ'έξω στη γειτονιά, που παίζαμε, κι έλεγε η μάνα μου, όταν ακούσετε κάτω και κυνηγάνε θα λέτε μαμά πεινάμε και πιάναν τον πατέρα μου και τον κρύβανε και τον έκρυβε η μάνα μου. Δε μας διώξαν οι Τούρκοι, γι'αυτον τον καημό φύγαμε. Κυνήγαγαν τον πατέρα μου να τον σκοτώσουνε. Εν τω μεταξύ στη γειτονιά που μέναμε ήταν μια εβραίικη χάβρα, ήταν οι Εβραίοι μέσα κει κι όπως ήτανε ο δρόμος έτσι, από δω καθόμασταν εμείς κι απέναντι ήταν η εβραίικη χάβρα. Κι όταν έβγαινα έξω, η μάνα μου φοβότανε να μην μας πάρουνε οι Εβραίοι. Ήταν ο νονός μου παρακάτω και έπαιζα εγώ εκεί πέρα και μ'επαιρνε ο νονός μου και με πήγαινε στο σπίτι του κι η μάνα μου μ'έχανε και γύρευε το παιδί μου, το παιδί μου, το παιδί μου, μήπως το πήραν οι Εβραίοι. Εν τω μεταξύ έβγαινε ο νονός μου από κει και φώναζε: κουμπάρα εμείς το πήραμε και το χουμε εκεί. Κι ήταν οι Εβραίοι εκεί, μάντρα ολόκληρη μέσα ήτανε, κι όταν ήταν το Πάσχα, Μεγάλη Παρασκευή, έλεγε η μάνα μου, ντύναμε έναν άνθρωπο και τον καίγαμε μέσα στην αγορά, την πλατεία των Εβραίων, τη Μεγάλη βδομάδα. Δηλαδή η Πρίγκηπος ήτανε πως είναι το Λαύριο, μια γέφυρα μεγάλη, πλατιά που πηγαινοέρχονταν τα βαπόρια κια αράζανε. Κι ήτανε Πρίγκιπος γιατί ερχόντουσαν όλοι οι Πρίγκιπες.
Η γιαγιά μου κι η μαμά μου, από κάτω, πως έχουμε εμείς το σπίτι από κάτω κι από πάνω, το νοίκιαζε κάθε καλοκαίρι επιπλωμένο - και μάλιστα όταν φύγαμε κι είχαμε όλα τα έπιπλα εκεί πέρα, κι έλεγε η γιαγιά μου θα ξανάρθουμε, θα ξαναγυρίσουμε πίσω.
Να σου πως και για τον Αη Γιώργη. ήταν ένας βοσκός. Όπως έβοσκε τα πρόβατά του, τον πήρε ο ύπνος και βλέπει στον ύπνο του έναν ανθρωπο και του λέει θα σκάψετε κάτω και θα βρείτε ένα εικόνισμα με κουδούνια και τον λένε ο Αη Γιώργης ο κουδουνής. Πηγαίναμε με τα γαιδουράκια. Ήταν πάνω στο ύψωμα, σε βουνό και πηγαίναμε με τα γαιδουράκια. Τη μάνα μου την είχα φωτογραφία, την έχασα. Πάνω στο γαιδουράκι που πηγαίνανε στον Αη Γιώργη. Όταν ήμουνα εγώ μικρή, αρρώστησα, δεν ξέρω τι έκανα, και με πούλησε η μάνα μου στον Αη Γιώργη και πήρα ένα φυλαχτό με κουδουνάκια κι έλεγε η μάνα μου, όταν έρθει η ώρα να παντρευτώ να πα να με ξεπουλήσει στον Αη Γιώργη του κουδουνά. Όταν ήρθα εδώ πέρα, που ήρθε η ώρα για να παντρευτώ πήγα στη Βαγγελίστρια ακι λέω του παππα αυτό κι αυτό. Η μάνα μου μ'έταξε στον Αη Γιώργη τον κουδουνά στην Κωνσταντινούπολη. Φοβάμαι μήπως....και μου κάνε μια παράκληση, ο παπάς και μου λέει παιδάκι μου τώρα είσαι εντάξει. Γιατί φοβόμουνα γιατί η μάνα μου είπε όταν έρθω σε ηλικία να πα να με ξεπουλήσει. Ε, αφού φύγαμε από κει πέρα...
Σαν τη Μακρόνησο ήταν η Αντιγόνη και πιο πέρα απο το άλλο μέρος ήταν η Χάλκη. Ο παππούς μου είχε καίκια μεγάλα και πήγαινε από την Πρίγκιπο στην Αντιγόνη κι έφερνε τροφίματα και έδινε στα μαγαζιά κι είχε και το μαγαζί το δικό του. Εκεί την αγορά τη λέγανε τσαρσί. Κι είχε το μαγαζί εκεί κι έφερνε εμπόριο και για το μαγαζί του και για τον κόσμο εκεί πέρα που είχε. Και νοικιάζαμε τα σπίτια, είχαμε περιουσία δηλαδή μπόλικα. Αλλά όταν ήρθαμε εδω πέρα τι φέραμε; πετρέλαιο, να ανάψουμε που δεν είχανε αυτά, λάδια, φαγώσιμα, ενα πάπλωμα, ένα στρώμα να κοιμηθούμε. Και που μας βάλανε, μέσα σε μια αποθήκη. Ξέρεις που είναι το μανάβικο (του Πανάγου) αυτή ήταν ολόκληρη αποθήκη κι ήταν και του Ψαράκη το μαγαζί μαζί και μας βάλαν τέσσερις - πέντε οικογένειες και κάναμε έτσι με σεντόνια, για να μη μας βλέπει ο ένας κι ο άλλος και κοιμόμαστε. Μετά από κει μας επιτάξανε σπίτια στο νυχτοχώρι και μας βάλανε μέσα στο νυχτοχώρι κι απ' το νυχτοχώρι μετά φτιάξανε του συνοικισμού τα σπίτια κι ανεβήκαμε επάνω. Ήρθαμε δηλαδή με τίποτα. Ίσα ίσα τρόφιμα, τα λεφτά που είχαμε τα πήραμε εδώ για να ζήσουμε, να φάμε. Ξοδεύαμε, δουλειά δεν είχε, με τα λεφτά που φέραμε.
Εδώ όταν ήρθα βρήκα τον άντρα μου. Ήτανε Κουταλιανός. Και μου τα λεγε η πεθερά μου για την Κούταλη. Ήταν ο πρώτος νοικοκύρης στην Κούταλη. Με περιουσίες, με υπηρέτες, με τα πάντα. Κι είχε και γυναίκες - καμιά φορα τυχαίνανε Κουταλιανές που ρχόντανε, κυρ Αντριάννα, μου λέγανε, φάγαμε ψωμί από την πεθερά σου - αγελάδια είχε, αυτά που κάνανε μετάξια, περιβόλια, χωράφια με μουριές, απ 'ολα τα πράγματα είχε. Καφενεία, σπίτια, μαγαζιά. Εμείς όμως (στην Πρίγκιπο) δεν είχαμε χωράφια, εμάς η Πρίγκιπος ήτανε εκεί πως είναι η Αθήνα. Ήτανε όλο μαγαζιά και σπίτια. Το ωραιότερο μέρος ήταν η Πρίγκιπος. Ο πεθερός μου ήταν ψάλτης στο χωριό κι όταν ήρθαν εδώ πέρα, ο Τζούβας τον φώναξε - εγώ δεν ήθελα να πάει - κι έλεγε η πεθερά μου: όχι να ακουστεί ο Ψάλτης, δηλαδή σαν τον άντρα της που ήταν ψάλτης να γίνει και ο γιος της. Επειδή ήταν πλούσιος και τον λέγανε ο Αλέξανδρος ο ψάλτης στην Κούταλη, ήθελε η πεθερά μου να μείνει Ψάλτης.
Θυμάστε να μας πείτε κάποιο τραγούδι;
Αυτό που λέγανε, την προσφυγοπούλα: αρχοντογιος παντρεύτηκε και πήρε προσφυγοπουλα και η πεθερά δεν την ήθελε κι είχε ψάρια τηγανιστά και λέει: κάτσε να φας φαί, ψάρια τηγανισμένα και με την πρώτη πηρουνιά η κόρη εφαρμακώθη. Αχ προσφυγοπούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν' τα δόλια μάτια μου. Κι ένα τραγούδι που λέει: Αχ και πάω να ψαρέψω - πολίτικο τραγούδι - μαύρα μάτια να διαλέξω. Ρίχνω την πρώτη καμακιά, έλα Χριστέ και Παναγιά. Βγάζω τρεις σαρδέλες, τρεις μελαχρινές κοπέλες. Η μια ήταν απ' το Γαλατά, βαστάει το νου της δυνατά, κι άλλη απ' το Νιχώρι του Χατζηγιαννακου η κόρη. Η τρίτη η μικρότερη απ'όλες εμορφότερη. Ήταν από την Πόλη, την αγαπούσαν όλοι. Την αγάπησα κι εγώ, να τηνε πάρω δεν μπορώ. Θα σε πάρω, θα σε πάρω με παπά και με κουμπάρο. Θα σε πάρω Πηνελόπη με παπά και με δεσπότη. Προσφυγίστικα τραγούδια αυτά.
Όταν ήρθαν εδώ πέρα κι ήμασταν εμείς μικρά και μιλάγανε τούρκικα, δηλαδή καλή ώρα μες στο σπίτι θέλουν να πούνε κάτι, μικρά παιδιά να μην το ξέρουμε και τα μιλάγανε τούρκικα. Κι αρχίζουμε εμείς και τα καταλαβαίναμε, κι έλεγε η μάνα μου τον πατέρα μου: Αχ Φώτη τα παιδιά αρχίζουν και καταλαβαίνουνε, να φοβόμαστε που τα μιλάμε. Καταλάβαινα δηλαδή τις λέξεις που ήθελαν να πούνε....
Όταν ήρθατε εδώ οι ντόπιοι πως σας δέχτηκαν;
Τουρκόσποροι μας φωνάζανε. Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες. Όνομα δεν είχαμε. Όνομα δεν είχαμε, τουρκοσπορίτες ήμασταν. Κι ύστερα έγινε ο συνοικισμός και μείναμε Κουταλιανοί, Αφησιανοί, Κωνσταντινουπολίτες μείναν όλοι εδώ πέρα στο συνοικισμό. Το όνομά μας ήταν Τουρκοσπορίτες. Όνομα δεν είχαμε. Κι όταν ήρθαμε θυμάμαι φέραμε πετρέλαιο τενεκέδες και ανάβαμε τη λάμπα στην αποθήκη, που μέναμε και δίπλα ήταν ένα μαγαζάκι και άναβε το βραδυ μ'ένα, με κάτι, έτσι, κεράκια κι έρχονταν αμέσως αυτές να μας δούνε και λέγανε καλά αυτό το νερό πως ανάβει; Δεν ξέρανε τι ήταν το πετρέλαιο. Αφήκαμε σπίτια επιπλωμένα.
Θυμάστε το σπίτι σας;
Το θυμάμαι.Όπως ήταν από κάτω καλή ώρα έτσι, ήταν το πρώτο και μέσα ήταν περιβόλι και μες στο περιβόλι ήταν ένα πηγάδι. Μεγάλωσα πριγκίπισσα, γιατί είχανε οι γονείς μου, είχανε. Το τι ήθελα το φόρεσα από μικρό παιδάκι. Ήταν οι πολίτικες οι παντόφλες παιδικές και μου παίρνανε πολίτικες παντόφλες με τη φούντα να βάλω, Το τι φόρεσα μόνο ο θεός το ξέρει. Πριγκίπισσα μεγάλωσα....Είχανε πολλά λεφτά κι ήμουνα και το πρώτο εγγόνι...Αλλά όταν ήρθαμε εδώ, χάσαμε, τα χάσαμε όλα, ό,τι είχαμε τα φάγαμε. Μας έπιασε η κατοχή μετά, ό,τι χρυσαφικό, αν τα είχα τα χρυσαφικά τώρα, όχι μόνο για δείγμα, το σχέδιο, θα παιρνα του κόσμου τα λεφτά. Το χρυσαφικό που χαλάσαμε, φέρανε, χρυσαφικά φέρανε, κι ασημένια κουταλάκια φέρανε. Και πάλι δόξα σοι ο Θεός. Ωσπου να σνέλθουνε, να βρούνε δουλειά οι γονείς μας, να κάνουνε, ό,τι είχαμε το φάγανε.
Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε στην Πρίγκιπο;
Ο πατέρας μου είχε δίπλωμα ελαιοχρωματιστή. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν γύψινα, ήταν στα παλάτια, μέσα σ'αυτά, στα ταβάνια και τα ζωγραφίζαμε, κι είχε το δίπλωμα ζωγραφικής, έπαιρνε πολά λεφτά.
Και εδώ όταν ήρθε μετά;
Και εδώ, όταν ήρθε, ζωγραφική έκανε. Ε, μετά πήγαινε στους Καριποπουλαίους, είχανε μαγαζί και του ζωγράφιζε όλα τα βαρέλια
Θυμάστε κάτι άλλο από έθιμα;
Την Πρωτοχρονιά ζυμώναμε πίτες. Ζυμώναμε πίτες και την Πρωτοχρονιά καθόμασταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι, μαζευόμασταν για να κόψουμε την πίτα. Δηλαδή, Χριστούγεννα και Πάσχα έπρεπε να μαζευτεί όλη η οικογένεια. ΚΙ όταν το βράδυ πια τελειώναμε το τραπέζι μας, το αφήναμε γεματο για να ρθει ο Αη Βασίλης να το βρει φορτωμένο για να ναι το σπίτι όλη τη χρονιά, να είναι....
Μ'είχε η μάνα μου ένα ποίημα μικρή, όταν ήμουνα κι όταν ήταν να κόψουμε την πίτα, μ'ανεβάζανε πάνω στο τραπέζι, με ντύνανε πριγκίπισσα και ήθελε να πω: Πρωτοχρονιά γλυκιά βραδιά και νύχτα μυρωμένη, με ανήσυχη καρδιά, μα τι σε περιμένει. Τον ακούεις κάτω μητερούλα μου καλή, τρίζει το πάτημά του πάνω στο σκαλί. Φύσηξε ο αέρας, έφεξε το σπιτικό, έρχεται ο πατέρας με χαμόγελο γλυκό. Το καλύτερο τραπέζι το κάναμε το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Την καλή βραδιά το σπίτι έπρεπε να έχει απ'όλα.Και τ'αφήναν έτσι, γιανα μπορέσει να ρθει και ο Αη Βασίλης να το βρει και να ναι όλη τη χρονιά γεμάτο.
....Το Πάσχα πηγαίναμε στην εκκλησία, δεν μας απαγόρευαν από τίποτα. Παρέα κάναμε, η γιαγιά δηλαδή κι η μάνα μου κάνανε με τις Τουρκάλες παρέα. Ερχόντουσαν να πιούνε καφέ...
....Ό,τι είχανε τα φέρανε, τα φάγανε, ωσπου να βρουνε δουλειές. Μια Γαλλική Εταιρεία δούλευε. Ο άντρας μου πήγε από 10 χρονών παιδάκι, ήρθε μικρός, 10 χρονών, και πήγε στη Γαλλική Εταιρεία, υπηρέτης το καημένο κι έκανε θελήματα σ'έναν μηχανικό για να πάρει 10 δραχμές. Μετά πήγε και πήρε δίπλωμα μηχανοδηγού - θερμαστή κι ήτανε στο τρένο που πήγαινε, στο, το Ελληνάκι, το Κουταλιανάκι
....πανηγύρια εδώ, όταν ήρθαμε, πηγαίναμε στον Αγιο Κωνσταντίνο, στην Αγια Τριάδα, καθόμασταν στα πεύκα από κάτω όλες οι οικογένειες από κει πέρα, χορούς, πάντα με τραγούδια. Τις Απόκριες, όταν ήρθαμε εδώ πέρα, ντυνόμσταν μασκαράδες, ερχόντουσαν στο δικό σου το σπίτι, ερχόντουσαν στο δικό μου το σπίτι, να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε....Κάναμε χαλβά, όποιος ερχότανε, να κεράσουμε ένα χαλβά κι ακουγότανε το σπίτι.
Για τον κλύδωνα ξέρετε;
Στον κλύδωνα λοιπόν μαζευόμασταν, γυρίζαμε όλη τη γειτονιά και πίναμε αμίλητο νερό. Πηγαίναμε και μαζεύαμε νερο αμίλητο απ'τις βρύσες όλες και βάζαμε σ'ένα κιούπι όλα. Έβαζες εσύ ένα δαχτυλίδι, έβαζες ό,τι ήθελες και μαζευόμστε τώρα όλοι και ντυνότανε ένας, ντύναμε νύφη, λέγαμε ένα τραγούδι και έβγαζε ένα από μέσα κι έλεγε: Α, δικό μου είναι. Κι όταν τελείωνε ο γύρος, τότε παίρναμε νερό απ'αυτό και γυρίζαμε στα σπίτια όλα και ακούγαμε το όνομα , τι όνομα θ'ακούσεις, αυτόν, λέγανε, θα πάρεις. Αυτό γινότανε τ' Αη Γιαννιου.
Τα προσφυγόπαιδ, όταν ήρθαν εδώ πέρα, κάναμε την ομάδα Βυζάντιο και ντυνόντουσαν και πηγαίνανε κάτω - εδώ που είναι αυτουνού το οικόπεδο, που ήταν πρώτα το εργοστάσιο του Δέδε, ήταν πλατεία και πηγαίνανε και παίζανε εκεί. Και κάνανε κονκάρδες μαυροκίτρινες και κατεβαίνανε κάτω που παίζανε μπάλα και χάσαμε μια φορά με τον Ολυμπιακό και μας λέει μία και να καίει. Ε, και με πιάσαν εμένα τ'αυτά, καλά, λέω, θα ξαναπαίξουμε. Το τι μας κάνανε δε, μας βρίζανε τουρκοσπορίτες. Τους κερδίσαμε τους Τουρκοσπορίτες. Εμείς όμως δεν το βάζαμε κάτω, κατεβαίναμε με τις κονκάρδες και πηγαίναμε κάτω που παιζαν τα παιδιά μας μπάλα.
14 /2/2009 Θανάσης Σταγκόπουλος

Όταν πήγα δημοτικό λέω του πατέρα μου θα σας πω όλα της Πριγκίπου. Πιάνω μια κόλλα χαρτί και τους φτιάχνω το σπίτι με τα σκαλάκια, με την κληματαριά και τη μουριά, το πηγάδι και το περιβόλι. Φύτευε τα πάντα. ......

....................(ο πατέρας μου) έφτιαχνε παπούτσια για τους Έλληνες, για τους Τούρκους και για τις χανούμισσες πασούμια. Ήταν τσαγκάρης καλός∙ μην κοιτάς εδώ πέρα που γύρναγε στο Νυχτοχώρι, τον Κυπριανό και τη Νεάπολη κι έπαιρνε παπούτσια, τότε ήταν φτωχός ο κόσμος και βάζανε σόλες, τακούνια.
.............Όταν ήρθαμε εδώ, που είναι του Δέδε το εργοστάσιο, προτού γίνει, είχαμε πάει σε σκηνές. Ακόμα υπήρχαν προτού γίνει το εργοστάσιο, τα σημάδια, τα λούκια που είχανε κάει τις σκηνές. Φεύγουμε από τις σκηνές, που είχες ο Γλαντζής τις εφημερίδες, κάοτε ήταν αποθήκη, και πήγαμε εκεί. Μετά από κει φύγαμε και πήγαμε μες στην αυλή που ήταν όλο Αρμεναίοι. Να σου πω τα ονόματά τους τα ξέρω όλα: Αβεντής, Αγκόπ, Τουραντά, Γεστέρ, Σαρκής, Μπογόζ. Όλο Αρμένηδες ήτανε αλλά ήταν ωραία μέσα στην αυλή.
......Η Πρίγκιπος το λιμάνι είχε κάγκελα. Κι είχανε όλοι οι γνωστοί της μάνας μου και του πατέρα μου, που φύγανε, καθόντουσαν στα κάγκελα και κλαίγανε. Μπήκαμε σ’ένα καϊκι κι ήτανε μέσα η θεία μου η Μάρω και μια κόρη που είχε, οι Μαλλινάκηδες κι ένας, αν τον θυμάστε τον κουτσό το Λουκά. Πήγαμε στο αβάλα το βαπόρι. Όλο πρόσφυγες μέσα. ...

..........Ο συνοικισμός εδώ ήτανε δάσος∙ το κουρέψανε και κάνανε το συνοικισμό με αμίαντα, μια κάμαρα και μια κουζινίτσα...........ήταν άδειο το σπίτι. Και τι κάνανε; Βάζανε θειάφι με φωτιά για τους κοριούς και ήρθαμε από την αυλή και κάτσαμε εδώ.

.........Τα Χριστούγεννα η μάνα μου έφτιαχνε τρεις πίτες, μια μεγάλη, μια πιο μικρή και μια πιο μικρή. Πήγαινε ο πατέρας μου και έπαιρνε, γέμιζε ένα τσουβαλάκι διαφορα φρούτα, κάστανα, καρύδια, τα πάντα. Αφού τρώγαμε τα κρέατα φεύγανε όλα, έβαζε την πίτα κι έδινε στον πατέρα μου κι έκοβε κι έλεγε για κείνον, για κείνη .....και περνάγαμε ωραία περνάγαμε.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Η ονομασία Μικρά Ασία και τα όρια αυτής

Η ονομασία Μικρά Ασία (και σπανιώτερα Ελάσσων Ασία) παρουσιάζεται κατά τον 4ο μ.χ αιώνα. Ο Παύλος Ορόσιος είναι, φαίνεται, ο πρώτος, ο οποίος την μεταχειρίσθηκε.

Ποια όμως αριβώς χώρα ονομάζουμε εμείς σήμερα Μικρά Ασία και έως που εκτείνουμε τα όριά της;

Τα προς Β, προς Δ και προς Ν όρια της Μ. Ασίας είναι σαφώς διαγεγραμμένα, διότι τα αποτελούν θαλάσσια ύδατα. Είναι ο Εύξεινος (προς Β), ο Βόσπορος και η Προποντίδα (προς ΒΔ), ο Ελλήσποντος και το Αιγαίο (προς Δ) και η Μεσόγειος (προς Ν), ή ακριβέστερα, το τμήμα εκείνο της Μεσογείου, το οποίο απλώνεται μεταξύ της Μ. Ασίας και της Αιγύπτου, περιβρέχει την Κύπρον και καταλήγει στον Ισσικό κόλπο.
Αλλά ενώ τα προς Β, προς Δ και προς Ν όρια είναι φυσικώς ευδιάκριτα, τα ανατολικά δεν είναι τελείως καθορισμένα. Εδώ η Μ. Ασία δεν έχει όρη, τα οποία να την διαχωρίζουν από τις γειτονικές της χώρες, από την Αρμενία και Μεσοποταμία, με όρια πραγματικά και φυσικά, όπως λ.χ η Ισπανία τα Πυρηναία και η Ιταλία τις Άλπεις. Γι 'αυτό ενταυθα το όρια εν γένει της χώρας ήταν πάντα ακαθόριστα. Αλλά για τη γεωγραφική περιγραφή αρκεί γραμμή νοητή, αδρομερώς χαρασσομένη δια των οροσειρών από του Ισσικού κόλπου προς τον Ευφράτην μεταξύ Σαμοσάτων και Μελιτηνής, ακολουθούσα έπειτα τον ρουν του ποταμού και καταλήγουσα προς Α της Τραπεζούντας στον Εύξεινο Πόντο.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Γενεαλογικό Δένδρο




Ονοματεπώνυμο πρόσφυγα: Λογοθέτης Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 16 Μαρτίου 1909, Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτου: 28 Απριλίου 1996, Λαύριο Αττικής
Τελευταίο επάγγελμα στην πατρίδα του:
Έτος διωγμού: 1922

Ονοματεπώνυμο συζύγου πρόσφυγα: Χρυσομάλλη Τριανταφυλλιά
Έτος και τόπος γέννησης: 1905 Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτου: 18 Μαρτίου 1980 Λαύριο Αττικής
Τελευταίο επάγγελμα στην πατρίδα της:

Γονείς πρόσφυγα
Ονοματεπώνυμο πατέρα: Βασίλειος Μήτρου (Δημητρίου)
Έτος και τόπος γέννησης: 1844 Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτου: 1943 Λαύριο Αττικής
Επάγγελμα: Ιδιοκτήτης ταρσανά
Ονοματεπώνυμο μητέρας: Καλλιόπη Τσίρα
Έτος και τόπος γέννησης 1870 Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος Θανάτου: 1945 Λαύριο Αττικής
Επάγγελμα:οικιακά

Αδέλφια Πρόσφυγα (ονοματεπώνυμο, έτος και τόπος γέννησης, έτος και τόπος θανάτου)
1. Δημήτριος Μήτρου 1890 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 1969 - Λαύριο Αττικής
2. Ιωακείμ Μήτρου
3. Αννίκα Μήτρου - Δαμαρλάκη
4. Γεώργιος Μήτρου 1904 Κούταλη Μικράς Ασίας, 1966 Λαύριο Αττικής
5. Γαιτανιώ Μήτρου - Μαργαρίτη 1905 Κούταλη Μικράς Ασίας, 29/5/92 Λαύριο Αττικής
6. Θεόδωρος Μήτρου, 1911 Κούταλη Μικράς Ασίας, 1941 Λαύριο Αττικής
7. Ελευθέριος Μήτρου (τάγματα εργασίας- αμελέ ταμπουρού)
8. Ζαφειρία Μήτρου (γεννήθηκε και πέθανε στην Κούταλη σε βρεφική ηλικία)


Γονείς Συζύγου Πρόσφυγα
Ονοματεπώνυμο πατέρα: Αντώνιος Χρυσομάλλης
Έτος και τόπος γέννησης: Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτου : τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού)
Επάγγελμα: Δύτης
Ονοματεπώνυμο μητέρας: Αρχοντούλα Ψάρρα - Χρυσομάλλη
Έτος και τόπος γέννησης: 1880 Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτους 1953 Λαύριο Αττικής
Επάγγελμα: οικιακά


Αδέλφια συζύγου πρόσφυγα (ονοματεπώνυμο, έτος και τόπος γέννησης, έτος και τόπος θανάτου)
1. Χρυσόστομος Χρυσομάλλης 1902 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 1979 - πολιτικός εξόριστος στην Πολωνία
2. Αννίκα Χρυσομάλλη - Μπαμπλιά 1908 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 11/8/90 - Λαύριο Αττικής
3. Αναστάσιος Χρυσομάλλης, 1909 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 22/3/1941 - Αλβανικό μέτωπο
4. Ευαγγελία Χρυσομάλλη- Μπαρμπαρή, 1912 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 20/1/2008 Λαύριο Αττικής
5. Δημήτριος Χρυσομάλλης, 1915 Κούταλη Μικράς Ασίας, 1917 Κούταλη Μικράς Ασίας

1 παιδί πρόσφυγαΟνοματεπώνυμο: Στυλιανός Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1941 Λαύριο Αττικής
Ονοματεπώνυμο συζύγου: Ελένη Κόλλια
Έτος και τόπος γέννησης: 1944, Κερατέα Αττικής

Εγγόνια πρόσφυγα από το 1 παιδί
1 εγγόνι
Ονοματεπώνυμο: Λογοθέτης Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1976 , Λαύριο Αττικής
Ονοματεπώνυμο συζύγου: Ελπίδα Ιωακειμίδου
Έτος και τόπος γέννησς: 1980, Ιωάννινα
Τέκνα (δισέγγονα πρόσφυγα) / Ονοματεπώνυμο, έτος και τόπος γέννησης: Στυλιανός Μήτρου , 2006 Ιωάννινα


2 εγγόνι
Ονοματεπώνυμο: Παρασκευή Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1977 Λαύριο Αττικής

3 εγγόνι
Ονοματεπώνυμο: Τριανταφυλλιά Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1977 Λαύριο Αττικής


2 παιδί πρόσφυγαΟνοματεπώνυμο: Καλλιόπη Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1944 Λαύριο Αττικής


3 παιδί προσφυγα
Ονοματεπώνυμο: θεόδωρος Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1948 Λαύριο Αττικής


Λογοθέτης Μήτρου (του Βασιλείου)




Λογοθέτης Μήτρου, προσφυγικός συνοικισμός Αγίου Ανδρέα, επισκευάζοντας τον ομώνυμο ναό









Οικογένεια Λογοθέτου Μήτρου στον προσφυγικό συνοικισμό του Αγίου Ανδρέα στο Λαύριο





Λογοθέτης Μήτρου

Τριανταφυλλιά και Ευαγγελία Χρυσομάλλη




Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη(εξ αριστερών)


Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη (δεύτερη από αριστερά) - Ευαγγελία Χρυσομάλλη (πρώτη από δεξιά)







Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη (πρώτη από δεξιά)






Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη (όρθια)






Τριανταφυλλιά και Ευαγγελία Χρυσομάλλη


από αριστερά πρώτη Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη & τρίτη Αννίκα Χρυσομάλλη








Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη






Ευαγγελία Χρυσομάλλη




Δημήτριος Μήτρου (μετά της συζύγου του)



Θεόδωρος Μήτρου (του Βασιλείου)





Αννίκα Μήτρου - Φώτιος Δαμαρλάκης (από Αφησιά)




Αννίκα Μήτρου και Φώτιος Δαμαρλάκης με τα παιδιά τους Χαράλαμπο και Καλλιόπη




Γεώργιος Μαργαρίτης - Γαιτανιώ Μήτρου




Γεώργιος Μήτρου - Σουλμεγιό Σταύρου (Αφησιά)



Γεώργιος Μήτρου (μπαλώνοντας δίχτυα μπροστά από το παλιό δημαρχείο






Γεώργιος Μήτρου (πρώτος από αριστερά)






Θεόδωρος Μήτρου (του Λογοθέτου)





Χρυσόστομος Χρυσομάλλης







Αναστάσιος Χρυσομάλλης











Αννίκα Χρυσομάλλη Μπαμπλιά








Στέφανος Μπαμπλιάς (Κούταλη) - Αννίκα Χρυσομάλλη




Αρχοντούλα Χρυσομάλλη







(όρθιοι από αριστερά: Λογοθέτης Μήτρου, Στέφανος Μπαμπλιάς


Καθισμένοι : Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη Μήτρου, Ευαγγελία Χρυσομάλλη Μπαρμπαρή, Αννίκα Χρυσομάλλη Μπαμπλιά, Νικόλαος Μπαμπλιάς (του Στέφανου)