Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Μαρτυρίες Προσφύγων









Ευγενία Κατιδάκη- Βαλλή 26/10/08

Η θεία Η Γερμανού, του παππού του Φώτη η αδερφή ανειρεύτηκε - κι είχανε πολύ ωραίο κήπο...αυλή, τριανταφυλλιές..- βλέπει ένα παλικάρι και της λέει:θα πας σε 'κείνο το δέντρο, λέει, στη ροδακινιά, που είναι η τριανταφυλλιά η μεγάλη, από κάτω είναι ένα κιούπι γεμάτο Κωνσταντίνου και Ελένης, κωνσταντινάτα φλουριά, χρυσά. Θα πάρεις και τη Μάρθα κα θα πάτε και οι δύο. Θα πάρετε κι ένα κόκορα, θα τον σφάξετε εκεί κι εγώ φεύγω. Είναι γεμάτο κωνσταντινάτα φλουριά. Η θεία η Γερμανού ........δεν πήρε τη γιαγιά τη Μάρθα, δεν πήρε ούτε κόκορα να σφάξει.......πάει μόνη της, αξία, σκάβει, βγάζει το κιούπι και να είναι μαύρα όλα, καφέ χρώμα. Γιατί; Γιατί δεν πήρε ό,τι της είπε.....Λοιπόν η Αφησιά γέμιζε κωνσταντινάτα φλουριά αλλά όχι χρυσά. Πάρτε, έλεγε η γιαγια μου η Μάρθα, πάρτε, πάρτε, πάρτε, είναιχαλασμένα, δεν είναι χρυσά, γιατί η κουνιάδα μου δεν πήρε κι εμένα που της είπε..ποιος ήταν ο Χριστός ήτανε ο αγιος Φανούριος ήτανε, ποιος ήτανε, δεν με πήρε κι έτσι πάρτε κόσμε.


.......Το ΄21 είμαι γεννημένη εγώ, αλλά ο μπαμπάς μου για να μην καθεται εκεί, ήταν σε ποστάλι της Κωνσταντινούπολης. Κούταλη, Αφησιά, Αρετσού....εκεί τα νησιά και Κωνσταντινούπολη προπαντως πήγαινε....Είμαι αγράμματη εγώ. Τετάρτη Δημοτικού τελείωσα και θα πήγαινα στην Πέμπτη - και πάω δύο μήνες στην Πέμπτη και παθαίνει η μαμά μου ίκτερο, ο μπαμπάς μου στη θεσσαλονίκη, οι ανηψιές μας λείπανε στην Αθήνα τότε, ....και εμείς είμαστε μονάχοι. Τί θα κάναμε;Ποιος θα την κοιτάει τη μαμά; Δεν πήγα σχολείο κι έμεινα στραβή, αόμματη είμαι, που βλέπω και περνάω βελόνι στο λεπτο

......Τρίτη φορά την προσφυγιά γνωρισε η ψυχή μου κι η προσφυγιά μου άφησε σημάδι στο κορμί μου. Το βλέπετε αυτό; Το βλέπετε;Λέτε και είναι χειρουργική επέμβαση. Δεν είναι. Μες στο βαπόρι το έπαθα το καημένο. Ο Μπέης.....είχε σκυλάι αυτός, ένα υπέροχο σκυλάκι και φαίνεται είχε τσιμπούρι το σκυλάκι.....όπως ήμουνα 18 μηνών παιδί, γιατί μας σηκώσανε οι Τούρκοι, πήγαμε στη Σμύρνη 4-5 μήνες , μετά μας ξαναφέρανε στην Αφησιά - από τη μαμά μου τα έχω ακούσει - εγώ ήμουνα 18 μηνών. Λοιπόν ήρθαμε Αγίου Δημητρίου στο Λαύριο. Αλλά πρωτίστως 5 ημέρες, ξυνόμουνα μέσα στο καράβι. Λέει η μαμά μου η συγχωρεμένη στη γιαγιά. Καλέ, λέει, γιατί ξύνεται; μήπως πήρε κανένα ζωύφιο όπως τα λεγε η μαμά μου, ψείρα..για να δω και κάει έτσι και βλέπει το τσιμπούρι να είναι όρθιο στο λαιμάκι μου 18 μηνών παιδί. Αυτή δεν ήξερε η καημένη. Το τραβά και μένει μέσα τα πόδια και η μύτη......ήρθα και πρήστηκα το παιδάκι εγώ. και ο μπαμπάς μου ναυτικός πάει και του λέει του καπετάνιου, λέει, καπετάνιε το κοριτσάκι έχει γίνει χάλια. Λέει αν πάθει κάτι, τίποτα, να ξέρεις ότι θα το πετάξουμε στη θάλασσα, γιατί αν πάθει κάτι θα κάνουν το καράβι καραντίνα και δεν θα μπορεί να βγει κανένας άνθρωπος. Τότε η μαμά μου να μπάνια, 40 πυρετό, να το ένα να το άλλο φτάσαμε εν τέλει Αγίου Δημητρίου σήμερα στο Θορυκό κι όπως βγάζουνε, βγαίνουμε όλοι, η θεία η Ειρήνη....είχε από αυτά τα πικραγγουράκια, πικραγγουριά που λένε, και λέει, το σωτήριο του παδιού. Ποιο σωτήριο λέει η μαμά μου; Αυτό το πικραγγουρακι. Βγάζω, λέει, τουλμπάνι μου, έτσι λεγανε΄, ωραία πραγματα με πούλιες, το σκίζει το μισό, το τυλάει, το σπάει και βάζει το πικραγγουράκι εδώ. Αμέσως δηλητηριάστηκε εκείνο, πέθανε, ψόφησε να το πω και να ανοίξει μια οπή τέτοια και να είναι όπως το δαχτυλάκι μου τα πόδια του τσιμπουριού κι έτσι σώθηκα. Ήρθαμε στο Λαύριο.
....εκεί όλος ο πληθυσμός που φύγαμε - πήγαμε στο οπωροπωλείο εδώ, τώρα που έχει ο Πανάγος, εκεί. Αυτό ήτα ως την παλιά αστυνομία ανοιχτά τελείως και βάζανε σανό για τα πρόβατα ο κόσμος εδώ του Λαυρίου και τέτοια....εκεί μέσα , μπαιλντίσαμε, όπως θα λεγε η μαμά μου, δηλαδή περάσαμε βάσανα, πίκρες. Πήγαιναν οι δικοί μας να πιάσουνε δουλειά στη Γαλλική σκάλα και δεν τους επιτρέπανε. Εσείς οι πρόσφυγες δεν έχετε καμιά δουλειά, να πάτε στα μέρη σας. Ποια μέρη μας; Εμάς μπορεί να ήταν μέρη αλλά δεν ήμασταν Τουρκο, που ας αποκαλούσαν Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε ..αυτή είναι Τουρκοσπορίτισσα, αυτός είναι Τουρκοσπορίτης. Είχαμε όμως κάτι παλικάρια, όμορφα, λεβέντικα, Κουταλιανά, Αφησιανά, Αρετσιανά, ωραία παιδιά, άνδρες και μια μέρα κατεβαίναμε κάτω κι ήταν κι ο θείος μας ο Κουταλιανός, δικός μας είναι από τον μπαμπά μου, ο θείος μας ο Κουταλιανός είχε πάρει την αδερφή του μπαμπά μου, κι όπως ερχότανε από την Ελληνική, από τη Γαλλική, μάλλον όχι Γαλλική, από το πλυντήριο μέσα έπαιρνε κάρβουνα πλυμένα να τα δώσει στην Ελληνική. Θύμωσε ο, λέγανε τα παλικάρια τα Κουταλιανά, τα Αφησιανά ότι δεν μας πιάνουνε και μας λένε Τουρκόσπορους, το ένα το άλλο και λεει ο θείος μου ο Κουταλιανός, ΄κάνει έτσι ,τώρα λέει να πάω να σταματήσουν κι αυτά να σταματήσουνε όλα. Και σταματάει τη μηχανή, την ατμομηχανή, το Ελληνάκι - Κουταλιανάκι. Ελληνάκι τη λένε την ατμομηχανή. Το σταμάτησε το Κουταλιανάκι, ο Κουταλιανός. Λοιπόν την άλη μέρα πάνε και τους πιάσανε στη δουλειά. Σου λέει αυτοί οι άνθρωποι είναι από οικογένειες, είναι αυτά, τους πιάσανε στη δουλειά. Ο μπαμπάς μου εργαζότανε στο πλυντήριο όμως, τότε. Δεν είχε πάει με τα καράβια, αφού είχαν έρθει από τη Μικρα Ασία κι ήτανε μουσαφίρης εδώ. Κάθισε περίπου τρία χρόνια εδω και μετά μπαρκάρισε ο μπαμπάς μου, μπαρκάρισε, έφυγε.





....Η μαμά μου είχε τουμπερλέκι και αυτό γινότανε στην Τουρκία. Αλλά έβγαζε και τραγούδια πολύ ωραία. Η εξαδέλφη της ήτα η βαθύπλουτη της Αφησιάς. Είχανε χρυσωρυχείο, αυτά τα νταμάρια. Όλο χρυσό, παιδιά δεν είχανε. Και μια μερα περνούσε ένα Αρμενάκι, ένα πανέμορφο παιδί ,μελαχρινούτσικο, γλυκό παιδάκι και του λέει η Μάρθα μας. Λέει δεν το παίρνουμε Βαγγέλη αυτό το παιδάκι. Εμείς παιδιά δεν έχουμε. Θησαυρό μας έχει δωσει ο θεός, παιδιά δεν έχουμε. Παίρνουνε το παιδάκι. Στο χρόνο επανω μένει έγκυος, 17 χρόνια παντρεμένοι.Πήρανε το Αρμενάκι, το μεγαλώσανε μες στα πλούτη και μέσα στα.......ελευθερώνεται. Αθηνόδωρος ο ένας και ο Νίκος ο άλλος. Αθηνόδωος ο μπαμπάς. Και Νίκος ο άλλος. Το Αρμενάκι δεν ξέρω πώς το λέγανε, πως της διέφυγε της μαμάς μου να μου το πει. Είχε συννεφιά ένα βράδυ, κι είχανε μια πολύ πολυτελέστατη βάρκα από την Κωνσταντινουπολη και πήραν τα παιδιά. Ήταν ο ένας 17, ο άλλος 18...και παίρνει μπουρίνι και πνίγονται τα παιδιά και τα δύο. Κι έρχεται στην Αφησιά η είδηση. Έγινε η Αφησιά, όλοι μαυροφορεθήκανε μ'αυτό το συμβάν που έγινε και βγάζει η μαμά μου ένα τραγούδι:
Μια συννεφιασμένη μέρα και μια σκοτεινή βραδιά, βάρκα γύρισ' άνω κάτω και πνιγήκαν δυο παιδιά. - Η μαμά μου το γραψε αυτό- Ένας ήτανε ο Νίκος, του Αθηνόδωρου ο γιος, τ' άλλο ήταν Αρμενάκι στη μορφάδα ξακουστός. Στο χωριό όσοι το 'μάθαν όλοι λυπηθήκανε ως και τα μικρά παιδάκια μαυροφορεθήκανε.
Κατίνα Βαλλή - Σωτηρίου / 25-1-2009
Η μάνα μου είναι από τη Ραιδεστό, απάνω από τη Θράκη. Θρακιώτισσα ήτανε και ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας, δηλαδή τότε υπηρετούσε τη θητεία του και ήταν χωροφύλακας. Τον είχανε ντυμένο ωραία, σαν αξιωματικός!Εν τω μεταξύ η μάνα μου κατεβήκανε από το χωριό τους, από κει τους διώξανε και κατεβήκανε στο Λαγκαδά, στο Αρακλί. Εκεί τους δώσανε χτήματα, περιουσία, όλα αυτά και ζούσαν εκεί. Αλλά έτυχε ο πατέρας μου να είναι στη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε η μανα μου, έτσι για βόλτα, και ο πατέρας μου σαν την είδε την άρεσε. Λέει, εγώ θα την παντρευτώ τη Διαμάντω. Οι αδελφές της δε θέλανε, ούτε η μάνα της. Της λέει δε θα τον πάρεις. Εγώ, λέει, θα τον πάρω, τον αγαπάω, θα τον πάρω. Θα τον πάρεις, λέει, που θα σε πάει; Παντρεύτηκε στη Σαλονίκη και την παίρνει και πάνε στο παλιό χωριό, στην παλιά Αφησιά. Εκεί έμεινε η μάνα μου πια , έφυγε από τα αδέλφια της. Όταν έγινε ο διωγμός - εγώ γεννήθηκα το 22 εκεί, ο αδελφός μου ο μεγάλος το 18, πιο μπροστά. Έφυγε η μάνα μου, όταν έγινε ο διωγμός, λέει, θα φύγουμε, που θα πάμε; Το καράβι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο, πάρα πολύ, δεν ξέρω πόσα χωριά σήκωσε, Μαρμαρά, όλα αυτά, και θα πάμε λέει, στο Λαύριο. Όταν ήρθαν εδώ και μπήκε το καράβι, άραξε, δεν ήθελε ο πατέρας μου να μείνει, ούτε η μάνα μου. μας παίρνει τα δύο παιδιά και πάμε στη θεσσαλονίκη. Έπιασε εκεί ο πατέρας μου δουλειά και η μάνα μου ήτανε κοντά στο χωριό στο Λαγκαδά, πήγαινε κι ερχότανε. Του λέει, Γιώργο, λεει, θα πάρουμε χτήματα στο χωριό που είναι οι αδελφές μου και θα μείνουμε εδώ. Όχι, λέει, δε θέω, θέλω, λέει, να πάω στο χωριό στη Νέα Αφησιά, όπως πάνε όλοι. Πήγε γραφτηκε, πήγε η μάνα μου ξεγράφτηκε. Είχε εμένα, τον αδελφό μου το μεγάλο κι ύστερα έκανε και τον άλλο το Χρήστο, αυτόν τώρα που χάσαμε. Το μικρό τον έκανε στο χωριό, στη Νέα Αφησιά. Όταν πήγαμε εκεί πήραμε χτήματα, αλλά ήμασταν ξεκάρφωτοι, δηλαδή δεν είχαμε τίποτα άλλο. Δούλευε ο πατέρας μου τελοσπάντων εκεί με τα χωράφια, να θερίσει, να αλωνίσει, σπίτι δεν είχαμε, μας παίρνουν και μας πάνε στο μετόχι. Ήτανε καλογερικό αυτό. Εκεί πήγαινα και σχολείο. Μας δώσανε ύστερα ένα σπίτι, καθίσαμε. Ο πατέρας μου δεν είχε δουλειά, η μάνα μου αρρώστησε. Αρρωσταίνει η μάνα μου πολύ άσχημα. Τη παίρνουν, την πάνε στη Θεσσαλονίκη, την πήραν οι αδελφές της. Εγώ ήμουνα τότε 10 χρονών. Τη φέρανε, ήτανε πια τα χάλια της. 11 χρονών εγώ τη μάνα μου την έχασα, πέθανε. Άφησε τα τρία αγόρια, γιατί το μικρό τον αδελφό μου τον γέννησε εκεί στη Νέα Αφησιά. Ήτανε πέντε χρονών, στα πέντε στα έξι πεθαίνει η μάνα μου και τ'αφήνει μικρό και τα άλλα τα δυο αδέλφια μου. Κι έμεινα εγώ μόνη με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ο καημένος δούλευε, έπιασε ταχυδρόμος μετά και πήγαινε στη Συκιά γράμματα κι έφερνε και δούλευε. Όταν όμως ήτανε να πεθάνει η μάνα μου, μου λέει, εγώ, λέει, κορίτσι μου θα πεθάνω και που θα σ'αφήσω που δεν έχεις κανένα, είσαι ορφανό λέει, και δεν έχεις ούτε αδελφή ούτε θεία ούτε κανέναν.
............17 χρονών - 18 παντρεύτηκα. Λέει ο αδελφός μου ο μεγάλος ελάτε στο Λαύριο, έχει δουλειά. Ο άντρας μου, λέει, εγώ τα παιδιά θέλω να τα πάω στο Λαύριο, να τα ξεκινήσω να τα μορφώσω βρε παιδί μου λέει, εδώ τι θα κάνουνε; Όχι, λέει, θα φύγουμε.....Ήρθαμε εδώ και ήμασταν σ'ένα σπίτι με την Ευγενία μαζί. Με τη νύφη μου μείναμε 17 μέρες 18, κανά μήνα κάναμε μαζί, τρώγαμε όλοι μαζί, οικογένεια μεγάλη, τελοσπάντων άδειασε ένα σπιτάκι, πήγαμε εκεί, καθίσαμε, το φτιάξαμε. Ζήσαμε εκεί πολλά χρόνια, καλά, μαζί. Δούλευε ο άντρας μου, είχα τα τέσσερα παιδιά, φτωχά βέβαια, αλλά δουλευτής άνθρωπος, άξιος.....
.......Η Αφησιά είχε μια θάλασσα απέραντη, είχε καικια, είχε βάρκες, είχε ψαρόβαρκες κι εκείνο που θυμότανε ο άντρας μου, θυμόταν το χωριό και ήθελε να πάει. Είχαν ένα σπίτι αλλά ήτανε πολύ αγαπημένοι με τους Τούρκους.
Για το σπίτι σας τι σας λέγανε; Πώς ήταν εκεί στην Αφησιά;
Στην Αφησιά ήτανε πάρα πολύ ωραίο. Είχανε κι απάνω και κάτω. Το λέγανε δίπατο. Ήτανε ωραίο το σπίτι, έλεγε ο πατέρας μου. Είχαμε από κάτω κρασιά, είχαμε αυτά....και στο καράβι ακόμα, λέει, που φύγαμε - τότε ήταν μεγάλο, ένα καράβι απέραντο που τους πήρε - ανοίξαμε, λέει, τις βρύσες και τρέχαν τα κρασιά και φεύγανε. Τα χύναμε, δεν τα αφήναμε. Αλλά με τους Τούρκους, λέει, περνάγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν είχαμε παράπονα, μας αγαπούσαν.
Ανδριάννα Ψάλτη / 15-2-2009
Εμείς ήρθαμε το 24. Ο άντρας μου ήρθαν το 22. Εγώ γεννήθηκα το 20. Ήρθα 3.5 χρονών εδώ. Όταν είμαστε εμείς στην Πρίγκιπο, ο πατέρας μου, δε μας διώξανε. Εμείς ήμασταν τουρκουπήκοοι. Αλλά ο πατέρας μου, τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι, με τον τσαγκάρη, που πήγατε (αναφέρεται στον πατέρα του κου. Θανάση Σταγκόπουλου) . Μ'αυτόν ντυνόντουσαν τσολιάδες και πηγαίνανε από την τουρκική αστυνομία, τη λέγανε καρακόλι, και πήγαιναν απ'έξω και βρίζαν τους Τούρκους. Και τον κυνηγαγανε τον πατέρα μου και μένα και τον τσαγκάρη γιατί τους κοροιδευε. Κι όταν ήταν να φύγουμε, δε μας διώξανε, από φόβο - όταν έλεγε η μάνα μου, είχα τα παιδιά απ'έξω στη γειτονιά, που παίζαμε, κι έλεγε η μάνα μου, όταν ακούσετε κάτω και κυνηγάνε θα λέτε μαμά πεινάμε και πιάναν τον πατέρα μου και τον κρύβανε και τον έκρυβε η μάνα μου. Δε μας διώξαν οι Τούρκοι, γι'αυτον τον καημό φύγαμε. Κυνήγαγαν τον πατέρα μου να τον σκοτώσουνε. Εν τω μεταξύ στη γειτονιά που μέναμε ήταν μια εβραίικη χάβρα, ήταν οι Εβραίοι μέσα κει κι όπως ήτανε ο δρόμος έτσι, από δω καθόμασταν εμείς κι απέναντι ήταν η εβραίικη χάβρα. Κι όταν έβγαινα έξω, η μάνα μου φοβότανε να μην μας πάρουνε οι Εβραίοι. Ήταν ο νονός μου παρακάτω και έπαιζα εγώ εκεί πέρα και μ'επαιρνε ο νονός μου και με πήγαινε στο σπίτι του κι η μάνα μου μ'έχανε και γύρευε το παιδί μου, το παιδί μου, το παιδί μου, μήπως το πήραν οι Εβραίοι. Εν τω μεταξύ έβγαινε ο νονός μου από κει και φώναζε: κουμπάρα εμείς το πήραμε και το χουμε εκεί. Κι ήταν οι Εβραίοι εκεί, μάντρα ολόκληρη μέσα ήτανε, κι όταν ήταν το Πάσχα, Μεγάλη Παρασκευή, έλεγε η μάνα μου, ντύναμε έναν άνθρωπο και τον καίγαμε μέσα στην αγορά, την πλατεία των Εβραίων, τη Μεγάλη βδομάδα. Δηλαδή η Πρίγκηπος ήτανε πως είναι το Λαύριο, μια γέφυρα μεγάλη, πλατιά που πηγαινοέρχονταν τα βαπόρια κια αράζανε. Κι ήτανε Πρίγκιπος γιατί ερχόντουσαν όλοι οι Πρίγκιπες.
Η γιαγιά μου κι η μαμά μου, από κάτω, πως έχουμε εμείς το σπίτι από κάτω κι από πάνω, το νοίκιαζε κάθε καλοκαίρι επιπλωμένο - και μάλιστα όταν φύγαμε κι είχαμε όλα τα έπιπλα εκεί πέρα, κι έλεγε η γιαγιά μου θα ξανάρθουμε, θα ξαναγυρίσουμε πίσω.
Να σου πως και για τον Αη Γιώργη. ήταν ένας βοσκός. Όπως έβοσκε τα πρόβατά του, τον πήρε ο ύπνος και βλέπει στον ύπνο του έναν ανθρωπο και του λέει θα σκάψετε κάτω και θα βρείτε ένα εικόνισμα με κουδούνια και τον λένε ο Αη Γιώργης ο κουδουνής. Πηγαίναμε με τα γαιδουράκια. Ήταν πάνω στο ύψωμα, σε βουνό και πηγαίναμε με τα γαιδουράκια. Τη μάνα μου την είχα φωτογραφία, την έχασα. Πάνω στο γαιδουράκι που πηγαίνανε στον Αη Γιώργη. Όταν ήμουνα εγώ μικρή, αρρώστησα, δεν ξέρω τι έκανα, και με πούλησε η μάνα μου στον Αη Γιώργη και πήρα ένα φυλαχτό με κουδουνάκια κι έλεγε η μάνα μου, όταν έρθει η ώρα να παντρευτώ να πα να με ξεπουλήσει στον Αη Γιώργη του κουδουνά. Όταν ήρθα εδώ πέρα, που ήρθε η ώρα για να παντρευτώ πήγα στη Βαγγελίστρια ακι λέω του παππα αυτό κι αυτό. Η μάνα μου μ'έταξε στον Αη Γιώργη τον κουδουνά στην Κωνσταντινούπολη. Φοβάμαι μήπως....και μου κάνε μια παράκληση, ο παπάς και μου λέει παιδάκι μου τώρα είσαι εντάξει. Γιατί φοβόμουνα γιατί η μάνα μου είπε όταν έρθω σε ηλικία να πα να με ξεπουλήσει. Ε, αφού φύγαμε από κει πέρα...
Σαν τη Μακρόνησο ήταν η Αντιγόνη και πιο πέρα απο το άλλο μέρος ήταν η Χάλκη. Ο παππούς μου είχε καίκια μεγάλα και πήγαινε από την Πρίγκιπο στην Αντιγόνη κι έφερνε τροφίματα και έδινε στα μαγαζιά κι είχε και το μαγαζί το δικό του. Εκεί την αγορά τη λέγανε τσαρσί. Κι είχε το μαγαζί εκεί κι έφερνε εμπόριο και για το μαγαζί του και για τον κόσμο εκεί πέρα που είχε. Και νοικιάζαμε τα σπίτια, είχαμε περιουσία δηλαδή μπόλικα. Αλλά όταν ήρθαμε εδω πέρα τι φέραμε; πετρέλαιο, να ανάψουμε που δεν είχανε αυτά, λάδια, φαγώσιμα, ενα πάπλωμα, ένα στρώμα να κοιμηθούμε. Και που μας βάλανε, μέσα σε μια αποθήκη. Ξέρεις που είναι το μανάβικο (του Πανάγου) αυτή ήταν ολόκληρη αποθήκη κι ήταν και του Ψαράκη το μαγαζί μαζί και μας βάλαν τέσσερις - πέντε οικογένειες και κάναμε έτσι με σεντόνια, για να μη μας βλέπει ο ένας κι ο άλλος και κοιμόμαστε. Μετά από κει μας επιτάξανε σπίτια στο νυχτοχώρι και μας βάλανε μέσα στο νυχτοχώρι κι απ' το νυχτοχώρι μετά φτιάξανε του συνοικισμού τα σπίτια κι ανεβήκαμε επάνω. Ήρθαμε δηλαδή με τίποτα. Ίσα ίσα τρόφιμα, τα λεφτά που είχαμε τα πήραμε εδώ για να ζήσουμε, να φάμε. Ξοδεύαμε, δουλειά δεν είχε, με τα λεφτά που φέραμε.
Εδώ όταν ήρθα βρήκα τον άντρα μου. Ήτανε Κουταλιανός. Και μου τα λεγε η πεθερά μου για την Κούταλη. Ήταν ο πρώτος νοικοκύρης στην Κούταλη. Με περιουσίες, με υπηρέτες, με τα πάντα. Κι είχε και γυναίκες - καμιά φορα τυχαίνανε Κουταλιανές που ρχόντανε, κυρ Αντριάννα, μου λέγανε, φάγαμε ψωμί από την πεθερά σου - αγελάδια είχε, αυτά που κάνανε μετάξια, περιβόλια, χωράφια με μουριές, απ 'ολα τα πράγματα είχε. Καφενεία, σπίτια, μαγαζιά. Εμείς όμως (στην Πρίγκιπο) δεν είχαμε χωράφια, εμάς η Πρίγκιπος ήτανε εκεί πως είναι η Αθήνα. Ήτανε όλο μαγαζιά και σπίτια. Το ωραιότερο μέρος ήταν η Πρίγκιπος. Ο πεθερός μου ήταν ψάλτης στο χωριό κι όταν ήρθαν εδώ πέρα, ο Τζούβας τον φώναξε - εγώ δεν ήθελα να πάει - κι έλεγε η πεθερά μου: όχι να ακουστεί ο Ψάλτης, δηλαδή σαν τον άντρα της που ήταν ψάλτης να γίνει και ο γιος της. Επειδή ήταν πλούσιος και τον λέγανε ο Αλέξανδρος ο ψάλτης στην Κούταλη, ήθελε η πεθερά μου να μείνει Ψάλτης.
Θυμάστε να μας πείτε κάποιο τραγούδι;
Αυτό που λέγανε, την προσφυγοπούλα: αρχοντογιος παντρεύτηκε και πήρε προσφυγοπουλα και η πεθερά δεν την ήθελε κι είχε ψάρια τηγανιστά και λέει: κάτσε να φας φαί, ψάρια τηγανισμένα και με την πρώτη πηρουνιά η κόρη εφαρμακώθη. Αχ προσφυγοπούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν' τα δόλια μάτια μου. Κι ένα τραγούδι που λέει: Αχ και πάω να ψαρέψω - πολίτικο τραγούδι - μαύρα μάτια να διαλέξω. Ρίχνω την πρώτη καμακιά, έλα Χριστέ και Παναγιά. Βγάζω τρεις σαρδέλες, τρεις μελαχρινές κοπέλες. Η μια ήταν απ' το Γαλατά, βαστάει το νου της δυνατά, κι άλλη απ' το Νιχώρι του Χατζηγιαννακου η κόρη. Η τρίτη η μικρότερη απ'όλες εμορφότερη. Ήταν από την Πόλη, την αγαπούσαν όλοι. Την αγάπησα κι εγώ, να τηνε πάρω δεν μπορώ. Θα σε πάρω, θα σε πάρω με παπά και με κουμπάρο. Θα σε πάρω Πηνελόπη με παπά και με δεσπότη. Προσφυγίστικα τραγούδια αυτά.
Όταν ήρθαν εδώ πέρα κι ήμασταν εμείς μικρά και μιλάγανε τούρκικα, δηλαδή καλή ώρα μες στο σπίτι θέλουν να πούνε κάτι, μικρά παιδιά να μην το ξέρουμε και τα μιλάγανε τούρκικα. Κι αρχίζουμε εμείς και τα καταλαβαίναμε, κι έλεγε η μάνα μου τον πατέρα μου: Αχ Φώτη τα παιδιά αρχίζουν και καταλαβαίνουνε, να φοβόμαστε που τα μιλάμε. Καταλάβαινα δηλαδή τις λέξεις που ήθελαν να πούνε....
Όταν ήρθατε εδώ οι ντόπιοι πως σας δέχτηκαν;
Τουρκόσποροι μας φωνάζανε. Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες και Τουρκοσπορίτες. Όνομα δεν είχαμε. Όνομα δεν είχαμε, τουρκοσπορίτες ήμασταν. Κι ύστερα έγινε ο συνοικισμός και μείναμε Κουταλιανοί, Αφησιανοί, Κωνσταντινουπολίτες μείναν όλοι εδώ πέρα στο συνοικισμό. Το όνομά μας ήταν Τουρκοσπορίτες. Όνομα δεν είχαμε. Κι όταν ήρθαμε θυμάμαι φέραμε πετρέλαιο τενεκέδες και ανάβαμε τη λάμπα στην αποθήκη, που μέναμε και δίπλα ήταν ένα μαγαζάκι και άναβε το βραδυ μ'ένα, με κάτι, έτσι, κεράκια κι έρχονταν αμέσως αυτές να μας δούνε και λέγανε καλά αυτό το νερό πως ανάβει; Δεν ξέρανε τι ήταν το πετρέλαιο. Αφήκαμε σπίτια επιπλωμένα.
Θυμάστε το σπίτι σας;
Το θυμάμαι.Όπως ήταν από κάτω καλή ώρα έτσι, ήταν το πρώτο και μέσα ήταν περιβόλι και μες στο περιβόλι ήταν ένα πηγάδι. Μεγάλωσα πριγκίπισσα, γιατί είχανε οι γονείς μου, είχανε. Το τι ήθελα το φόρεσα από μικρό παιδάκι. Ήταν οι πολίτικες οι παντόφλες παιδικές και μου παίρνανε πολίτικες παντόφλες με τη φούντα να βάλω, Το τι φόρεσα μόνο ο θεός το ξέρει. Πριγκίπισσα μεγάλωσα....Είχανε πολλά λεφτά κι ήμουνα και το πρώτο εγγόνι...Αλλά όταν ήρθαμε εδώ, χάσαμε, τα χάσαμε όλα, ό,τι είχαμε τα φάγαμε. Μας έπιασε η κατοχή μετά, ό,τι χρυσαφικό, αν τα είχα τα χρυσαφικά τώρα, όχι μόνο για δείγμα, το σχέδιο, θα παιρνα του κόσμου τα λεφτά. Το χρυσαφικό που χαλάσαμε, φέρανε, χρυσαφικά φέρανε, κι ασημένια κουταλάκια φέρανε. Και πάλι δόξα σοι ο Θεός. Ωσπου να σνέλθουνε, να βρούνε δουλειά οι γονείς μας, να κάνουνε, ό,τι είχαμε το φάγανε.
Ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε στην Πρίγκιπο;
Ο πατέρας μου είχε δίπλωμα ελαιοχρωματιστή. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν γύψινα, ήταν στα παλάτια, μέσα σ'αυτά, στα ταβάνια και τα ζωγραφίζαμε, κι είχε το δίπλωμα ζωγραφικής, έπαιρνε πολά λεφτά.
Και εδώ όταν ήρθε μετά;
Και εδώ, όταν ήρθε, ζωγραφική έκανε. Ε, μετά πήγαινε στους Καριποπουλαίους, είχανε μαγαζί και του ζωγράφιζε όλα τα βαρέλια
Θυμάστε κάτι άλλο από έθιμα;
Την Πρωτοχρονιά ζυμώναμε πίτες. Ζυμώναμε πίτες και την Πρωτοχρονιά καθόμασταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι, μαζευόμασταν για να κόψουμε την πίτα. Δηλαδή, Χριστούγεννα και Πάσχα έπρεπε να μαζευτεί όλη η οικογένεια. ΚΙ όταν το βράδυ πια τελειώναμε το τραπέζι μας, το αφήναμε γεματο για να ρθει ο Αη Βασίλης να το βρει φορτωμένο για να ναι το σπίτι όλη τη χρονιά, να είναι....
Μ'είχε η μάνα μου ένα ποίημα μικρή, όταν ήμουνα κι όταν ήταν να κόψουμε την πίτα, μ'ανεβάζανε πάνω στο τραπέζι, με ντύνανε πριγκίπισσα και ήθελε να πω: Πρωτοχρονιά γλυκιά βραδιά και νύχτα μυρωμένη, με ανήσυχη καρδιά, μα τι σε περιμένει. Τον ακούεις κάτω μητερούλα μου καλή, τρίζει το πάτημά του πάνω στο σκαλί. Φύσηξε ο αέρας, έφεξε το σπιτικό, έρχεται ο πατέρας με χαμόγελο γλυκό. Το καλύτερο τραπέζι το κάναμε το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Την καλή βραδιά το σπίτι έπρεπε να έχει απ'όλα.Και τ'αφήναν έτσι, γιανα μπορέσει να ρθει και ο Αη Βασίλης να το βρει και να ναι όλη τη χρονιά γεμάτο.
....Το Πάσχα πηγαίναμε στην εκκλησία, δεν μας απαγόρευαν από τίποτα. Παρέα κάναμε, η γιαγιά δηλαδή κι η μάνα μου κάνανε με τις Τουρκάλες παρέα. Ερχόντουσαν να πιούνε καφέ...
....Ό,τι είχανε τα φέρανε, τα φάγανε, ωσπου να βρουνε δουλειές. Μια Γαλλική Εταιρεία δούλευε. Ο άντρας μου πήγε από 10 χρονών παιδάκι, ήρθε μικρός, 10 χρονών, και πήγε στη Γαλλική Εταιρεία, υπηρέτης το καημένο κι έκανε θελήματα σ'έναν μηχανικό για να πάρει 10 δραχμές. Μετά πήγε και πήρε δίπλωμα μηχανοδηγού - θερμαστή κι ήτανε στο τρένο που πήγαινε, στο, το Ελληνάκι, το Κουταλιανάκι
....πανηγύρια εδώ, όταν ήρθαμε, πηγαίναμε στον Αγιο Κωνσταντίνο, στην Αγια Τριάδα, καθόμασταν στα πεύκα από κάτω όλες οι οικογένειες από κει πέρα, χορούς, πάντα με τραγούδια. Τις Απόκριες, όταν ήρθαμε εδώ πέρα, ντυνόμσταν μασκαράδες, ερχόντουσαν στο δικό σου το σπίτι, ερχόντουσαν στο δικό μου το σπίτι, να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε....Κάναμε χαλβά, όποιος ερχότανε, να κεράσουμε ένα χαλβά κι ακουγότανε το σπίτι.
Για τον κλύδωνα ξέρετε;
Στον κλύδωνα λοιπόν μαζευόμασταν, γυρίζαμε όλη τη γειτονιά και πίναμε αμίλητο νερό. Πηγαίναμε και μαζεύαμε νερο αμίλητο απ'τις βρύσες όλες και βάζαμε σ'ένα κιούπι όλα. Έβαζες εσύ ένα δαχτυλίδι, έβαζες ό,τι ήθελες και μαζευόμστε τώρα όλοι και ντυνότανε ένας, ντύναμε νύφη, λέγαμε ένα τραγούδι και έβγαζε ένα από μέσα κι έλεγε: Α, δικό μου είναι. Κι όταν τελείωνε ο γύρος, τότε παίρναμε νερό απ'αυτό και γυρίζαμε στα σπίτια όλα και ακούγαμε το όνομα , τι όνομα θ'ακούσεις, αυτόν, λέγανε, θα πάρεις. Αυτό γινότανε τ' Αη Γιαννιου.
Τα προσφυγόπαιδ, όταν ήρθαν εδώ πέρα, κάναμε την ομάδα Βυζάντιο και ντυνόντουσαν και πηγαίνανε κάτω - εδώ που είναι αυτουνού το οικόπεδο, που ήταν πρώτα το εργοστάσιο του Δέδε, ήταν πλατεία και πηγαίνανε και παίζανε εκεί. Και κάνανε κονκάρδες μαυροκίτρινες και κατεβαίνανε κάτω που παίζανε μπάλα και χάσαμε μια φορά με τον Ολυμπιακό και μας λέει μία και να καίει. Ε, και με πιάσαν εμένα τ'αυτά, καλά, λέω, θα ξαναπαίξουμε. Το τι μας κάνανε δε, μας βρίζανε τουρκοσπορίτες. Τους κερδίσαμε τους Τουρκοσπορίτες. Εμείς όμως δεν το βάζαμε κάτω, κατεβαίναμε με τις κονκάρδες και πηγαίναμε κάτω που παιζαν τα παιδιά μας μπάλα.
14 /2/2009 Θανάσης Σταγκόπουλος

Όταν πήγα δημοτικό λέω του πατέρα μου θα σας πω όλα της Πριγκίπου. Πιάνω μια κόλλα χαρτί και τους φτιάχνω το σπίτι με τα σκαλάκια, με την κληματαριά και τη μουριά, το πηγάδι και το περιβόλι. Φύτευε τα πάντα. ......

....................(ο πατέρας μου) έφτιαχνε παπούτσια για τους Έλληνες, για τους Τούρκους και για τις χανούμισσες πασούμια. Ήταν τσαγκάρης καλός∙ μην κοιτάς εδώ πέρα που γύρναγε στο Νυχτοχώρι, τον Κυπριανό και τη Νεάπολη κι έπαιρνε παπούτσια, τότε ήταν φτωχός ο κόσμος και βάζανε σόλες, τακούνια.
.............Όταν ήρθαμε εδώ, που είναι του Δέδε το εργοστάσιο, προτού γίνει, είχαμε πάει σε σκηνές. Ακόμα υπήρχαν προτού γίνει το εργοστάσιο, τα σημάδια, τα λούκια που είχανε κάει τις σκηνές. Φεύγουμε από τις σκηνές, που είχες ο Γλαντζής τις εφημερίδες, κάοτε ήταν αποθήκη, και πήγαμε εκεί. Μετά από κει φύγαμε και πήγαμε μες στην αυλή που ήταν όλο Αρμεναίοι. Να σου πω τα ονόματά τους τα ξέρω όλα: Αβεντής, Αγκόπ, Τουραντά, Γεστέρ, Σαρκής, Μπογόζ. Όλο Αρμένηδες ήτανε αλλά ήταν ωραία μέσα στην αυλή.
......Η Πρίγκιπος το λιμάνι είχε κάγκελα. Κι είχανε όλοι οι γνωστοί της μάνας μου και του πατέρα μου, που φύγανε, καθόντουσαν στα κάγκελα και κλαίγανε. Μπήκαμε σ’ένα καϊκι κι ήτανε μέσα η θεία μου η Μάρω και μια κόρη που είχε, οι Μαλλινάκηδες κι ένας, αν τον θυμάστε τον κουτσό το Λουκά. Πήγαμε στο αβάλα το βαπόρι. Όλο πρόσφυγες μέσα. ...

..........Ο συνοικισμός εδώ ήτανε δάσος∙ το κουρέψανε και κάνανε το συνοικισμό με αμίαντα, μια κάμαρα και μια κουζινίτσα...........ήταν άδειο το σπίτι. Και τι κάνανε; Βάζανε θειάφι με φωτιά για τους κοριούς και ήρθαμε από την αυλή και κάτσαμε εδώ.

.........Τα Χριστούγεννα η μάνα μου έφτιαχνε τρεις πίτες, μια μεγάλη, μια πιο μικρή και μια πιο μικρή. Πήγαινε ο πατέρας μου και έπαιρνε, γέμιζε ένα τσουβαλάκι διαφορα φρούτα, κάστανα, καρύδια, τα πάντα. Αφού τρώγαμε τα κρέατα φεύγανε όλα, έβαζε την πίτα κι έδινε στον πατέρα μου κι έκοβε κι έλεγε για κείνον, για κείνη .....και περνάγαμε ωραία περνάγαμε.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Η ονομασία Μικρά Ασία και τα όρια αυτής

Η ονομασία Μικρά Ασία (και σπανιώτερα Ελάσσων Ασία) παρουσιάζεται κατά τον 4ο μ.χ αιώνα. Ο Παύλος Ορόσιος είναι, φαίνεται, ο πρώτος, ο οποίος την μεταχειρίσθηκε.

Ποια όμως αριβώς χώρα ονομάζουμε εμείς σήμερα Μικρά Ασία και έως που εκτείνουμε τα όριά της;

Τα προς Β, προς Δ και προς Ν όρια της Μ. Ασίας είναι σαφώς διαγεγραμμένα, διότι τα αποτελούν θαλάσσια ύδατα. Είναι ο Εύξεινος (προς Β), ο Βόσπορος και η Προποντίδα (προς ΒΔ), ο Ελλήσποντος και το Αιγαίο (προς Δ) και η Μεσόγειος (προς Ν), ή ακριβέστερα, το τμήμα εκείνο της Μεσογείου, το οποίο απλώνεται μεταξύ της Μ. Ασίας και της Αιγύπτου, περιβρέχει την Κύπρον και καταλήγει στον Ισσικό κόλπο.
Αλλά ενώ τα προς Β, προς Δ και προς Ν όρια είναι φυσικώς ευδιάκριτα, τα ανατολικά δεν είναι τελείως καθορισμένα. Εδώ η Μ. Ασία δεν έχει όρη, τα οποία να την διαχωρίζουν από τις γειτονικές της χώρες, από την Αρμενία και Μεσοποταμία, με όρια πραγματικά και φυσικά, όπως λ.χ η Ισπανία τα Πυρηναία και η Ιταλία τις Άλπεις. Γι 'αυτό ενταυθα το όρια εν γένει της χώρας ήταν πάντα ακαθόριστα. Αλλά για τη γεωγραφική περιγραφή αρκεί γραμμή νοητή, αδρομερώς χαρασσομένη δια των οροσειρών από του Ισσικού κόλπου προς τον Ευφράτην μεταξύ Σαμοσάτων και Μελιτηνής, ακολουθούσα έπειτα τον ρουν του ποταμού και καταλήγουσα προς Α της Τραπεζούντας στον Εύξεινο Πόντο.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Γενεαλογικό Δένδρο




Ονοματεπώνυμο πρόσφυγα: Λογοθέτης Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 16 Μαρτίου 1909, Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτου: 28 Απριλίου 1996, Λαύριο Αττικής
Τελευταίο επάγγελμα στην πατρίδα του:
Έτος διωγμού: 1922

Ονοματεπώνυμο συζύγου πρόσφυγα: Χρυσομάλλη Τριανταφυλλιά
Έτος και τόπος γέννησης: 1905 Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτου: 18 Μαρτίου 1980 Λαύριο Αττικής
Τελευταίο επάγγελμα στην πατρίδα της:

Γονείς πρόσφυγα
Ονοματεπώνυμο πατέρα: Βασίλειος Μήτρου (Δημητρίου)
Έτος και τόπος γέννησης: 1844 Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτου: 1943 Λαύριο Αττικής
Επάγγελμα: Ιδιοκτήτης ταρσανά
Ονοματεπώνυμο μητέρας: Καλλιόπη Τσίρα
Έτος και τόπος γέννησης 1870 Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος Θανάτου: 1945 Λαύριο Αττικής
Επάγγελμα:οικιακά

Αδέλφια Πρόσφυγα (ονοματεπώνυμο, έτος και τόπος γέννησης, έτος και τόπος θανάτου)
1. Δημήτριος Μήτρου 1890 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 1969 - Λαύριο Αττικής
2. Ιωακείμ Μήτρου
3. Αννίκα Μήτρου - Δαμαρλάκη
4. Γεώργιος Μήτρου 1904 Κούταλη Μικράς Ασίας, 1966 Λαύριο Αττικής
5. Γαιτανιώ Μήτρου - Μαργαρίτη 1905 Κούταλη Μικράς Ασίας, 29/5/92 Λαύριο Αττικής
6. Θεόδωρος Μήτρου, 1911 Κούταλη Μικράς Ασίας, 1941 Λαύριο Αττικής
7. Ελευθέριος Μήτρου (τάγματα εργασίας- αμελέ ταμπουρού)
8. Ζαφειρία Μήτρου (γεννήθηκε και πέθανε στην Κούταλη σε βρεφική ηλικία)


Γονείς Συζύγου Πρόσφυγα
Ονοματεπώνυμο πατέρα: Αντώνιος Χρυσομάλλης
Έτος και τόπος γέννησης: Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτου : τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού)
Επάγγελμα: Δύτης
Ονοματεπώνυμο μητέρας: Αρχοντούλα Ψάρρα - Χρυσομάλλη
Έτος και τόπος γέννησης: 1880 Κούταλη Μικράς Ασίας
Έτος και τόπος θανάτους 1953 Λαύριο Αττικής
Επάγγελμα: οικιακά


Αδέλφια συζύγου πρόσφυγα (ονοματεπώνυμο, έτος και τόπος γέννησης, έτος και τόπος θανάτου)
1. Χρυσόστομος Χρυσομάλλης 1902 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 1979 - πολιτικός εξόριστος στην Πολωνία
2. Αννίκα Χρυσομάλλη - Μπαμπλιά 1908 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 11/8/90 - Λαύριο Αττικής
3. Αναστάσιος Χρυσομάλλης, 1909 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 22/3/1941 - Αλβανικό μέτωπο
4. Ευαγγελία Χρυσομάλλη- Μπαρμπαρή, 1912 - Κούταλη Μικράς Ασίας, 20/1/2008 Λαύριο Αττικής
5. Δημήτριος Χρυσομάλλης, 1915 Κούταλη Μικράς Ασίας, 1917 Κούταλη Μικράς Ασίας

1 παιδί πρόσφυγαΟνοματεπώνυμο: Στυλιανός Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1941 Λαύριο Αττικής
Ονοματεπώνυμο συζύγου: Ελένη Κόλλια
Έτος και τόπος γέννησης: 1944, Κερατέα Αττικής

Εγγόνια πρόσφυγα από το 1 παιδί
1 εγγόνι
Ονοματεπώνυμο: Λογοθέτης Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1976 , Λαύριο Αττικής
Ονοματεπώνυμο συζύγου: Ελπίδα Ιωακειμίδου
Έτος και τόπος γέννησς: 1980, Ιωάννινα
Τέκνα (δισέγγονα πρόσφυγα) / Ονοματεπώνυμο, έτος και τόπος γέννησης: Στυλιανός Μήτρου , 2006 Ιωάννινα


2 εγγόνι
Ονοματεπώνυμο: Παρασκευή Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1977 Λαύριο Αττικής

3 εγγόνι
Ονοματεπώνυμο: Τριανταφυλλιά Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1977 Λαύριο Αττικής


2 παιδί πρόσφυγαΟνοματεπώνυμο: Καλλιόπη Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1944 Λαύριο Αττικής


3 παιδί προσφυγα
Ονοματεπώνυμο: θεόδωρος Μήτρου
Έτος και τόπος γέννησης: 1948 Λαύριο Αττικής


Λογοθέτης Μήτρου (του Βασιλείου)




Λογοθέτης Μήτρου, προσφυγικός συνοικισμός Αγίου Ανδρέα, επισκευάζοντας τον ομώνυμο ναό









Οικογένεια Λογοθέτου Μήτρου στον προσφυγικό συνοικισμό του Αγίου Ανδρέα στο Λαύριο





Λογοθέτης Μήτρου

Τριανταφυλλιά και Ευαγγελία Χρυσομάλλη




Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη(εξ αριστερών)


Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη (δεύτερη από αριστερά) - Ευαγγελία Χρυσομάλλη (πρώτη από δεξιά)







Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη (πρώτη από δεξιά)






Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη (όρθια)






Τριανταφυλλιά και Ευαγγελία Χρυσομάλλη


από αριστερά πρώτη Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη & τρίτη Αννίκα Χρυσομάλλη








Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη






Ευαγγελία Χρυσομάλλη




Δημήτριος Μήτρου (μετά της συζύγου του)



Θεόδωρος Μήτρου (του Βασιλείου)





Αννίκα Μήτρου - Φώτιος Δαμαρλάκης (από Αφησιά)




Αννίκα Μήτρου και Φώτιος Δαμαρλάκης με τα παιδιά τους Χαράλαμπο και Καλλιόπη




Γεώργιος Μαργαρίτης - Γαιτανιώ Μήτρου




Γεώργιος Μήτρου - Σουλμεγιό Σταύρου (Αφησιά)



Γεώργιος Μήτρου (μπαλώνοντας δίχτυα μπροστά από το παλιό δημαρχείο






Γεώργιος Μήτρου (πρώτος από αριστερά)






Θεόδωρος Μήτρου (του Λογοθέτου)





Χρυσόστομος Χρυσομάλλης







Αναστάσιος Χρυσομάλλης











Αννίκα Χρυσομάλλη Μπαμπλιά








Στέφανος Μπαμπλιάς (Κούταλη) - Αννίκα Χρυσομάλλη




Αρχοντούλα Χρυσομάλλη







(όρθιοι από αριστερά: Λογοθέτης Μήτρου, Στέφανος Μπαμπλιάς


Καθισμένοι : Τριανταφυλλιά Χρυσομάλλη Μήτρου, Ευαγγελία Χρυσομάλλη Μπαρμπαρή, Αννίκα Χρυσομάλλη Μπαμπλιά, Νικόλαος Μπαμπλιάς (του Στέφανου)








Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Μικρασιάτες πρόσφυγες στη Λαυρεωτική - Καταγωγή - Πολιτική Γεωγραφία των περιοχών


Προκόνησος ή Προικόνησος (Μαρμαράς ή νήσος του Μαρμαρά)

Κάτοικοι 10.000
Έλληνες 9.200
Τούρκοι 600
Εβραίοι 200

Η νήσος έχει έκταση 200 τ.χμ, μήκος εκ Δ προς Α 20 χμ, πλάτος από Β προς Ν 10, περιφέρειαν 42 ναυτικών μιλίων, χωριά 5. Η πρωτεύουσα αυτής Μαρμαράς έχει 2.800 κατοίκους, εκ των οποίων 250 είναι Τούρκοι και Εβραίοι, όλοι δε οι άλλοι Έλληνες. Ο Μαρμαράς κείται επί της ΝΔ παραλίας. Έχει δε τρεις εκκλησίες. Το 1885 πυρκαγιά αποτέφρωσε εκ των 650 οικιών της κωμοπόλεως τις 500. Οι Μαρμαρινοί είναι κατεχοξήν αλιείς. Άλλος συνοικισμός της νήσου είναι το Κλαζάκιον ή Κλαζακούπολις, άλλοτε πρωτεύουσα της νήσου, με 200 κατοίκους, το Προάστειον, κείμενον προ της Κλαζακουπόλεως, δια τούτο και ονομάσθηκε, ως λέγεται, Προάστειο με 1600 κατοίκους, η Αφθόνη, χωριό κατεξοχήν ναυτικό, ιδρυθέν εις χρόνους πολύ μεταγενεστέρους από Αλβανούς ορθοδόξους, με 1200 κατοίκους. Τα δε Παλάτια, άλλος πάλι συνοικισμός της νήσου είναι το χωρίο απ'όπου εξάγονται τα μάρμαρα. Τα Παλάτια έχουν και ασβεστοποιεία. Εις τα ΝΔ τέλος της νήσου έχουμε το χωριό Γαλιμή με 1150 κατοίκους. Όλα τα χωριά αυτά είναι παραθαλάσσια. Το υψηλότερο βουνό της νήσου έχει ύψος 810 μ. . Εν γένει η νήσος είναι ορεινή και δασώδης. Είναι δε ονομαστή για το μάρμαρό της, το οποίο χρησιμοποιούν πολύ στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα το λευκότατον της νήσου μάρμαρον ορύσσουν με εργάτες πλέον των 500 από τα 24 λατομεία, τα κείμενα εις τα ΒΑ της νήσου . Αλλά και κατά την αρχαιότητα η νήσος παρείχε μάρμαρο από το οποίο μάλιστα κατασκευαστηκαν τα πολλά και εξαίρετα μνημεία της Κυζίκου. Εις τα όρη τρέφονται και πολλοί κόνικλοι, αλώπεκες και πέρδικες και εις τας παραλίας της ψάρια, τα οποία αλιπαστούμενα, ταξιδεύονται και καταναλίσκονται εκτός της νήσου (περίφημοι οι κολιοί του Μαρμαρά η τα μαρμαρινά κολιαρούδια). Γην δε προς καλλιέργειαν έχει ολίγην μόνο κατά μήκος της παραλίας (ελαίαι, σίτος ολίγος, σταφύλια).




Αφισιά ή Οφιούσα (τουρκ. Αραπλάρ) (υπάγεται στα νησιά της Προποντίδας)
Κάτοικοι 2000
Έλληνες 1300
Τούρκοι 700

Η νήσος ονομάστηκε Οφιούσα από τους πολλούς όφεις, οι οποίοι, όπως λέγεται διεπεραιούντο από την Μικράν Ασίαν εις αυτήν ή εκ του σχήματος των βουνών της, ομοιαζόντων προς όφιν τρέχοντα. Έχει περιφέρειαν 18 μιλίων και 2 χωριά, την Αφισιά και τους Αράπηδες. Και το μεν πρώτο είναι ελληνικό, με 1260 κατοίκους, έχον και ολίγους Τούρκους, το δε δεύτερον τουρκικόν με 700. Προιόντα έχει σταφύλια (περίφημος ο οίνος Αφισιάς), σίτον ολίγον, ιχθείς, γρανίτην, τον οποίο εκμεταλλεύεται ιταλική εταιρεία.




Κούταλη (υπάγεται στα νησιά της Προποντίδας)
Κάτοικοι 2000 όλοι Έλληνες
Η νήσος έχει περιφέρειαν 4 μόνο ναυτικών μιλίων, ένα δε και μόνο συνοικισμόν, εμφανίζοντα ευπορίαν προς τα ΝΔ αυτής. Εξ αυτής κατήγετο ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος ο Κουταλιανός πατριαρχεύσας τρις (1845 -1848, 1853-1855, 1871-1873). Οι Κουταλιανοί είναι φιλοπρόοδοι και η νήσος τους είναι ολόκληρη καλλιεργημένη. Είναι δε ναυτικοί και αλιείς και έχουν αμπελώνες. Το αρχαίο όνομα της νήσου μας είναι άγνωστο.

Ρύσιον ή Αρετσού
Κάτοικοι 6000
Έλληνες 5500

Πλησίον της Δάριτζας είναι η Αρετσού, η οποία έχει παλιά εκκλησία του προφήτη Ηλία και σχολείο με βιβλιοθήκη, ως και λείψανα παλαιού βυζαντινού φρουρίου, το οποίο εδέσποζε του κόλπου της Νικομηδείας. Εις την Αρετσούν αλιεύονται τζίροι περίφημοι, ξηραινόμενοι επί της θινώδους παραλίας της. Εκ της κωμοπόλεως ταύτης κατήγετο ο προς μητρός πάππος του Κοραή Διαμαντής Ρύσιος. Η Αρετσού εκκλησιαστικώς υπάγεται εις την μητρόπολιν Χαλκηδόνος, πολιτικώς δε εις τον καιμακάμην της Κέπζε.


Πριγκηπόνησοι: είναι 9 τον αριθμόν εκ των οποίων κατοικούνται μόνο τα 4.Οι αρχαίοι τα ονόμαζαν Δημονήσους, οι Βυζαντινοί Παπαδονήσια δια το πλήθος των μοναστηριών τα οποία είχαν, οι δε Τούρκοι τα ονομάζουν Κιζίλ - αδαλάρ (ερυθράς νήσους) ως εκ του χρώματος, του ερυθρού και χαλκούχου, του εδάφους των. Πριγκηπόνησοι οναμάστηκαν διότι κατά τους βυζαντινούς χρόνους εις αυτάς εξωρίζοντο εκθρονισθέντες βασιλείς και βασίλισσαι και εις τας μονάς των ενεκλείοντο πρίγκιπες και πριγκίπισσες. Αυτά είναι Η Πρώτη, η Αντιγόνη, Η Χάλκη και η Πρίγκηπος.


Χάλκη
Κάτοικοι περί τας 6000
Κείται μεταξύ της Αντιγόνης προς τα ΒΔ και της Πριγκήπου προς Α. Το μέγιστον αυτής μήκος από ΒΑ προς ΝΔ είναι 2900μ, το μέγιστον πλάτος απο Δ προς Α 2χμ. Η Χαλκη είναι μικρή και θελκτική νήσος. Το ήπιον του κλίματος και οι ωραίοι περίπατοι, οι διά μέσον των πευκώνων της, καθιστούν τη διαμονή σε αυτή τερπνή κυρίως κατά το θέρος και εις εκείνους μάλιστα οι οποίοι αρέσκονται εις την απομόνωση. Η μικρά αυτή πόλις έχει προκυμαία, της οποίας η θαμβωτική λευκότητας εξαίρεται έτι μάλλον εκ της γλαυκότητος της περιλοούσης αυτήν θαλάσσης. Και τα θαλάσσια ύδατα ενταυθα είναι τόσο διαυγή, ώστε διακρίνονται επί της λεπτής άμμου, εις βάθος 12 οργυιων και αυτά τα μικρότατα των πραγμάτων. Καθαρώτατος είναι πάντοτε και ο αήρ της Χάλκης. Η μικρά πόλις της νήσου έχει εκκλησίαν του αγίου Νικολάου, η οποία έχει κωδωνοστάσιον αξιοπερίεργον και κείται απέναντι της αποβάθρας. Εις την Χάλκην ελειτούργει ναυτική τουρκική σχολή. Επί δε της κορυφης του όρους κείται η μονή της Αγίας Τριάδος, όπου από το 1844 λειτουργεί η θεολογική σχολή της Χάλκης, περιώνυμον καθ'όλην την Ανατολήν εκκλησιαστικόν ίδρυμα, όπου διδάσκονται τα θεολογικά μαθήματα 80-100 σπουδασταί, επιδιδόμενοι μετά την αποπεράτωσιν τω σπουδών τους εις το εκκλησιαστικόν στάδιον. Η σχολή κατερρίφθη από σεισμόν το 1883 και ανοικοδομήθη δι'εξόδων του πλουσίου ομογενούς Παύλου Στεφάνοβικ. Η δε μονή της Αγίας Τριάδος, εντός της οποίας λειτουργεί η σχολή, είναι ως λέγεται, ίδρυμα του 9ου αιώνα. Καταστραφείσαν την ανήγειρεν ο πατριάρχης Μητροφάνης τον 16 αιώνα και την επλούτισεν με βιβλιοθήκην αξιόλογον, πλουτισθείσαν έκτοτε μέχρι σήμερον και περιεχούσαν και πολλά χειρόγραφα. Εντός δε μιας άλλης μονής της νήσου, της μονής της Παναγίας, ιδρυθείσης υπό του Ιωάννου Παλαιολόγου και της συζύγου του Μαρίας Κομνηνού και ανακαινισθείσης το 1781 υπο του ηγεμόνος Αλέξανδρου Υψηλάντου λειτουργεί από του ιδρυτικού αυτής έτους 1831 η εμπορική σχολή. Τρίτη μονή της Χάλκης είναι η του Αγίου Γεωργίου. Κείται απέναντι της μονής του Αγίου Γεωργίου της Πριγκήπου. Η άποψις απ'αυτής είναι θαυμάσια. Σήμερα η μονή αυτή είναι κτήμα του Αγ. Τάφου εις τον οποίον την εκληροδότησεν ο πατριάρχης Ιωαννίκιος Γ΄εκ του οίκου Καρατζά καταγόμενος, αποθανών το 1793, ο οποίος την ανοικοδόμησεν. Έκτισε δε μεγάλην και ωραίαν οικίαν εκεί όπου σήμερον είναι η ναυτική σχολή. Τότε δε εφύτευσε τας δύο εξόχους λεωφόρους με κυπαρίσσους, οι οποίες φέρουσιν ακόμη και σήμερα από την αρχαίαν του οικίαν εις την μονή του Αγ. Γεωργίου και εις την εκκλησίαν του, εντεύθεν δε εις την πόλιν της Χάλκης. Πέντε άλλες νησίδες ή μάλλον βράχοι, ανερχόμενοι από την επιφάνειαν της θαλάσσης, είναι έρημοι και ακατοίκητοι. Ονομάζονται Οξυά, Πλάτη, Νέαδρος, Πίτα και Αντιρρόβιθος. Εις την Οξυάν μετεφέρθησαν το 1910 οι αδέσποτοι πολυάριθμοι σκυλοι της Πόλεως, όπου απέθανον εκ πείνης.


Πρίγκιπος ( η αρχαία Πυτιούσα, Κιζίλ - αδά, δηλαδή ερυθρά νήσος τουρκ. ή μπουγιούκ - αδά , η μεγάλη νήσος

Κάτοικοι 15000
Είναι η μεγαλυτέρα και πολυανθρωποτέρα από όλες τις νήσους των Πριγκιπονήσων). Έχει μέγιστον πλάτος 5200 μ. από Β προν Ν και από Δ προς Α 1900, περιφέρειαν δε μέχρι 15 χμ. Από τη Χάλκη χωρίζεται διά πορθμού 1300μ. Η πόλις αυτή κείται επί της βορείου παραλίας της, τα δε προσπλέοντα ατμόπλοια προσεγγίζουν εις λίθινον μώλον. Προς Α εκτείνεται η κυρίως ελληνική πόλη με τας κατοικίας των μονίμως κατοικούντων εις την νήσον. Προς Δ, όπου η ακτή αποβαίνει κρημνώδης, παρατάσσεται σειρά επαύλεων με ωραίους κήπους, όπου παραθερίζουν έμποροι Έλληνες, Αρμένιοι, Ευρωπαίοι και Λεβαντίνοι. Και η διαμονή κατά το θέρος εις την νήσον ταύτην ένεκα του ήπιου κλίματος, του καθαρού αέρος, της πλουσίας βλαστήσεως και των ωραίων θαλασσίων λουτρών είναι πραγματικά μαγευτική. Η νήσος είναι καλώς καλλιεργημένη. Έχει δε και δάση ωραιώτατα (πεύκα, κυπαρίσσια, μύρτοι και τερεβινθέαι). Έχει και ελαιώνες και ωραίους εν γένει κήπους. Κυρίως η νήσος αποτελείται από δύο, συνεφαπτόμενα όρη, εκ των οποίων το υψηλότερον και νοτιώτερον κείμενον, είναι ακαλλιέργητο. Έκαστον δε έχει και μίαν μονήν, το χαμηλότερον, το και υπεράνω της πόλεως, την μονή του Χριστού, το δε άλλο, το και υψηλότερον, την μονή του Αγ. Γεωργίου. Τρίτη δε μονή του Αγ Νικολάου, κείται επί κοιλάδος προς την ανατολικήν πλευράν της νήσου. Άλλοτε η νήσος ολόκληρος εκαλύπτετο από πεύκα τα οποία σήμερον διαητρούνται μόνον εις το μέσον τριγύρω της μονής του Χριστού και του Αγ. Νικολάου. Αι τρεις μονές συνδέονται δι' ωραίων δρόμων



Σαμψούς (αρχαία Αμισός)
Κάτοικοι 25000
Τούρκοι 12000
Έλληνες 11000
Αρμένιοι 1500
Τάταροι ελάχιστοι

Βρίσκεται 3 χλμ περίπου μακριά από τη θέση της αρχαίας Αμισού. Διαιρείται εις δύο, την Άνω Αμισόν ή Καδή -κιοι και την Κάτω ή κυρίως Αμισόν. Το 1886 πυρκαγιά την αποτέφρωσε, τον δε Αύγουστο του 1900 άλλη πάλι πυρκαγιά αποτέφρωσε 200 οικίες της Άνω πόλεως. Σήμερα η πόλη είναι εν μέρει ευρωπαική και εν μέρει ανατολική. Και οι δρόμοι στις παλιές συνοικίες είναι στενοί και ρυπαροί, εις τας νέας τουναντίον. Ευχάριστον εντύπωσιν κάμνουν αι επαύλεις των πλουσίων Ελλήνων και Αρμενίων της πόλης, αι εγειρόμεναι εις τα προάστειά της, εις τους πρόποδας λόφων, και ανερχόμεναι κατάλευκοι και κομψαί.
Η Αμισός είναι καθαρά εμπορική πόλη και η τοποθεσία της είναι πολύ ευνοική για το εμπόριο. Είναι ο φυσικός λιμήν πλουσίας εκτάσεως και μεγάλης, εχούσης γαίας σιτοφόρους και γονίμους, καπνοπαραγωγούς, εχούσης δε ακόμα και γαιάνθρακας. Βρίσκεται σε ίση σχεδόν απόσταση από τις εκβολές των δύο μεγάλων ποταμών, του Ίριδος και του Άλυος. Δια τούτο και από πολλού εσχεδιάζετο η κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής εκτάσεως 393 χλμ μέχρι τη Σεβάστεια. Η κίνηση του λιμένος της Αμισού είναι σημαντική (10 1911 προσεγγίσεις ατμοπλοίων 700, εισαγωγή 28.500000, εξαγωγή 50.000000 φρ)
Ομίχλαι συχναί και επίμοναι, έδαφος ελώδες καθ' όλον τον κόλπον , καθιστούν το κλίμα της πόλεως νοσηρόν , το οποίον άλλωστε το χειμώνα είναι ήπιον.

Τραπεζούς
Κάτοικοι 50000. Εκ τούτων 15000 Έλληνες και 3000 Αρμένιοι, Πέρσαι ολίγοι, Λαζοί και Ευρωπαίοι

Ονομάστηκε έτσι από τους αρχαίους διότι, όπως αναφέρεται, η ακρόπολις αυτής είχε το σχήμα και την ομαλότητα τραπέζης. Η πόλις εκτείνεται σήμερον επί των κατωφερειών τριών χαμηλών λόφων, εις τους βορείους πρόποδας του Μπός - τεπέ και από του οποίου η θέα είναι ωραιοτάτη. Ο μικρός λιμήν αυτής, αν και προφυλάσσεται από των βορείων ανέμων δια μώλου, μικρού όμως, (η κατασκευή έληξε το 1885) εκτεινομένου εις την θάλασσαν από του ακρωτηρίου Καλμέκ, από δε των νοτίων διά τινός άλλου από της άκρας της Ελεούσης, δεν είναι εν τούτοις αρκετά ασφαλής. Όταν δε πνέουν ισχυροί άνεμοι η αποβίβασις είναι δυσκολωτάτη. Και όμως δια του λιμένος τούτου διεξάγεται εμπόριον αξιολογώτατον με τας πόλεις του εσωτερικού και κυρίως με την Αργυρόπολιν. Αξιόλογον είναι ακόμη και το εμπόριον της Τραπεζούντος με το αρμενικόν οροπέδιον και την βόρειαν Περσίαν μεθόλον τον συναγωνισμόν του Βατούμ και του Υπερκαυκασίου σιδηροδρόμου. Εις την Περσίαν δια του λιμένος της Τραπεζούντος εισάγεται κυρίως ζάχαρη, υφάσματα, τσάι, εξάγονται δε περσικά εμπορεύματα (τουμπεκί, σάλια, μεταξωτά, τάπητες). Η ελληνική συνοικία βρίσκεται όπισθεν του ακρωτηρίου Καλμέκ, φέροντος πυροβολοστοιχίαν, τον φάρον του λιμένος και το Γκιουζέλ σεράι, αναγόμενον εις τους χρόνους των Κομνηνών, σήμερον δε μεταβεβλημένον εις στρατώνα του πυροβολικου. Η ελληνική συνοικία περιβάλλει την ευρωπαική, όπου εδρεύουν οι μεγαλέμποροι Ευρωπαίοι. Επί τινός δε μικράς γλώσσης γης επί της βορείου παραλίας εγείρεται η ελληνική μητρόπολις. Η κυρίως τουρκική συνοικία βρίσκεται μεταξύ δύο φαράγγων, οι οποίες περιβάλλουν την αρχαίαν ακρόπολιν, φέρουσαν ακόμη τα βυζαντινά τείχη, αλλ'όμως ερειπωμένα. Εις τα δύο δε φάραγγας ρέουν ρύακες, καλυπτόμενοι από μύρτους και δάφνας, από υπερανερχομένας κυπαρίσσους, πλατάνους και άλλα δένδρα μεγάλα.
Η πόλις διασώζει μέχρι σήμερον πολλά χριστιανικά μνημεία. Εκ τούτων το επιφανέστατον είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας, σήμερον τζαμίον εγκαταλελειμμένον, κτίσμα του ΙΓ αιώνος, κτίσμα δε πιθανώτατα Μανουήλ του Α΄κατά το διάγραμμα της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως ανεγερθέν. Πλησίον αυτής υψούται τετράγωνον κωδωνοστάσιον, οπόθεν η θέα είναι ωραία.
Άλλο αξιόλογον μνημείον της πόλεως είναι το Γενί - Τζουμά τζαμι. Είναι η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ευγένιου, μεταβληθείσα εις τζαμίον απ'αυτόν τον Μωάμεθ Β΄, ο οποίος αμέσως μετά την άλωσιν της πόλεως (1461) έκαμε το ναμάζι του (προσευχήθηκε) εντός αυτής. Τρίτον δε, επίσης περικαλλές και τούτο, μνημείον είναι το Ορτάρ - χισάρ- τζαμί επί της παλαιάς ακροπόλεως ή ο ναός της Παναγίας Χρυσοκεφάλου, ούτω καλουμένης ενεκα του πλουσίου διακόσμου της κεφαλής της εικόνος. Ο ναός ούτος και σήμερον είναι χαλκοσκεπής. Πλησίον δε του Μπος - τεπέ βρίσκεται εντός σπηλαίου και εκτός αυτού η αρχαία γυναικεία μονή της Παναγίας της θεοσκεπάστου, διατηρούσα εικόνας αγίων πολύ παλαιάς, από της οποίας η άποψις προς την πόλιν και τον Εύξεινον Πόντον είναι εξόχως μαγευτική. Σώζονται δε τα ερείπια των ανακτόρων των Κομνηνών.
Η εμπορική κίνησις του λιμένος της πόλεως, αν και υπολείπεται της κινήσεως του λιμένος της Αμισού, είνα σημαντική (εξαγωγή εξ αυτής της Τραπεζούντος και κατά διαμετακόμισιν εκ .Περσίας περί τα 12.000.000 φράγκων, εξαγωγή και εισαγωγή μαζί 48.000.000 φρ. , προσεγγίσεις πλοίων 1000 περίπου κατ'έτος)
Εις την Τραπεζούντα εκαλλιεργήθησαν τα ελληνικά γράμματα κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας τόσον, ώστε η πόλις από εκπαιδευτικής, μορφωτικής και εθνκής αποψεως έχει διά τον ελληνισμόν του Πόντου την σημασίαν, την οποίαν έχει η Σμύρνη (και αι Κυδωνίαι) διά τον ελληνισμόν της δυτικής και κεντρικής Μ. Ασίας και η σχολή της Καισαρείας εις τας ημέρας μας διά τους Έλληνας της κεντρικής πάλιν Μ. Ασίας. Έχει δε η Τραπεζούς να επιδείξει και ίδρυμα εκπαιδευτικόν εκ των αρχαιοτάτων ελληνικών, το Φροντιστήριον. Ιδρύθη το 1682 από τον Σεβαστόν Κυμινήτην. Το Φροντιστήριο διήλθε διά πολλών περιπετειών χωρίς όμως να διακοπεί από τις ιδρύσεώς του μέχρι σήμερον η λειτουργία του. Το 1844 ο Τραπεζούντος Κωνστάντιος εφρόντισε να το ανακαινίσει και να το μεγεθύνει. Εις τας ημέρας μας διά γενναίας δαπάνης φιλομούσων Τραπεζουντίων το Φροντιστήριον ανηγέρθη μεγαλοπρεπές, παραθαλάσσιον, τετραώροφον με 40 αιθούσας και δωμάτια. Του νέου τούτου κτιρίου ο μεν θεμέλιος λίθος ετέθη τη 19η Σεπτεμβρίου 1899, τα δε εγκαίνια του έγιναν τη 14 η και 15η Σεπτεμβρίου 1902. Το Φροντιστήριον στεγάζει γυμνάσιον, ελληνικόν σχολείον και δημοτικόν.

Αργυρόπολις (Γκιουμούς - χανέ)
Κάτοικοι 6000
Έλληνες 2500
Αρμένιοι 1000

Βρίσκεται προς Ν της Τραπεζούντος και εις απόστασιν 24 ωρών από αυτής εντός φάραγγος, εις ύψος 1300 μ. επί εξόχου τοποθεσίας. Αμυγδαλαί, κερασέαι, απιδέαι, μηλέαι πληρούν την τριγύρω της φύσιν, ως και αζαλέαι, υποφόρφυρα ροδόδενδρα και γιγάντειαι πτέρεις. Η πόλις ωνομάσθη ούτω διά τα άλλοτε πλούσια μεταλλεία της, αργύρου και χαλκού, τα οποία σήμερον κανεις δεν τα εκμεταλλεύεται. Αι οδοί της πόλεως είναι στεναί κα ανώμαλοι. Μία δε πλατυτέρα, η λεγόμενη Βασιλική, συνδέει την πόλιν με τους πλησιον του ποταμού κήπους, αφού διέλθη ολίγην έκτασιν της πόλεως, φθάνει εις την μεγάλην πλατείαν, όπου γίνονται το φθινόπωρον προ πάντων αγοραπωλησίαι προιόντων και κυρίως τροφίμων. Η Αργυρόπολις έχει τακτικήν συγκοινωνίαν με την Τραπεζούντα και την Ερζερούμ δι'αμαξιτού, δια της οποίας τα καραβάνια μεταφέρουν πλείστα εμπορεύματα.
Προιόντα έχει κυρίως μήλα και άπια από τους κήπους της, αποστελλόμενα εις την Κωνσταντινούπολιν, Σμύρνην, Αλεξάνδρειαν, αιγοδέρματα και άλλα. Η βιομηχανία σήμερον είναι εις στασιμότητα και παρακμήν. Λειτουργούν εν τούτοις μικρά βυρσοδεψεία, μικρά εργοστάσια πηλίνων αγγείων και σωλήνων υδραγωγείων, μικρά χαλκεία και σιδηρουργεία.

Σμύρνη (Ισμίρ τουρκ)
Κάτοικοι της πόλεως (άνευ των προαστείων( 270000
Έλληνες 140000
Τούρκοι 80000
Αρμένιοι 12000
Εβραίοι 20000 Ευρωπαίοι και Λεβαντίνοι 15000

Όλίγαι πόλεις, λέγει ο Γερμανός Rath, έχουν τόσον ωραία και τόσον μεγαλοπρεπή προάστεια και εξοχάς, όσον η Σμύρνη. Και η ωραιότης των αύτη και η μεγαλοπρέπεια καταφαίνεται κυρίως, όταν τα βλέπει κανείς από τον Πάγον, το βουνόν, το φέρον άλλοτε την αρχαίαν ακρόπολιν και προς τα ΝΑ της πόλεως κείμενον. Κατά το θέρος ιδίως, όταν ο δύων ήλιος αποστέλλει τας λοξάς του ακτίνας επί των θαυμασίων περιχώρων της Σμύρνης, αφήνει δε να εναλλάσσωνται σκιαί και χρωματισμοί, δύναται κανείς να απολαύσει την έξοχον γοητείαν της Σμύρνης, καθήμενος επί των ηρειπωμένων μεσαιωνικών τειχών της παλαιάς ακροπόλεως, των ανεγερθέντων με τα αρχαιότερα λείψανά της, εις μόνωσιν και ησυχίαν, όπου αντηχούν ως απολεσθέντες ήχοι του ανθρωπίνου κόσμου ο βαρύς πάταγος της μεγάλης πόλεως, το σφύριγμα του ατμόπλοιου ή η εσπερινή προσευχή του μουεζίνη.
Η τουρκική συνοικία κάτω από τον Πάγον έχει πολυάριθμους μιναρέδες και λευκούς θόλους τζαμιών και λουτρών. Οι δρόμοι αναρριχώνται εις το ύψος του Πάγου με τας οικίας των, με τας περιτοιχισμένας αυλάς, εντός των οποίων κυπάρισσοι και πυκνόφυλλα δένδρα υψούνται, σκιερά μεταξύ των λιθίνων όγκων των οικιών. Κάτω της τουρκικής συνοικίας ακολουθεί η γωνιώδης εβραική. Η κυρία πόλις απλούται επί πεδινής εκτάσεως. Εις τον λιμένα επικρατεί εκκωφωτική συγκοινωνία, ιδίως κατά τους μήνας της εξαγωγής. Μέσα δε εις τον θόρυβον όλων των εθνών της Δύσεως και της Ανατολής συνωθούνται οι κραυγάζοντες πωληταί και τα βαρέως φορτωμένα κάρα, βαδίζουν δε με την κεφαλήν ωρθωμένην αι τεράστιαι φορτηγοί κάμηλοι, ενώ έξω εις τον λιμένα κροτούν αι αλύσεις των πλοίων αι ανασύρουσαι τα εξαγόμενα προιόντα. Αναλόγως δε της εποχής φορτωνονται εις τα πλοία κυρίως σάκκοι με σιτηρά (ιδίως κριθή) και με κηκίδια, κιβώτια σταφίδων ή σύκων, δέματα καπνού, βάμβακος, οπίου, τάπητες εκ του εσωτερικού και σπόγγοι εκ των νήσων.
Περαιτέρω δε και προς Β του λιμένος η προκυμαία, η με ευρείς τετράγωνους λίθους εστρωμένη, παρουσιάζει άλλο θέαμα. Αντί των καταστημάτων και των εμπορικών γραφείων, των πρακτορείων ατμοπλοικών εταιρειών και των ατμομύλων του λιμενικού μέρους παρατάσσονται προς αυτήν ζυθοπωλεία, καφενεία, καφωδεία, θέατρα. Εδώ συνωθείται ιδίως τας εσπερινάς ώρας το πλήθος τω αργοσχόλων, αλλά και εκείνων οι οποίοι εξετέλεσαν την εργασίαν της ημέρας. Κάθηνται, ζωηρώς διαεγόμενοι, εις μικράς τραπέζας προ των καφενείων ή περιπατούν άνω και κάτω απολαύοντες τον δροσερόν θαλάσσιον αέρα. Ευρωπαίοι, Λεβαντίνοι και Έλληνες με ευρωπαικήν ενδυμασίαν, Τούρκοι χωρικοί με τα ποικιλόχροα των υποκάμισα, με κοντά βρακιά και με ευρείας ζώνας, νησιώται με βαθυκύανα βρακιά, Αλβανοί, Μαυροβούνιοι, Άραβες και δερβίσαι με τας διαφορετικάς ενδυμασίας των, γραφικώς στολισμένοι καβάσιδες, Τούρκοι αξιωματικοί με τας στολάς των, κυρίαι με τουαλέτας παρισινάς, κομψάς, κίνησις τέλος και τύρβη και βίος τόσον ποικίλος και πλούσιος εις αντιθέσεις, όπως μόνον εις την Ανατολήν, αλλά και εδώ δε το βλέπει κανείς παντού με τόσην ποικιλίαν, όπως εις την προκυμαίαν της μεγάλης εμπορικής πόλεως. Έτι περαιτέρω προς Β, όπου σχηματίζεται δέλτα, είναι η Πούντα με τα λουτρά της, η οποία είναι μάλλον μονήρης. Εκεί υπάρχουν τα κομψά και ευπρεπή οικήματα των πλουσίων Ευρωπαίων και Λεβαντινών κα τα περισσότερα προξενεία.
Προς τον νότιον μέρος του λιμένος συνέχεται, συνορεύον με την τουρκικήν και εβραικήν συνοικίαν, το παζάρι, το οποίον υπολείπεται μεν ως προς το μέγεθος του παζαριού της Κωνσταντινουπόλεως, όχι όμως και ως προς τον ιδιαίτερον της κινήσεως χαρακτήρα, καθώς και των εκτεθειμένων εμπορευμάτων. Βορείως τούτου εκτείνεται παράλληλος προς την προκυμαίαν η οδός του Φραγκομαχαλά, η κυρία οδός των ευρωπαιζόντων καταστημάτων, τα οποία κατεθύνονται προς Β κατ'ολίγον εις την ευρείαν συνοικίαν των Φράγκων και των Ελλήνων, εκτεινομένην όπισθεν της προκυμαίας και μέχρι της Πούντας.
Αι συνοικίαι δε αύται κάμνουν πολύ καλήν εντύπωσιν με τας κανονικάς των και καθαράς οδούς, με τας καταλεύκους οικίας των. Προς Α δε του παζαριού εκτείνεται η αρμενική συνοικία, όπου είναι και ο σιδηροδρομικός σταθμός Πασμά - χανέ, ο τελικός σταθμός της γαλλικής γραμμής Σμύρης - Κασαμπά - Αφιον καρα χισάρ η οποία παραδόξως δεν προεκτείνεται μέχρι του λιμένος. Επειδή δε εις τους στενούς δρόμους του εσωτερικού της πόλεως δυσκόλως ημπόρουν να προχωρήσουν τα κάρα, η μεταφορά των εμπορευμάτων μεταξύ του σταθμού τούτου και του λιμένος εκτελείται κατά το πλείστον με καμήλους. Περαιτέρω προς Α φέρει οδόν, εξόχως ζωηρά, εις την γέφυραν των καραβανίων, όπου η μόνη συγκοινωνιακή οδός προς Α διέρχεται επί γεφύρας του Μέλητος, άλλη δε οδός, διακλάδωσις αυτής, παρακολουθεί προς Ν τον ρουν του ποταμού τούτου. Πλησίον της γεφύρας είναι μεγάλη, κενή πλατεία όπου σταματούν οι κάμηλοι των καραβανίων. Όχι πολύ μακράν χωρεί η αγγλική γραμμή Σμύρνης - Αιδινιου - Δινέρ η οποία τον τελικόν της σταθμόν έχει εις την Πούνταν, ενώ η γαλλική διασταυρώνει αυτήν και έχει και εδω δεύτερον σταθμόν, το Γεφύρι, καλούμενον. Η αγγλική γραμμή προχωρεί πλέον όλως διόλου διά κήπων και νεκροταφείων (όπου όμως κατά τον τελευταίον παγκόσμιον πόλεμον οι Τούρκοι ανήγειραν εργοστάσια πυρομαχικών), ως και πλησίον νοσοκομείων και αποτελεί το ανατολικόν όριον της πόλεως. Ενώ λοιπόν η εις τρίγωνον σχηματιζομένη πόλις ως βάσιν έχει τον Πάγον, προς Δ ορίζεται από την θάλασσαν, προς την οποίαν εκτείνεται η μία του τριγώνου πλευρά, και η άλλη είναι εστραμμένη προς Α, προς την ξηράν και προς την πεδιάδα, την οποίαν σχηματίζει το δέλτα του Μέλητος, και εκ της οποίας μόνον το δυτικόν μέρος κατέχει η πόλις. Εδώ ανοίγεται από Ν η εις το στόμιον του Μέλητος καταλήγουσα στενή κοιλάς, η οποία προς Β συγκοινωνεί με την πεδιάδα του Βουρνόβα. Αυτη δε εσχηματίσθη από τας προσχώσεις μικρών ρυάκων, οι οποίοι ως επί το πολύ δεν φθάνουν μέχρι της θαλάσσης. Αι δύο δε πεδιάδες ενώνονται και συγκοινωνούσι δια στενώματος, ακόμη περισσότερον στενουμένου διά της μεγάλης πηγής του Χαλκά μπουνάρ, η οποία αναβλύζει εις τους πρόποδας των ορέων, και της οποίας η απόρροια τελματώνει την πεδιάδα Βουρνόβα.
Κατά ταύτα η Σμύρνη έχει δια την ξηράν συγκοινωνίαν τέσσαρας εισόδους, δια των οποίων τέσσαρες οδοί άγουσιν προς τέσσαρας συγκοινωνιακάς κατευθύνσεις. Και λοιπόν έχομεν 1) την από Δ οδόν, δηλαδή από της Ερυθραίας χερσονήσου, η οποία διέρχεται δια των προαστείων Γκιος - τεπέ και Καρατάς. πέραν δε τούτων χωρεί επί παραλιακού πεδίου (της νοτίας παραλίας του κόλπου) σχεδόν μέχρι των Βριούλων (λεωφόρος Σμύρνης - Βριούλων - Τσεσμέ) 2) την από νότον οδόν επί της κοιλάδος του Μέλητος περί τον Πάγον προς την γέφυραν των καραβανίων (λεωφόρος μόνον μέχρι Σεδβικιοι και Μπουτζά, σιδηρόδρομος Σμύρνης- Αιδινιου - Δινέρ με διακλάδωσιν εις την κοιλάδα του Καυστρου) 3) την από Α δια του Χαλκά Μπουνάρ και της γεφύρας των καραβανίων. Είναι δε η οδός αύτη η κατ'ευθείαν εις την κοιλάδα του Έρμου (λεωφόρος Σμύρνης - Νυμφαίου - Πάρσας) 4) την από Β, από του Έρμου περί τον Σίπυλον δυτικώς και επί της παραλιακής πεδιάδος του Κορδελιού επί του αλιπέδου του Βουρνόβα (λεωφόρος από Περγάμου - Αξαρίου - Μαγνησίας- Μενεμένης, ως και αμαξιτός από Περγάμου παρά την παραλίαν εις Μενεμένην. Είσοδος εις την πόλιν παρά την Πούνταν. Σιδηρόδρομος Σμύρνης - Μαγνησίας (διακλάδωσις εις Σόμα) - Κασαμπά (Αφιον καρα χισάρ). Είσοδος εις το Πασμαχανέ πλησίον της γεφύρας των καραβανίων).
Ως φαίνεται εκ των ανωτέρω η Σμύρνη έχει κεντρική θέσιν προς όλας τας κυρίας συγκοινωνιακάς οδούς της δυτικής Μ. Ασίας. Κειμένη σχεδόν εις το μέσον της δυτικής παραλίας της χερσονήσου, εις τον μυχόν βαθέως εισχωρούντος κόλπου, τον οποίον ημπορεί κανείς εξαιρέτως να υπερασπίση από της θαλάσσης, ευπροσίτου δε σήμερον και εις τα μέγιστα ατμόπλοια, απολαύει των ανετωτάτων προς την ξηράν συγκοινωνιών προς όλας τας κατευθύνσεις, αν και περιβάλλεται τριγύρω από όρη. Προς Ν όμως η κοιλάς του Μέλητος διατρυπά τα όρη και ανοίγει είσοδον τελείως πεδινήν και ευρείαν προς την κοιλάδα του Καυστρου. Απ 'αυτής χωρεί προεκτείνουσα την οδόν ταύτην δίοδος μόνον 231 μ. πέραν εις την μεγάλην κοιλάδα του Μαιάνδρου και δι'αυτής προς την νοτιοδυτικήν Μ. Ασίαν αφ'ενός, προς το εσωτερικόν δε οροπέδιον αφ'ετέρου. Προς Α πάλιν της μικράς πεδιάδος της Σμύρνης και πλησίον του Νυμφαίου δύναται τις επί ύψους 263 μ. να φθάση κατ'ευθείαν εις την μεγάλην κοιλάδα του Έρμου και δι'αυτής μέχρι των προπόδων του κεντρικού οροπεδίου, το οποίον παρέχει προς την κοιλάδα ταύτην, μεταξύ Φιλαδελφείας και Ουσάκ, ελαφράν ανάβασιν χωρίς να υπάρχη όρος απότομον, το οποίον να τη δυσκολεύη. Προς Β φέρει ομαλή παραλιακή οδός τριγύρω του δυτικού Σιπύλου προς τον Ερμον. Απ'εδώ η παραλιακή οδός φέρεται προς Β, έχουσα μέχρι της Ιδης να διέλθη μόνον λόφους με κατωφερείας ηρέμους. Εξάλλου χωρει τις προς τον Ερμον, προς τα άνω αυτού, ανέτως μέχρι Μαγνησίας και απ'εκεί περαιτέρω εις την άνω κοιλάδα του Ερμου, ειτε προς Β δια της κοιλάδος του Υλλου εις τον Κάικον (Πέργαμος) και επί σχετικως ανέτων και χθαμαλών διόδων εις την Μυσίαν και την Προποντίδα. Και εαν δε θέλη κανείς να αποφυγη τον περίδρομον του Σιπύλου, ημπορεί να φθάση εις την Μαγνησίαν υπεράνω του όρους δια του Σαπάντζα - μπαλί.
Τοιουτοτρόπως η Σμύρνη είναι το κέντρον του σιδηροδρομικού δικτύου της δυτικής Μ. Ασίας το οποίον εξετελέσθη χωρίς το έδαφος να παράσχη δυσκολίας ανυπερβλήτους.
Λοιπόν η Σμύρνη έχει εξαίρετον τοποθεσίαν ως προς την συγκοινωνίαν. Εν τούτοις η άμεσος περί αυτήν χώρα δεν είναι ευρεία και η πεδιάς, της οποίας δεσπόζει, ασήμαντος. Αλλ' όμως τούτο είναι μέγα δι'αυτήν πλεονέκτημα. Δεν υπάρχει αμέσως πλησίον της Σμύρνης μέγας ποταμός, ώστε ο λιμήν αυτής δεν υπάρχει φόβος να καταχωσθή από προσχωσεις, τα τέλματα δε είναι ασήμαντα και το κλίμα δια τούτο υγιεινό. Το θέρος ιδίως ισχυροί θαλάσσιοι άνεμοι διαχύνονται δια του επιμήκους κόλπου και δροσίζουν την πόλιν. Μη έχουσα δε η Σμύρνη ευρείαν πεδιάδα ως ενδοχώραν, δεν έπαθεν από τας προσχωσεις, όσα η Εφεσος και η Μίλητος αι οποίαι τέλος και κατεστράφησαν εξ αυτων. Είναι αληθές ότι η ιδία τύχη ηπείλει και την Σμύρνην δια του στομίου του Ερμου από Β. Αλλ' αι εκβολαί του ποταμού τούτου μετεκινηθησαν προς Β. μακράν του κυρίως κόλπου της πόλεως και ο κίνδυνος ούτος εξέλιπεν.
Η σημερινή Σμύρνη έχει και εξαίρετον πόσιμον ύδωρ, προερχόμενον από τον Ολυμπον. Βεβαίως μολυσματικά νοσήματα επιδημουν εις αυτήν και η χολέρα, ως και η πανώλης, συχνά την επισκέπτονται. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι και φιλοξενούνται διαρκώς. Συγκρινομένη όμως με άλλας μεγάλας πόλεις της Ανατολής πρέπει να θεωρείται ως υγιεινή. Το κλίμα της είναι μεσογειακόν και καθόλον το έτος ψυχρότερον από το κλίμα των Αθηνων. Βρέχει δε και περισσότερον εις την Σμύρνην, παρά εις τας Αθήνας και καθ'όλους τους μήνας πλην του Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου. Και η διαφορά του χειμώνος μεταξύ Αθηνών και Σμύρνης είναι μεγίστη. Η ξηρασία όμως του θέρους είναι και εις την Σμύρνην τόση, όση και εις τας Αθήνας, αλλά κάπως βραχυτέρα. Αρχίζει τον Ιούνιον και τελειώνει τον Σεπτέμβριον. Κατά τους μήνας Νοέμβριον, Δεκέμβριον, Ιανουάριον πίπτει το ήμισυ ύδωρ αφ'όσον πίπτει το όλον έτος. Αρκετά βροχερόν είναι και το έαρ. Επειδή δε εις το έδαφος υπάρχει κατά τας αρχάς του θέρους ύδωρ περισσότερον, η βλάστησις είναι ισχυροτέρα παρά επί της ξηράς ανατολικής Ελλάδος, ενώ τουναντίον η δυτική Ελλάς έχει βροχάς περισσοτέρας από την Σμύρνην. Το πλεονέκτημα τούτο της Σμύρνης ισχύει και δια μέγα μέρος της δυτικής παραλίας της Μ. Ασίας, όχι όμως και δια το εσωτερικό αυτής. Ο θερινός καύσων και η ξηρά εποχή είναι ανεκτότεροι εις την Σμύρνην, ένεκα του εμβάτου, ο οποίος φυσα κατά το θέρος σχεδόν καθημερινως κατά τας μεσημβρινάς και μεταμεσημβρινάς ώρας, κάποτε δε με ορμήν σφοδράν, από του κόλπου προς την πόλιν. Κανένας δε τόπος της δυτικής παραλίας της Μ. Ασίας δεν παρουσιάζει το φαινόμενον τούτο με τόσην κανονικότητα και ισχύν ως η Σμύρνη, όπου ο ορογραφικός σχηματισμός, αποτελων χοάνην, συμπιέζει τον θαλάσσιον αέρα προς την πόλιν. Και ο δροσερός θαλάσσιος αήρ είναι δια την πόλιν μεγίστης υγιεινης σπουδαιότητος. Εις αυτόν οφείλει η πόλις το ότι μ'όλην την εντός κόλπου τοποθεσίαν της η θερμότητς δεν είναι τόσον αισθητή, όσον εις το εσωτερικόν της χώρας, και δια τούτο επιζητείται κα από τους Ελληνας της Αιγύπτου ως θερινή διαμονή.
Αν και αι από της ξηράς οδοί τρέφουν το εμπόριον, διεξάγεται όμως με τον έξω κόσμον δια θαλάσσης επίσης αξιόλογον εμπόριον. Ατμόπλοια της γραμμής (αυστριακά, γερμανικά, ρωσικά, γαλλικά, ιταλικά, ελληνικά, αιγυπτιακά) κρατουν εις επικοινωνίαν την Σμύρνην με την Κωνσταντινούπολιν, με τον Εύξεινον, με την Ελλάδα, με την Δυτικήν Ευρώπην, με την Συρίαν και την Αίγυπτο, ενώ τουρκικά (ελληνικά με σημαίαν τουρκικήν) και ελληνικά της ακτοπλοιας την συνδέουν με τους μικρούς λιμένας της ανατολικής Μεσογείου. Εκ τούτων πολλά έχουν τη έδραν εις την Σμύρνην. Φορτηγά δε όλων των εθνών ζωηρεύουν τον λιμένα κατά τον χρόνον της εξαγωγής των προιόντων. Πολυάριθμα, μικρά καικια διεξάγουν την μικράν ναυτιλίαν, ιδίως δε την εισαγωγήν προιόντων μικράς ποσότητος ως λ.χ την εισαγωγήν καυσίμου ξυλείας και ξυλανθράκων .
Η Σμύρνη ήτο και η μεγίστη πόλις της ασιατικής Τουρκίας, το μέγιστον αυτής εμπορικόν κέντρον, ήτο δε και η δευτέρα πόλις της Τουρκίας, η πρωτεύουσα του πλουσιωτάτου βιλαετίου της Τουρκίας, το οποίον επισήμως καλείται και σήμερον κατα την παλαιάν του πρωτεύουσαν βιλαέτιον Αιδινίου. Και το βιλαέτιον τούτο είναι και το πολυπληθέστατον και παραγωγικώτατον της Μ. Ασίας. Εκτείνεται δε καθ'όλον σχεδόν το δυτικόν μέρος της χερσονήσου πλην των παραλιακών χωρων της Προποντίδος. Εκεί και προς Δ του κεντρικού οροπεδίου συναντώνται αι χώραι, δια των οποίων συγκοινωνεί η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη. Η τελευταία σύρει δια του ανατολικού σιδηροδρόμου το κεντρικόν οροπέδιον προς εαυτήν. Εν τούτοις η κατασκευή της γαλλικής γραμμής Σμύρνης - Αφιον καρα χισάρ, η προέκτασις επομένως αυτής και μέχρι της γραμμής του ανατολικού έσυρεν ήδη προς την Σμύρνην σημαντικόν μέρος της συγκοινωνίας και του κεντρικού οροπεδίου. Άλλως δε οι όροι με τους οποίους διεξάγεται το εμπόριον και η ναυτιλία εις την Σμύρην, είναι καλύτεροι παρά εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου η πόλις δια του Βοσπόρου τεμαχίζεται, όπου αι προκυμαίαι δεν παρέχουν ευκολίας, όπου ιδίως δυσμενώς επιδρά η πολιτική ανωμαλία και η ισχυροτέρα επέμβασις των αρχών.
Εκτός του σχετικως ασημαντου ευρωπαικού στοιχείου το εγχώριον ελληνικόν κυριαρχεί όχι μόνον κατ'αριθμόν, αλλά και κατά την δύναμιν. Κατέχει μαζί με τους ολίγους Ευρωπαίους σχεδόν όλον το εμπόριον και την ναυτιλίαν εις τας χείρας του και υπερέχει τα άλλα έθνη κατά την ευπορίαν και την σχετικήν μόρφωσιν. Δια τούτο κυριαρχούσα γλώσσα είναι η ελληνική, διεθνής δε η γαλλική. Σχεδόν όλοι οι Σμυρναίοι όλων των εθνοτήτων ομιλούν την ελληνικήν. Πολλά επίσης από τα προάστεια και τα περίχωρα είναι ολόκληρα ή κατά τα πλείστον ελληνικά. Αλλ' υπάρχουν και τουρκικά χωρία προ των πυλών της πόλεως. Επειδή δε έχει χαρακτήρα χριστιανικόν, οι Τούρκοι δεν την αγαπούν. Την ονομάζουν μετά φθόνου ή χλευαστικως Γκιαουρ (άπιστον ) Ισμίρ. Εν τούτοις η Σμύρνη είναι διόλον τον τουρκικόν πληθυσμόν του εσωτερικού το απαραίτητον επίνειον και ήτο δια το τουρκικόν κράτος κυρία πηγή των προσόδων του.
Περί της εμπορικής κινήσεως αυτής έχομεν να παρατηρήσωμεν τα εξης. Η αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων ανέρχεται ετησίως εις 80000000 περίπου φράγκων, των εξαγομένων εις 110000000, του εσωτερικού εμπορίου εις 40000000. Εισάγονται δε αποικιακά και όλα σχεδόν τα εμπορεύματα της βιομηχανίας της Ευρώπης, διότι η βιομηχανία δεν είναι ανεπτυγμένη εις την πόλιν, μολονότι δεν λείπουν οι ευνοικοί προς ανάπτυξιν αυτής όροι. Και ο καταπλέων εις την Σμύρνην δεν παρατηρει το πληθος των καπνοδόχων, οι οποίοι ανέρχονται υπέρ τον Πειραιά, δηλωτικοί της βιομηχανικής προόδου της πόλεως, αν και πρέπει ακόμη να λεχθη ότι κατά τας τελευταίας δεκαετηρίδας οι Έλληνες της Σμύρνης επεδόθησαν και εις την εγκαταστασιν μηχανημάτων βιομηχανικων προς κατεργασίαν πρώτων υλών και προς πλήρωσιν στοιχειωδών βιομηχανικων αναγκών της χώρας. Εκ των εξαγομένων προιοντων γνωστότατοι είναι οι τάπητες και τα συκα. Τάπητες δε εξάγονται κατ'έτος αξίας 7 1/2 - 9000000 φράγκων ήτοι 500000 τετραγωνικών μέτρων. Οι τάπητες ούτοι κατασκευάζονται όχι κυρίως εις την Σμύρνην, αλλ' εις το εσωτερικόν (Ουσάκ, Γκιόρδες, Κιουτάχια, Πέργαμος, Αξάριον, Δεμερτζί, Κούλα, Μύλασα, Σπάρτη, Ικόνιον, Καισάρεια, Μουτζούρ, Σεβάστεια, Λαδίκ). Εις την κατεργασίαν των ταπήτων ξοδεύονται κατ'έτος 1250000 χιλιόγραμμα μαλλίου, το οποίον κλώθεται εις εγχώρια κλωστήρια και λαμβάνεται από τα βιλαέτια Ικιονίου, Αγκύρας, Σεβαστείας, Αιδινίου, όπου η παραγωγή του μαλλίου ανέρχεται εις 5000000 ψιλιόγραμμα. Εις την χώραν κατασκευάζονται επίσης μεταξωτά υφάσματα. Το εμπόριον των σύκων είναι σημαντικώτατον. Εξάγονται σχεδόν 330000 στατήρες ετησίως και ξοδεύονται εις αυτήν την χώραν 70000. Τα σύκα παράγονται κυρίως εις την περιφέρειαν του Αιδινίου. Εξάγονται επίσης σταφίδες, οίνος, καπνός, όπιον, έλαιον, έριον, βάμβαξ και σμύρις. Εκτός δε 3500 ιστιοφόρων προσεγγίζουν εις την Σμύρνην και 2500 ατμόπλοια 2500000 τόννων. Εκ τούτων τω 1911 αγγλικά ήσαν 348, γερμανικά 128, ελληνικά τα πλείστα, ίσως δε τα δύο τρίτα του ολικού αριθμού.
Η προκυμαία της Σμύρνης ως και ο νέος αυτής λιμήν κατεσκευάσθησαν από γαλλικήν εταιρείαν (1868-1880). Έκτοτε η πόλις προσέλαβεν άλλην όψιν. Βεβαίως και ο λιμήν ούτος δεν ανταποκρίνεται προς τας σημερινάς αξιώσεις της μεγάλης συγκοινωνίας. Οχι μόνον είναι πολύ μικρός, αλλά στερείται ακόμη και όλας τας νεωτέρας ευκολίας, τας οποίας απαιτεί η άνετος και αδάπανος κατα το δυνατόν διαφύλαξις, φόρτωσις και εκφόρτωσις των εμπορευμάτων (αποθήκαι, τελωνεία, γερανοί, μετακόμισις εμπορευμάτων, συγκοινωνία) . Εν τούτοις η Σμύρνη σήμερον έχει όλον το εμπόριον της δυτικής Μ. Ασίας ως μονοπώλιο, κατεστησε δε αχρήστους όλους τους μικρούς λιμένας της δυτικής παραλίας, ιδίως δια των σιδηροδρομικών γραμμών, αι οποίαι κανένα άλλον λιμένα δεν προσεγγίζουν και εκεί ακόμη όπου ήτο δυνατόν να γίνη δια μικράς καμπής ή μικράς διακλαδώσεως. Ουτως η όλη παραλία από των εκβολων του Μαιάνδρου μέχρι του Έρμου και μέχρι των εκβολών του Καικου εστερήθη της ενδοχώρας δια να ωφεληθη η Σμύρνη.
Οι επισκεπτόμενοι την πόλιν Ευρωπαίου, όσοι αυστηρως κρίνουν τα πράγματα και αντιπαραβάλλουν την κατάστασιν αυτής προς τας ιδικάς των πόλεις, αντιλαμβάνονται ότι πνευματικος βίος εις την πολιν ταύτην δεν υπάρχει κατά την ευρωπαικην αντίληψιν του πράγματος. Διότι εις μιαν πόλιν, συγκεντρώνουσαν τόσην εμπορικήν κίνησιν και ζωήν, τόσον πληθυσμόν και τόσον πλούτον, δεν υπάρχει μια ανωτερα σχολή, ίνα ανταποκριθη προς τας πνευματικάς σημερινάς ανάγκας, δεν υπάρχει δε και πνευματική κίνησις, αντισταθμίζουσα τα κακά, τα προερχόμενα εκ της μονομερούς προσηλώσεως του πληθυσμού προς τον υλικόν βίον. Κατ'αντίθεσιν δε προς τας Αθήνας, το μέγα πολιτιστικόν κέντρον του ελληνισμού, όπου παρατηρείται ζωηρά επιστημονική κίνησις, υποστηριζομένη και από λογίους όλων των εθνων, αρχαιολόγους κυρίως, εις την Σμύρνην θεραπεύεται η υλική πρόοδος. Είναι δε αληθές ότι πολλά ευρωπαικά έθνη, οι Γάλλοι ιδίως, διατηρουν ανώτερα σχολεία. Αλλ'όμως το έργον των είναι στοιχειώδες και μέτριον. Μόνον οι Έλληνες εκαλλιέργησαν τα γράμματα, από των αρχών μάλιστα του 19 αιώνος, αφ'ότου δηλαδή ήρχισεν η αφύπνισις των και ο πόθος των όπως φωτισθούν. Έκτοτε η Σμύρνη επρωτοστάτησεν εις τη διαδόοσιν των ελληνικών γραμμάτων και εχρησίμευσεν ο τηλαυγής φάρος, ο εκπέμπων το παρήγορο φως του μέσα εις το σκότος της Μ. Ασίας. Και υπό την έποψιν ταύτην η πόλις απέκτησε σπουδαιότητα αναμφισβήτητον και προσέφερεν υπηρεσίας πολυτίμους εις τον ελληνισμόν.

Αρτάκη (Ερντέκ)
Κάτοικοι 12500
Τούρκοι 3000
Έλληνες οι λοιποί πλην ελαχίστων Κιρκασίων

Οι Αρτακηνοί καλλιεργούν κυρίως την άμπελον επιτυχώς. Ετελειοποίησαν μάλιστα από ετών την εκμετάλλευσιν και την καλλιέργειάν της, ο δε λευκος και ελαφρός αυτων οίνος, φημισμένος και κατά την αρχαιότητα είνα σήμερον πολύ αρεστός εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου εξάγεται, ως και η ρακή και το κονιάκ. Καλλιεργούν ακόμη και την ελαίαν και την απιδέαν, είναι δε και ναυτικοί. Ο λιμήν της Αρτακης εμφανίζων πάντοτε ζωηράν κίνησιν έχει καλόν αγκυροβόλιον πλησίον της παραλίας, προστατευόμενον από τους επικρατουντας βορειοδυτικούς ανέμους. Η μικρά πόλις είναι θερμή, πληκτική και νοσηρά, έχει όμως ωραίας εξοχάς. κατοικείται από Έλληνας, από ολίγους Τούρκους και ελαχίστους Κιρκασίους, συνοικισθέντας εις ένα προάστειον αυτής. Η Αρτάκη είναι η διάδοχος της αρχαίας Κυζίκου

Άδανα (τουρκ. Άντανα)
Κάτοικοι 70000
Έλληνες 10000
Αρμένιοι 40000
Τούροι, Άραβες, Αθίγγανοι Φελλάχοι 20000
Ευρωπαίοι και Λεβαντίνοι ελάχιστοι
Γερμανοί ελάχιστοι

Η πόλις απλούται κυρίως πλησίον της δεξιάς όχθης του ποταμού Σάρου. Μια δε σιδηροδρομική γέφυρα και μια άλλη 300μ μήκους της οποίας μερικά τόξα ανέρχονται εις τους χρόνους του Ιουστινιανού, φέρουν εις την αντίπεραν αριστεράν όχθην. Η πόλις βρίσκεται εις το μέσον ευρείας πεδιάδος. Και η θέσις της είναι θαυμασία, το κλίμα πολύ θερμόν, αλλά ξηρόν και υγιεινόν. Το θέρος όμως επικρατεί καύσων και οι κάτοικοι αποχωρούν εις τας επί των ορέων θερινάς κατοικίας των. Η πόλις από τινων ετών καλλωπίζεται δι' οικοδομημάτων αξιόλογων, πλησίον των οχθών του ποταμού ανεγειρομένων, εκ των οποίων προέχει ιδίως το διοικητήριον. Έχει δε και μερικούς δρόμους ευρείς. Ο πληθυσμός της ανήκει εις πολλάς εθνικότητας. Πολυπληθείς δε εις αυτήν είναι οι Αρμένιοι, οι οποίοι όμως απεδεκατίσθησαν το 1909 δια σφαγών από τους Νεοτούρκους. Συμπαγή πληθυσμόν των Αδάνων αποτελούν και οι Έλληνες, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τας νήσους του Αιγαίου, από την Κύπρον, από την Καππαδοκίαν και την περιφέρειαν του Ικονίου, από την παλαιαν Ελλάδα. Αλλ' είχε και έχει η πόλις και ολίγους εντοπίους τουρκοφώνους. Εχει δε και κινητόν πληθυσμόν, και μάλιστα όχι ολίγον, ανερχόμενον εις 12-15000. Κατα τα τελευταία έτη τα Άδανα προσείλκυσαν και πολλούς Ευρωπαίους, μάλιστα δε Γερμανούς, οι οποίοι κυρίως ήσαν σιδηροδρομικοί υπάλληλοι ή και εμπορικών επιχειρήσεων. Διότι προς τα Άδανα και προς την Κιλικίαν είχαν στρέψει πολύ την προσοχήν των οι Γερμανοί, επιδιώκοντας την εκτέλεσιν επιχειρήσεων προς εκμετάλλευσιν της χώρας. Και η γερμανική εταιρεία του βάμβακος είχε εγκαταστήσει εργοστάσια και υποδειγματικούς κήπους προς καλλιέργεια ειδών του βάμβακος, του οποίου είχε μεγάλην ανάγκην προς ανάπτυξιν της βιομηχανίας της και όπως συναγωνισθή την αγγλικήν και αμερικανικήν.

Πέραμος
Κάτοικοι 300
Εχει λατομεία γρανίτου υποκυάνου, 14 τον αριθμον, τα οποία εκμεταλλεύονται αλλοδαποί, συμβληθέντες με την κοινότητα. Κατ'έτος τη 23 Αυγούστου εις την Περαμον τελείται η πανήγυρις της Παναγίας της Φανερωμένης, εις την οποίαν προσέρχονται προσκυνηταί και απο την Κωνσταντινούπολιν. Η Φανερωμένη είναι μονή βυζαντινή, κειμένη εντός ωραίας κοιλάδος του Δινδύμου. Είναι δε περίφημος δια τα θαύματα της εικόνος της Παναγίας, την οποίαν επισκέπτονται ασθενείς, επικαλούμενοι την βοήθειάν της. Εις την μονήν κατοικεί σήμερον μόνον εις ιερεύς μετά της οικογενείας του. Οι Περάμιοι είναι γνωστόν ότι ήρπασαν προ τινων χρόνων την εικόνα αντιποιούμενοι αυτήν, αλλ' ηναγκάσθησαν να την αποδώσουν. τα δε θαύματα της Παναγίας, τα κατ' έτος κοινολογούμενα, προξενούν μεγάλην εντύπωσιν εις τον προεσερχόμενον λαόν. Η Πέραμος αποτελείται από δύο ενορίες, του αγίου Γεωργίου και του αγίου Δημητρίου.

Ταρσός
Βρίσκεται 40 χλμ. νότια των Αδάνων. Η Ταρσός κατέχει σήμερον μόλις το τέταρτον της αρχαίας της επιφανείας και παρέχει μάλλον θλιβεράν όψιν ως εκ της καταπτώσεώς της. Οι δρόμοι της είναι στενοί και ελικοειδείς. Εν τούτοις ακμαίον είναι το εμπόριον, το οποίον διεξάγει, μολονότι έχασε πολύ αφ'ότου οι μεγαλέμποροι και οι πρόξενοι έπαυσαν να διαμένουν ενταύθα και μετώκησαν εις την Μερσίνα. Κύρια όμως ασχολία του πληθυσμού της πόλεως είναι και η γεωργία. Κατά το θέρος εις την πόλιν μένουν ολίγοι, οι δε περισσότεροι κάτοικοί της παραθερίζουν εις τα όρη, δια να αποφύγουν τον υπερβολικόν καύσωνα και τους πυρετούς, οι οποίοι μαστίζουν τότε τους διαμένοντας εντός αυτής. Εν γένει δε το κλίμα της Ταρσού είναι νοσηρόν, υγρόν και θερμόν. Εις την Ταρσόν κατοικούν και πολλοί Φελλάχοι και άλλοι εκ του Λιβάνου κάτοικοι.

Σκούταρι ή Ουσκουτάρ (η αρχαία Χρυσόπολις)
Κάτοικοι 90000
Κατοικείται σήμερον κατά το πλείστον από Τούρκους και είναι εν γένει η προτιμωμένη ως διαμονή πόλις υπό των ανωτέρων του κράτους υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών. Και η πόλις αύτη, διατηρούσα πάντοτε την τουρκικήν φυσιογνωμίαν, έχει πολλά τζαμιά, 33 τον αριθμόν, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι αληθινά αριστουργήματα αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής. Το Σκούταρι υπό των Τούρκων θεωρείται ως ιερά πόλις, δια τούτο δε και πολλοί αποθνήσκοντες αφήνουν παραγγελία να ταφούν εκεί. Οι Τούρκοι άλλωστε πάντοτε είχον την προαίσθησιν ότι θα εκδιωχθούν εκ της Ευρώπης και διά τούτον δε κυρίως τον λόγον προτιμούν οι εν Κωνσταντινουπόλει να ταφούν επί ασιατικού εδάφους, το οποίον φαντάζονται ότι θα απομείνει δικό τους και αφού εκδιωχθούν από την Ευρώπη. Και εσχηματίσθη με την πάροδον των αιώνων τεράστιον νεκροταφείον εις το Σκούταρι και κυπαρισσών επίσης τεράστιος, τον οποίον δια να εδιέλθη κανείς κατά μήκος χρειάζεται μια ώρα, ημισείαν δε κατά πλάτος. Ο κυπαρισσών ούτος είναι ο μέγιστος, ο ωραιότατος και ο περιφημότατος της Κωνσταντινουπόλεως και όλης εν γένει της Ανατολής. Διασχίζεται από πολλάς οδούς, αι οποίαι χρησιμεύουν και ως δημόσιοι δρόμοι. Εχει κυπαρίσσους παμπαλαίας, πυκνότατα φυτευμένας, υψηλοτάτας και μεγαλοπρεπώς ανερχομένας εις τα ύψη, επί των οποίων αι περιστεραί κτίζουν τας φωλεάς των. Οι δε τάφοι είναι ως επί το πολύ μαρμαρινοι.

Βρίουλα ή Βρουλά (τουρκ. Βουρλά)
Κάτοικοι 30000
Τούρκοι 5000
Εβραίοι ολίγοι
Έλληνες όλοι οι άλλοι

Βρίσκεται δυτικά της Σμύρνης. Με τη Σμύρνη συνδέονται δι'αμαξιτού 40χλμ. Απέχουν δε 4χλμ από τη θάλασσα, επί της οποίας ειναι η σκάλα των Βρουλών, ο μικρός λιμήν αυτών με μικρόν συνοικισμόν. Απέναντι δε της σκάλας και επί νησίδος του Αγίου Ιωάννη είναι σήμερον το λοιμοκαθαρτήριον της Σμύρνης. Επί δε της παραλίας της ένθεν και ένθεν της σκάλας, εκτείνεται γόνιμος πεδιάς με συκεώνας, με ελαιώνας και με αμπελώνας περιφήμους. Η συμπαθής και αξιόλογος πόλις είναι εκτισμένη επί υψωμάτων. Την νότιαν πλευράν της κατέχει ο λόφος Δέκα μύλοι, ούτω καλούμενος ως βαστάζων 10 ανεμόμυλους. Χείμαρρος ρέων από Ν προς Β διαχωρίζει τας συνοικίας των ομογενών από την οθωμανικήν και εβραικήν. Ολίγον δε έξω της πόλεως υπάρχει επί γραφικής τοποθεσίας πηγη και από την δεξαμενήν της υδρεύεται επαρκώς η πόλις. Τα Βρίουλα είναι εύπορος πόλις και κατοικείται κατά το πλείστον από Έλληνας οι οποίοι διατηρούν αξιολογώτατα σχολεία, μεταξύ των οποίων και την Αναξαγόρειον σχολήν, ιδρυθείσαν ήδη το 1760. Ζουν δε οι κάτοικοί της εκ της καλλιεργείας της αμπέλου, των σύκων και της ελαίας, τα τελευταία δε έτη και εκ του καπνού. Προ 24 περίπου ετών η φυλλοξήρα κατέστρεψε τας αμπέλους των και οι κάτοικοι ησθάνθησαν κλονισμόν οικονομικόν σοβαρώτατον. Ευτυχώς έδειξαν ευστάθειαν ηθικήν και δύναμιν θελήσεως αξιομνημόνευτον. Εξερρίζωσαν τας ασθενείς αμπέλους κα εφύτευσαν άγρια αμερικανικά κλήματα, μη προσβαλλόμενα ως γνωστόν από την νόσον ταύτην, ούτω και εσώθησαν. Η πόλις αναμφιβόλως συνωκίσθη μεταγενέστερα και δεν είναι αρχαία. Η συνοικία Μανιάτ δεικνύει ότι εκεί εγκαταστάθησαν άποικοι Μανιάται. Προσήλθον όμως εις τα Βρίουλα Πελοποννήσιοι πολλοί, Νάξιοι και άλλοι εξ άλλων μερών του ελληνικού βασιλείου δια την ευφορίαν του τόπου. Το κλίμα των Βριούλων είναι ήπιον και υγιεινόν, μάλλον δε νησιωτικόν παρά ηπειρωτικόν. Εις τους αμπελώνας οι Βρουλιώται έχουν εξοχικάς οικίας τας οποίας ονομάζουν κουλάδες.

Μερσίνα
Κάτοικοι 22000
Έλληνες 4000
Αρμένιοι 1000
Τούρκοι 15000
Άραβες, Ευρωπαίοι (και ιδίως Γάλοι)ολίγοι

Ιδρύθη το 1832 και ωνομάσθη ούτω από τας πολλάς μύρτους, αι οποιάι πρασινίζουν εις τα περίχωρά της. Εγείρεται δε εις το βάθος όρμου ευρυτάτου εις απόστασιν 67 χλμ από των Αδάνων. Παρατηρουμένη από την θάλασσαν παρέχει εικόνα ωραία, πλαισιουμένη εις το βάθος του ορίζοντα από τα όρη του ταύρου, χιονοσκεπή κα παράλληλα προς την παραλίαν ως να θέλουν να την προφυλάξουν. Η Μερσίνα από της ιδρύσεώς της απέβη επίνειον της Ταρσού και των Αδάνων. Δια τούτο δε και ηυξήθη ταχέως και αυξάνεται ακόμην ολονέν γοργώς, αποβάσα εντός ολίγου λιμήν της Μεσογείου από τους αξιολογωτάτους, ενώ προ ολίγων ακόμη δεκαετηρίδων ήταν άγνωστος. Οι δρόμοι της είναι καλώς εστρωμένοι και ευρείς, εις ακτίνα δε μεγάλη περί αυτήν εκτείνονται κήποι και αμπελώνες, αγροί φυτευμένοι με πορτοκαλέας, ροιάς, ροδακινέας, μπανάνας και μορέας. Αλλ' η πόλις έχει κλίμα νοσηρόν και μαστίζεται από πυρετούς. Εις την Μερσίνα είναι εγκατεστημένοι και πολυάριθμοι χριστιανοί Άραβες, πολλοί Έλληνες, Ευρωπαίοι ιδίως Γάλλοι. Η πόλις είναι και έδρα αντιπροσώπων όλων σχεδόν των Δυνάμεων (προξένων, υποπροξένων, προξενικών πρακτόρων). Εις τον λιμένα της κατέπλευσαν το 1911 πλοία 370, χωρητικότητος 577000 τόνων. Το ίδιο έτος η εξαγωγή (κυρίως βάμβακος, σιτηρών, σησαμίου) ανήλθε εις 15000000 φρ. , η εισαγωγή εις 12610000. Αλλ' ο λιμήν της είναι μόνον εις ιστιοφόρα προσιτός. Ο όρμος εις ικανήν απόστασιν έχει πληρωθη άμμου και τα πλοία αγκυροβολούν εις απόστασιν μιλίου. Είναι δε η Μερσίνα ο φυσικός λιμήν όχι μόνον της Ταρσού και των Αδάνων, αλλά και του Ικονίου και της καισαρείας και αυτής ακόμη της Σεβαστείας.

Κορδελιό (Καρσιακάς)
Κάτοικοι 30000
Έχει επαύλεις πολλάς και πολυτελείς, ανηκούσας εις τους Έλληνας. Εις το Κορδελιό μεταβαίνει κανείς σιδηροδρομικως η διά πλοίων. Το Κορδελιό έχει πολύ συχναζόμενα θαλάσσια λουτρά.

Χαρταλιμή (Καρτάλ)
Κάτοικοι 1500
Τοποθεσία κατοικούμενη από Έλληνες και Τούρκους. Επί της παραλίας λειτουργεί εργοστάσιον αγγλοελβετικόν κονσερβών, το οποίον εκμεταλλεύεται τους ιχθυς και τα λαχανικά της γης.

Δαρδανέλλια
Κάτοικοι 20000
Έλληνες 8000
Αρμένιοι, Εβραίοι και Λεβαντίνοι ολίγοι

Το επίσημο όνομα της πόλεως είναι καλέ - ι σουλτανιέ (σουλτανικόν φρούριον). Αλλά το επικρατήσαν μεταξύ των εντοπίων είναι το Τσανάκ - καλεσί (φρούριον των αγγείων). Οι Ευρωπαίοι και εμείς οι Έλληνες την ονομάζουμε Δαρδανέλλια. Η ελληνική κοινότης της πόλεως η αρκετά πολυπληθής φαίνεται ότι οργανώθηκε το 1690. Οι δε ολίγοι καθολικοί (Λεβαντίνοι) της πόλεως εγκατεστάθησαν βραδύτερον. Η πόλις είχε άλλοτε και πολλούς Εβραίους, σήμερον όμως υπελείφθησαν ολίγοι. Εκάστη δε κοινότης έχει και εδώ την ιδιαιτέραν της συνοικίαν. Αι οδοί της πόλεως είναι ευρείαι και ευθείαι, αλλ'ουχί και λιθόστρωτοι. Αι οικίαι της είναι ποικιλόχρωμοι και υπεράνω αυτών υψούνται οι υψηλοί και λεπτοί μιναρέδες των τζαμίων. Τας δε περισσοτέρας λιθίνους οικίας κατέστρεψεν ο σεισμός της 27 Ιουλ. 1912. Όλαι σχεδόν αι δυνάμεις , μικραί και μεγάλαι, διατηρούν υποπροξενεία και προξενικά πρακτορεία εις τα Δαρδανέλλια. Και ο λιμήν της πόλεως έχει συγκοινωνίαν με όλους τους εμπορικούς λιμένας του κόσμου. Συγκοινωνεί δε και με τους μικρούς λιμένας του Αιγαίου, ως και με τας νήσους της Προποντίδος.

Αιδίνι
Κάτοικοι 40000
Έληνες 10000
Εβραιοι 1500
Αρμένιοι 300
Τούρκοι 25000
Λεβατνίνοι και Ευρωπαίοι 1000

Βρίσκεται επί της κατωφερείας ενός εκ των λόφων εκείνων, τους οποίους προεκβάλλει η Μεσσωγίς προς την κοιλάδα (του Μαιάνδρου), έχει δε ένεκα τουτου γραφικήν θέσιν, και διαρρέεται από τον παραπόταμον του Μαιάνδρου Ταμπάκ - τσάι, τον Εύδωνα των αρχαίων. Αλλα η πόλις εκτείνεται και εις την έξοδον της μεγάλης κοιλάδος του Ταμπάκ τσάι. Η αγορά και ο κύριος όγκος της κείνται προς Δ του ρου του, ενώ η ελληνική συνοικία κείται προς Α και προχωρεί επί υψωμάτων. Υπεράνω δε της συνοικίας ταύτης υπάρχουν καφενεία, από τα οποία έχει κανείς θέαν εξαίρετον προς την κάτω πόλιν, με τα πολυάριθμα τζαμιά της, με τον εκ κήπων στέφανον, τον περιβάλλοντα αυτήν, έπειτα δε προς την κοιλάδα του Μαιάνδρου και πέραν ακόμη προς τα όρη της Καρίας. Μεγαλοπρέπειαν δε ωραίαν προσδίδουν εις το θέαμα κυρίως αι γόνιμοι πεδιάδες, οι συκεώνες, οι αμπελώνες. Και αι οικίαι της πόλεως έχουν οπωσδήποτε εμφάνισιν ευάρεστον, διότι περιστοιχίζονται από κήπους, όπου θάλλουν ως επί το πολύ πορτοκαλέαι. Αλλά οι δρόμοι της πόλεως είναι στενοί και ελικοειδείς, η αγορά μικρά και αι οικοδομαί εν γένει ανάξιαι λόγου. ΠΛησίον της ελληνικής συνοικίας είναι και η αρμενική, πλησίον δε της τουρκικής η εβραική. Η δε κοιλάς του Εύδωνος έχει πλατάνους σκιερούς και εκεί συχνάζουν οι κάτοικοι κατά τας εσπερινάς ώρας. Η σιδηροδρομική γραμμή διέρχεται διά του κάτω μέρους της πόλεως, η αγορά ευρίσκεται εις ύψος 90 μ. και η ακρόπολις έχει ύψος 280 μ. Η ελληνική κοινότης της πόλεως ηυξήθη γοργότατα από της στρώσεως της σιδηροδρομικής γραμμής κα η ευπορία αυτής προήχθη έκτοτε. Το Αιδίνιον θεωρείται ως ο προμαχών του τουρκισμού, αν και οι Έλληνες ειναι πολυπληθείς, δεν λείπουν δε και Αρμένιοι και Εβραίοι. Η πόλις κατά το θέρος είναι αφορήτως θερμή και πάντοτε νοσηρά. Πολλάκις δε έπαθεν από σεισμούς, όπως και οι άλλοι της κοιλάδος του Μαιάνδρου συνοικισμοί. Καταφανή δε είναι και σήμερον ακόμη τα ίχνη της καταστροφής εκ των σεισμών του 1895 και 1899. Η εμπορική κίνησις του Αιδινίου είναι ζωηροτάτη. Διότι η πόλις είναι κέντρον εμπορικόν σπουδαιότατον πρώτων υλών, βάμβακος, κυρίως και σύκων, δημητριακών, ελαίου, σταφίδος, βιομηχανικών προιόντων, διότι η πόλις έχει και βαφεία, μύλους, βυρσοδεψεία, εκκοκιστήρια, εργοστάσια γλυκόρριζας. Το εμπόριον δε τούτο έχουν εις χείρας των οι Ελληνες και προ πάντων Ηπειρώται, ολίγοι Εβραίοι και Αρμένιοι, ενώ οι Τούρκοι, όσοι είναι γαιοκτήμονες και πλούσιοι ζουν μόνον από τα μόνιμα εισοδήματά των.

Μουδανιά
Κάτοικοι 6000
Έλληνες 4500
Τούρκοι 1500

Είναι το επίνειον της Προύσης με την οποίαν συνδέεται σιδηροδρομικώς. Τα Μουδανιά είναι κομψή και καθαρά πολίχνη. Αι οικίαι της εξέχουν μέσα εις το πράσινον χρώμα της περιβαλλούσης αυτάς βλαστήσεως. Έχει δε και εμπόριον ζωηρότατον (το 1903 κατέπλευσαν εις τον λιμένα της 323 ατμόπλοια και 868 ιστιοφόρα με οθωμανικήν σημαίαν, 327 ατμόπλοια και 42 ιστιοφόρα ευρωπαικά, το όλον τόννοι 124000). Κατα την εποχήν των θαλασσίων λουτρών τα Μουδανιά και τα περίχωρά τους συχνάζονται από Προυσαείς και Κωνσταντινουπολίτας. Και τα πόσιμα δε ύδατα της πόλεως αυτής είναι εξαίρετα.

Καισάρεια
Κάτοικοι 60000
Έλληνες 5000
Αρμένιοι 10000

Βρίσκεται πλησίον των βόρειων κατωφερειών του Αργαίου επί πεδιάδος ξηράς και ακαλλιεργήτου. Αλλά όμως πρασινίζουν πλησίον αυτής αρκετοί αμπελώνες. Η πόλις επίσης δεν έχει ύδωρ. Εχει δε και δρόμους αθλίους και πτωχικάς οικίας, ιδίως εις τα προάστειά της. Εν τούτοις μακρόθεν παρέχει όψιν επιβλητικήν. Διεξάγει ακόμη και σήμερον εμπόριον αξιόλογον, διότι είναι κέντρον συγκοινωνίας πολλών οδών. Εχει δε και βιομηχανίαν ταπήτων και δερματων. Η Καισάρεια είναι ανέκαθεν η πρωτεύουσα της Καππαδοκίας. Σήμερον δε είναι έδρα ορθοδόξου μητροπολίτου, ερχομένου κατά την τάξιν αμέσως μετά τον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως και πρωτοθρόνου δια τούτο τιτλοφορουμένου, έδρα δε και αρμενοκαθολικού και αρμενίου επισκόπου. Το κλίμα της είναι υγρόν και ψυχρόν τον χειμώνα, θερμόν και ξηρόν το θέρος. Είναι δε και εκτισμένη εις ύψος 1000 μ. υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης.

Τρίπολις
Κάτοικοι 6600
Τούρκοι 4100
Έλληνες 2508

Βρίσκεται πλησίον των εκβολών του Χαρσιώτου προς Δ της Τραπεζούντος επί θέσεως γραφικής. Η θάλασσα εις την παραλίαν ταύτην εισέρχεται εις τρεις κολπίσκους, εις των οποίων τας ακτάς είναι εκτισμένη η πόλις. Επεκτείνεται δε και επί λόφου και έχει προς Ν αυτής τας οροσειράς του Σις - δάγ και του Τσάλ- δαγ. Η πόλις συνδέεται δι αμαξιτών με την Γκιουμούς - χανέ και με το Καρα - χισάρ. Αλλά η εμπορικη αυτής κίνησις δεν είναι σήμερον και πολλού λόγου αξία. Το εμπορικόν αυτής ναυτικόν, η ιστιοπλοια, εξέπεσεν, ακμάζουσα άλλοτε προ της αναπτύξεως της ατμοπολοιας. Επίσης άλλοτε ήκμαζεν εις την πόλιν ταύτην και η βιομηχανία του χρυσού, αργύρου, χαλκού, σιδήρου και ξύλου. Σήμερον όμως εξέπεσεν και αύτη, αντικατασταθείσα από τα εισαγόμενα ευρωπαικά βιομηχανήματα.

Έρεγλι (Ηράκλεια)
Κάτοικοι 10000
Έλληνες 2000
Βρίσκεται ΝΔ της Νίγδης, πλησίον του Κότζα τσαι, ο οποίος υπερχειλίζων σχηματίζει έλη και η πόλις ένεκα τούτου είναι νοσηρά. Εν γένει η πόλις δεν παρέχει πολύ το ενδιαφέρον. Παρέχει όμως ωραίαν θέαν η πρασινίζουσα της πόλεως περιοχή. Το Έρεγλι είναι η μόνη ίσως πόλις, η οποία δεν ωφελήθη εκ της σιδηροδρομικής γραμμής, της διερχομένης δι'αυτής. Οι κάτοικοί της, αφού ήρχισεν η κατασκευή της γραμμής, κατελήφθησαν από ελπίδας υπερβολικάς ως προς τας εξ αυτής ωφελείας. Ενόμιζον ότι θα έστελλον τα σιτηρά των εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά τα κόμιστρα και τα μεταφορικά προς τον σταθμόν κοστίζουν τόσον πολύ, ώστε οι επιδοθέντες εις κερδοσκοπικάς επιχειρήσεις εζημιώθησαν. Και της χώρας ο πληθυσμός ηραιώθη. Εν γένει το Έρεγλι βρίσκεται νοτιώτατα και δεν είναι διά τούτου δυνατόν να έχη ωφελείας μεγάλας εκ του σιδηροδρόμου. Η πόλις διασώζει τζαμίον του 13ου αιώνος, αλλά λείψανα μνημείων παλαιότερα δεν διεσώθησαν.

Ικόνιον
Κάτοικοι 60000
Έλληνες 3000
Αρμένιοι 2500
Τούροι 50000

Βρίσκεται επί αχανούς περιοχής η οποία περί το Ικόνιον είναι ευφορωτάτη εις δημητριακά, και η οποία περιβάλλεται από σειράς υψηλών ορέων, εκεί δε ακριβως, όπου πανάρχαιαι εμπορικαί οδοί συνηντώντο. Εκ τούτων μια ακολουθεί ο σιδηρόδρομος.
Η πόλις σήμερον κατέχει έκτασιν μεγάλην εις σχήμα επίμηκες, ομοιάζον προς ιχθύν, και εκτείνεται από Β προς Ν. Το μέσον αυτής κατέχει λόφος (Ιτς - καλέ) όπου ήσαν τα ανάκτορα των Σελτζουκιδών. Αι οικίαι της είναι μικραί και χαμηλαί, ως επί το πολύ πλινθόκτιστοι, έχουσαι σχεδόν έκαστη τριγύρω κήπον, μικρόν ή μέγαν. Οι δρόμοι είναι ευρείς, αλλά ακάθαρτοι. Έκαστη δε κοινότης έχει ιδιαιτέραν συνοικίαν. Η πόλις έχει 44 τζαμία και 42 μενδρεσέδες, εκκλησίαν δε ελληνικήν, αρμενικην, και παρεκκλήσιον καθολικόν. Το εσωτερικόν αυτής δεν κάμνει καλήν εντύπωσιν. Αλλ' όταν την ιδή κανείς από υψηλά, διεγείρει πολύ το ενδιαφέρον και παρέχει πολλήν ευχαρίστησιν με τους πρασίνους της κήπους, με τους θόλους και τους μιναρέδες των τζαμιών της, με τας πολλάς, τας μέχρι σήμερον σωζομένας, παλαιάς οικοδομάς των Σελτζουκιδών, των οποίων ήτο πρωτεύουσα. Από τα πολλά αξιοθέατα και ιστορικά κτίρια του Ικονίου, εξέχει ο τεκές των Μεβλεβή. Οι Μεβλεβή είναι δερβίσαι (καλόγηροι μωαμεθανοί), αποτελούντες ίδιον μοναχικόν τάγμα, ιδρυθέν από τον Πέρσην ποιητήν Δζελαλεδίν επί του Σελτζούκου Σουλτάνου Αλαεδίν, τιμώνται δε πολύ υπό των Τούρκων. Ο αρχηγός αυτών, Τσελεμπής καλούμενος, έχει τον βαθμόν μουσίρου, ερχόμενος δε εις την Κωνσταντινούπολιν ή αποστέλλων αντιπρόσωπον κατά την άνοδον εις τον θρόνου νέου Σουλτάνου, περιέζωννεν αυτόν διά ξίφους. Με άλλας λέξεις αυτός είχε την τιμήν να στέφη τον νέον Σουλτάνον. Από δε τα νεώτερα οικοδομήματα προέχει τα διοικητήριον, το κομψότερον της Μ. Ασίας, συμπληρωθέν το 1887. Το Ικόνιον κατόπιν στασιμότητος μακρών αιώνων απέκτησε και πάλιν εις τας ημέρας μας κίνησιν και ζωήν, αφου ο σιδηρόδρομος Βαγδάτης προεξετάθη και μέχρις αυτού. Έκτοτε έχει εμπορικήν σημασίαν αξιόλογον (το 1911 εισαγωγή 13000000φρ. εξαγωγή 18000000). Έκτοτε δε ήρχισε να αυξάνη και ο πληθυσμός του. Αλλά το Ικόνιον σενεδέθη τελευταίως σιδηροδρομικώς και με την Σμύρνην δια του Αφιον - καρά - χισάρ. Η σιδηροδρομική γραμμή διέρχεται εις απόστασιν από την πόλιν όπως και εις όλας σχεδόν τας άλλας πόλεις της Μ. Ασίας. Ώστε ο σταθμός με όλα τα ιδρύματα και τα εξαρτήματά του, ως και το ξενοδοχείον (από τα ωραιοτερα της Μ. Ασίας), το ιδρυθέν από την εταιρείαν, κείνται μακράν της πόλεως, εις απόστασιν 3/4 της ώρας. Εκεί εγείρονται και αι κατοικίαι των υπαλλήλων του σταθμού, απέριττοι και τερπναί, με μικρούς κήπους. Αμαξιτός δρόμος φέρει από τον σταθμόν εις την πόλιν, κατά δε τας δύο του πλευράς ήρχισαν να ανεγείρουν οικίας, ώστε μετ'ολίγα ίσως έτη νέα πόλις θα ανακύψη με ταξύ του σταθμού και της σημερινής πόλεως. - Η συγκοινωνία μεταξύ της πόλεως και του σταθμού γίνεται δια τροχιοδρόμου, συρομένου υπό ίππων. Αξιοθέατος δε είναι η κίνησις, την οποίαν παρουσιάζει ο δρόμος ούτος από πρωίας μεχρι βαθείας νυκτός. Βωδάμαξαι τρίζουσαι, κάμηλοι γρυλλίζουσαι, γυναίκες με καλύπτρες και άνδρες πεζοί βαδίζοντες ή επιβαίνοντες ίππων και όνων, πλούσιοι έμποροι και καλοενδεδυμένοι αξιωματικοί εις τα τραμ μεταβαίνουν εις την πόλιν ή επιστρέφουν και παρουσιάζουν εικόνα, εις τον ξένον μάλιστα, περιεργοτάτην και σπανίαν δια την ποικιλίαν της.

Σεβάστεια
Κάτοικοι 50-60000 ή 70000
Έλληνες 3000

Βρίσκεται επί της κοιλάδος του Άλυος εις το μέσον εκτάσεων αχανών και άδενδρων και απέχει από τον άνω ρουν αυτού 2 1/2 χλμ. Εις το δυτικόν άκρον της σημερινής πόλεως υψούται βραχώδης λόφος, ωοειδής, έχων ύψος 40 μ. περίπου, μεμονωμένος εις το μέσον της πεδιάδος, της οποίας δεσπόζει, εκτεινόμενος δε και εις μήκος εκτάσεως περί τα 100μ. Ο λόφος ούτος φέρει ακόμη και σήμερον λείψανα ακροπόλεως ή φρουρίου, ανεγερθέντος επί Μωάμεθ του Β΄, ήδη δε κατά τας αρχάς του 19 ου αιώνος μεταβεβλημένου εις ερείπια. Ο οχυρός ούτος λόφος και η περικυκλούσα αυτόν πλουσία γη συνετέλεσαν ώστε να εκλεγή από τους Ρωμαίους η τοποθεσία αύτη δια την ίδυσιν νέας πόλεως. Από δε της κορυφής του το βλέμμα κατορθώνει να περιλάβη όλην την ευρείαν κοιλάδα, επί της οποίας εκτείνεται ανέτως η πόλις, και η οποία εκτείνεται προς Ν μέχρι των λόφων, οι οποίοι ως δια στεφάνης υποκυάνου περιβάλλουν την αργυράν ταινίαν του Άλυος. Ηδη ο Γρηγόριος ο Νύσσης μας δίδει της πεδινής ταύτης εκτάσεως εικόνα των όντι εξαίρετον, εικόνα την οποίαν παρουσίαζον κατά τους χρόνους του αι εκτάσεις αύται. Ρύαξ, λέγει, κατερχόμενος από τα Β όρη ( ο σημερινός Μουρδάν - σου ή ο Τάβρα - σου) περιέβαλλε την πεδιάδα με ευρείαν περιφέρειαν και οι εργατικοί καλλιεργηταί διωχέτευον απ'αυτού το ύδωρ δια να ποτίζουν τους κήπους και τους λειμώνας των. Πλησίον της πόλεως υπήρχεν έλος. Περαιτέρω ο επιβλητικός ρους του Άλυος παρείχε την συμβολήν του εις την γονιμοποίησιν της γης, την οποίαν επότιζεν. Η γη έδιδεν αφθόνους καρπούς και σιτον (δια τουτο η πόλις εχάραττε επί των νομισμάτων της την εικόνα της Δήμητρος κρατούσης στάχυς) αλλ' η άμπελος δεν ευδοκίμει. Και όσοι εκ των κατοίκων δεν είχον ταξιδεύσει ωμίλουν περί των σταφύλων ως και περί των προιόντων των Ινδιών. Διότι οι χειμώνες ήσαν μακροί και παγεροί. Το ψύχος ήτο τόσον δριμύ, ώστε εισεχώρει και εις αυτάς ακόμη τας τρίχας. Ητον αδύνατον να διέλθη τις έφιππος τους παγωμένους ποταμούς και ο πυκνός λευκός τάπης, ο οποίος εκάλυπτε το έλος και την λίμνην της πόλεως, καθιστα τα όρια αυτής αδιάκριτα και έπρεπε να δηλούνται δια πασσάλων. Όταν δε κατά το έαρ οι γεωργοί μετέβαινον, αφού πλέον ετήκετο η χιών, να καλλιεργήσουν τους κάμπους των, περιέσφιγγον τον μανδύαν των, δια να μην τον αφαρπάση ο σφοδρός άνεμος. Τοιαύτη περίπου, όπως την περιγράφει ο Νύσσης, είναι και σήμερον η περί την Σεβάστειαν φύσις. Η Σεβάστεια σήμερον είναι η φαιόχρους πόλις, ούτω χαρακτηριζομένη ως εκ του φαιού χρώματος, το οποίον παρουσιάζει εις τον βλέποντα αυτήν μακρόθεν. Είναι δε πρωτίστης σπουδαιότητος συγκοινωνιακός σταθμός πολλών οδών. Είναι προς τούτοις προωρισμένη να αποβη σταθμός κεντρικώτατος του σιδηροδρομικού δικτύου της ανατολκής Μ. Ασίας. Διότι σχεδιάζεται γραμμή προς Α μέχρι του Ερζιγγιάν, γραμμή προς Δ μέχρις Άγκυρας, γραμμή προς Ν δια της Μελιτηνής και του Διαρβεκίρ μέχρι της Μοσούλης της Μεσοποταμίας. Αλλ' η πόλις έχει λαμπρόν μέλλον, και διότι η κτηνοτροφία και η γεωργία είναι δυνατόν να αναπτυχθούν τεραστίως εις τας αχανείς πεδιάδας, αι οποίαι την περιβάλλουν, και αι οποίαι σήμερον δια την γυμνότητά των παρέχουν θέαμα άγριον και θλιβερόν. Το έδαφός των όμως είναι γονιμώτατον. Και σήμερον δε μ'όλην την τουρκικήν κακοδιοίκησιν η Σεβάστεια είναι ο σιτοβολών της ΒΑ Μ. ασίας. Προς Δ της πόλεως και εις απόστασν τετάρτου της ώρας εξετείνετο άλλοτε η περίφημος λίμνη της Σεβάστειας, όπου βληθέντες οι 40 μάρτυρες τη 9 Μαρτίου του 320 εμαρτύρησαν επί του διωγμού του Λικινίου. Προ πολλού όμως ξηρανθείσα αποτελεί σήμερον τέλματα. Η κυρίως λίμνη έχει σήμερον ολίγων μόνον πήχεων διάμετρον. Εις το μεσον αυτής σώζεται κίων, ανήκων ποθανώτατα εις βυζαντινόν ναόν. Εκεί δε περοσέρχονται όχι μόνο χριστιανοί αλλά και Τούρκοι ίνα προσκυνήσωσιν. Ο Σουλτάνος Χαμίτ Β΄την πόλιν ταύτην είχε και ως τόπον εξορίας, ως απέχουσαν πολύ από την Κωνσταντινουπολιν ως μεμονωμένην, ως ψυχράν, ως αφιλόξενον. Αμερικανοί δε και Ιησουίται μισσιονάριοι διατηρουν εις αυτήν σχολεία και ιδρύματα προσηλυτιστικά.

Κατί - κιοι (Χαλκηδών)
Κάτοικοι 35000

Το προάστειον τούτο της Κωνσταντινουπόλεως κατοικείται μόνο από χριστιανούς Έλληνας, Αρμενίους, Ευρωπαίους, κατ' αντίθεσιν προς το καθαρως τουρκικόν Σκούταρι. Βρίσκεται απέναντι από την Κωνσταντινούπολη εις την θέσιν δε ακριβως όπου η Προποντίς αρχίζει να στενουται και να σχηματίζεται ο Βόσπορος. Το Κατί - κιοι, καταστραφέν εκ πυρκαιας το 1860 και το 1883 μερικως, ανεκαινίσθη έκτοτε κατά τον ευρωπαικόν ρυθμόν. Είναι πολύ αγαπητή θερινή διαμονή των Ελλήνων και των Ευρωπαίων, οι οποίοι προς τούτο έχουν ωραίας επαύλεις και κήπους εις τα προάστειά του κυρίως, εις το Μουχουρδαρ και Μόδα - μπουρνού. Εις δε την εξέδραν της αποβιβάσεως των ερχομένων εκ Κωνσταντινουπόλεως δια των μικρών ατομοπλοίων επικρατεί, κατά το θέρος μάλιστα, κίνησις ζωηρά. Άμαξαι και ίπποι είναι έτοιμοι όπως μεταφέρουν τους φθάνοντας εις τας επαύλεις των. Και η κίνησις αύτη έχει χαρακτήρα καθαρώς ευρωπαικόν. Το Κατικιοι έχει λύκειον, υψούμενον επί της θέσεως, όπου εκείτο η αρχαία βασιλική της Αγίας Ευφημίας, εντός της οποίας συνεκροτήθησαν δύο σύνοδοι, η του 451 Δ΄Οικουμενική και η του 507, έχει δε και καθολικήν, αρμενικήν και δύο ελληνικάς εκκλησίας, αγγλικόν παρεκκλήσιον, παιδαγωγείον των Μιχιταρριστών, σχολήν των Ιησουιτων καιι θέταρον. Κατά το θέρος την πόλιν επισκέπτονται οι κάτοικοι του Πέραν και χάριν των θαλασσίων λουτρών. Ωραίαν δε θέαν έχει η ακτή, η σκιαζομένη από παλαιά δένδρα του ακρωτηρίου Μόδα, προς τον όρμον Μόδα, προς την Προποντίδα και προς τας Πριγκιπονήσους.

Μαγνησία
Κάτοικοι 60000
Έλληνες 12000
Τούρκοι 42000
Αρμένιοι και Εβραίοι 6000

Βρίσκεται επί των βορείων υπωρειών του Σιπύλου και εκτείνεται εκ Δ προς Α επί εκτάσεως μήκους 3χλμ. Η πόλις, παρατηρουμένη μακρόθεν και από της πεδιάδος, παρουσιάζει θέαμα θελκτικόν με τας πολυαρίθμους της, λαμπούσας, οικίας, αι οποίαι κλιμακηδόν ανέρχονται προς το όρος ή εισχωρουν εντός φάραγγος, με τους μιναρέδες των 33 τζαμιών της, με το άφθονον πράσινον χρώμα, το οποίο περιχύνεται εις αυτήν, και το οποίον σταματά προς Ν, όπου υψούται βράχος απρόσβατος και κρημνώδης. Το εσωτερικόν της όμως είναι ακάθαρτον και οι δρόμοι στενοί. Εκ των κατοίκων τα 2/3 περίπου είναι Τούρκοι, οι δε άλλοι Εβραίοι, Αρμένιοι και Έλληνες, κατοικούντες το ανατολικόν μέρος τηςπόλεως, όπου υπάρχει και ξενοδοχείον ελληνικόν ευπρεπές. Πλησίον αυτής ενούται ο Έρμος, ο Υλλος και ο Κρυος. Η πεδιάς, η οποία απλούται προ αυτής, είναι εξαιρέτως γόνιμος και αρδεύεται από άφθονα ύδατα, καθόσον οι πρόποδες του Σιπύλου είναι υδατώδεις. Της ευλογημένης ταύτης χώρας το κύριον προιον είναι αι σταφίδες. Πλησίον δε των πηγών υπάρχουν υδρευόμενοι κήποι, πλησίον των ποταμών λειμώνες χλοεροί και εις τα ξηρότερα μέρη αγροί δια σιτηρά και όσπρια. Η πόλις διατηρήσασα πάντοτε κάποιαν σπουδαιότητα ως εκ της θέσεώς της, είναι κέντρον συγκοινωνίας με το εσωτερικόν, διότι συγκεντρούνται εδώ δρόμοι από της άνω κοιλάδος του Έρμου προς την παραλίαν, από του Νυμφαίου και της πεδιάδος του Καυστρου και από της Σμύρνης δια της πεδιάδος του Έρμου, από το Αξάριον έπειτα, Πέργαμον, Μπουλουκεσέρ και Προποντίδα προς την Σμύρνην. Η γαλλική εταιρεία Σμύρνης - Κασαμπά - Αφιον καρα χισαρ έχει ενταυθα τον σπουδαιότατον σταθμόν της μετά την Σμύρνην και αποστέλλει απ'εδώ διακλάδωσιν δια του Αξαρίου εις Σόμα, η οποία τελευταιον επεξετάθη μέχρι Πανόρμου. Αλλά και η συγκοινωνία με αμάξας, με καραβάνια καμήλων και φορτηγών ζώων εκ του εσωτερικού είναι σημαντική. Η αγορά της είναι μεγάλη, ζωηρά και καλώς προμηθευμένη. Εκ των οικοδομημάτων, τα οποία έχει να επιδειξει η πόλις, άξιον ιδιαιτέρας μνείας είναι το Ουλού τζαμί, άλλοτε χριστιανική εκκλησία, το Μουραδιέ, το παλάτιον των Καραοσμάνογλου πλησίον του Μουραδιέ, η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (του 18 αιώνος), η αγορά. Η αρχαία ακρόπολις περιβάλεται με τείχη ρωμαικά (μεταγενέστερα) και βυζαντινά, κείται δε προς Ν της πόλεως. Το εμπόριον της πόλεως είναι κατά το πλείστον εις τας χείρας των Ελλήνων. Κατάγονται δε οι Έλληνες της Μαγνησίας κατά το πλείστον εξ ελληνικών χωρών (Πελοποννήσιοι μετά το 1770, Λέσβιοι, Σμυρναίοι, Φιλιππουπολίται, Καστελλορίζιοι, Καισαρείς, Ηπειρώται).

Κερασους
Κάτοικοι 22000
Ελληνες 10000

Βρίσκεται επί μακράς βραχώδους και άλλοτε ωχυρωμένης χερσονήσου και όπισθεν αυτής, έχει δε προς το βάθος θαυμασία δια την καλλονήν των όρη. Εγ γένει η τοποθεσία της πόλεως είναι μαγευτική. Θελκτική ιδίως είναι η άποψις από της ακροπόλεως, η οποία υπέρκειται αυτής προς Ν, η οποία περιεβάλλετο κατά την αρχαιότητα από τείχη, κατερχόμενα μέχρι της παραλίας της θαλάσσης, όπου και παρεξετείνοντο. Την ακρόπολιν στέφει ακόμη και σήμερον το αρχαίον φρούριον, ηρειπωμένον όμως. Η πόλις σήμερον είνα οπωσδήποτε καλως ρυμοτομημένη. τα πέριξ αυτής είναι πλήρη δρυών, πευκων, ελάτων, αιγείρων, πύξων, καστενέων, καρυών, οξυών, δαφνοκερασέων, σφενδάμνων, φιλυρών. Και προς εκμετάλλευσιν αυτών λειτουργουν εις την πόλιν δύο ατμοκίνητα πριονιστήρια. Εις απόστασιν δε 5 χλμ από της πόλεως επί βράχου παραλίου και δικορύφου εκείτο η άλλοτε ακμαία μονή του αγ. Γεωργίου. Άλλην μονήν είχεν η πόλις προς Δ αυτής εις απόστασιν 4 η 5 χλμ από της θαλάσσης, της οποίας τα ερείπια είναι και σήμερον καταφανή, και όπου κατά την εγχώριον παράδοσιν εμόνασεν ο άγιος Βασίλειος και ο αγιος Γρηγόριος. Το εκτεθειμένον εις τους ανέμους αγκυροβόλιον της Κερασούντος κείται προς τα δυτικά της χερσονήσου πλησίον ξυλίνου περάματος και του τελωνείου. Εν τούτοις δι'αυτού διεξάγεται εμπόριον ζωηρόν, και μεθ'όλην την ελλιπή συγκοινωνίαν της πόλεως με την ενδοχώραν της. (750 προσεγγίσεις ατμοπλοίων ετησίως). Κυρίως ειπειν προς το εσωτερικόν της χώρας μία μόνον οδός, αξία λόγου, υπάρχει από της πόλεως ταύτης, η μέχρι Καρά χισάρ του βιλαετίου Σεβαστείας, η οποία έχει μήκος 122 χλμ, πλάτος δε 7 μ. Προ του λιμένος ανέρχεται από την επιφάνειαν της θαλάσσης το νησύδριον η Αρητιάς ή Άρεως νήσος, χαμηλή και λοχμώδης, περιβαλλομένη από τείχος βυζαντινών χρόνων, έχουσα εις το μέσον πύργον και ναισκον, σήμερον καταπεσόντα, ανακαλούσα δε την μνήμην των δύο βασιλισσών των Αμαζόνων, Οτρήρης και Αντιόπης, αι οποίαι είχον αφιερώσει ενταυθα ναόν εις τον Άρην. Η Κερασούς είχεν άλλοτε και ναυτικόν αξιόλογον από ιστιοφόρα, ανερχόμενα εις 60 και κατασκευαζόμενα εντός του λιμένος της, τα οποία όμως σήμερον ηλαττώθησαν πολύ ένεκα της αναπτύξεως της ατμοπλοιας. Όλα τα είδη των ιχθύων και των οστρακοδέρμων, τα οποία αλιεύονται εις τον Εύξεινον, ζωσιν εις τα ύδατα της Κερασούντος πλην του αστακου εκ των οστρακοδέρμων και της σηπίας εκ των μαλακίων του γΑπέχει 41 χμ από το Σκούταριένους των κεφαλοπόδων. Ζωσιν ακόμη εις τα ύδατα ταύτα πολλά είδη των γαστεροπόδων και ακεφάλων. Η πόλις μεθ' ολη την πυκνότητα των δασών και την παντοτινήν υγρασίαν είναι υγιεινή, διότι κείται επί βράχου και δεν εχει πλησίον της έλη.

Νικομήδεια
Κάτοικοι 30000
Έλληνες 7000
Τούρκοι 15000
Αρμένιοι 4000
Εβραίοι 3000
Ευρωπαίοι ολίγοι

Απέχει 41 χλμ από το Σκούταρι, 40 μίλια ναυτικά από την Κωνσταντινούπολιν, 360 χλμ από την Άγκυραν, με την οποίαν συνδέεται σιδηροδρομικώς. Η σημερινή πόλις εκτείνεται επί της παραλίας και προς Β του κόλπου επί των προπόδων λόφων, όπου υψούτο η ακρόπολις της αρχαίας Νικομηδείας. Η πόλις θεωμένη από την θάλασσαν παρέχει άποψιν γραφικήν με τας εκτισμένας αμφιθεατρικως ξυλίνας οικίας, τας εχούσας ζωηρά χρώματα, τας περιβαλλομένας από κήπους, των οποίων το δροσερόν πράσινον χρώμα και τα άνθη αποτελουν τερπνήν αντίθεσιν προς την λευκότητα των πολυαρίθμων τζαμίων, των σκιαζόμένων από τας μελανάς κυπαρίσσους. Τα δε κυανά ύδατα του κόλπου, η ζωηρότης του λιμένος, η κίνησις των εργοστασίων του ναυπηγείου, ο πηγαινοερχομός των πλοιαρίων, τα οποία διεξάγουν την τοπική υπηρεσίαν, το δάσος των καταρτιών των αγκυροβολημένων πλοίων, αι περιφανείς σημαίαι, αι υψούμεναι προς τον ουρανόν, συμπληρώνουσι το σύνολον της φαιδράς εικόνος της παρακμασάσης ταύτης πόλεως, της διατηρούσης όμως ακόμη την παλαιάν της σπουδαιότητα δια το εμπόριον, το οποίον διεξάγει.
Η πόλις εξάγει ξυλείαν, άλας, βάμβακα, λιναροσπορον, μέταξαν, οπώρας, τυρόν, ψάρια. Δια δε των παραλιακών συνοικιών άγει ευρεία λεωφόρος κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής προς την αγοράν, εστεγασμένην κατά γνήσιον ανατολικόν τρόπον και πολύ αξιοπερίεργον και ενδιαφέρουσαν δια τους ξένους. Η Νικομήδεια είναι έδρα Έλληνος μητροπολίτου και αρμένιου αρχιεπισκόπου.Η πόλις έχει δύο αυτοκρατορικά ανάκτορα. Του ενός η ανέγερσις ήρχισεν επί του Αβδούλ Μετζίτ και ετελείωσεν επί Αζίζ, ο οποίος το είχεν ως ορμητήριον προσφιλές δια τας κυνηγεσίας του. Η πόλις έχει ακόμη και πολλά τζαμία, μεταξύ των οποίων αξιόλογον είναι και το Ορχανιέ, επί υψηλής θέσεως κείμενον, πρότερον βυζαντινός ναός, τον οποίον ο Ορχαν μετέτρεψε το 1330 εις τζαμίον. Η ελληνική εκκλησία έχει ενταυθα την βυζαντινήν μονή του αγίου Παντελεήμονος με αγίασμα εις απόστασιν 1500 μ. προς Δ της πόλεως, ανοικοδομηθείσαν τελευταίως το 1858 επ'αυτού του τάφου του αγίου, εις τον οποίον είναι αφιερωμένη, όχι μακράν του αρμενικού νεκροταφείο.

Προύσα
Κάτοικοι 100000
Έλληνες 7000
Αρμένιοι 10000
Τούρκοι 80000
Εβραίοι, Ευρωπαίοι (Γάλλοι κυρίως και Ελβετοί) ολίγοι

Δύσκολον είναι να αποτυπωθεί (λέγει ο γερμανός Φίλιψον) δια του καλάμου η γοητεία, την οποίαν εμποιεί εις τον ξένον η πόλις αύτη, η κατέχουσα αρκετήν έκτασιν εις τους πρόποδας του Ολύμπου, η εκτεινομένη υπεράνω σπαργώσης και γονίμου πεδιάδος. Γοητευτικόν κυρίως είναι το θέαμα της πόλεως, όταν την βλέπει κανείς αφ'υψηλού. Και τότε παρατηρεί ότι υπεράνω όλων των οικιών εξέχουν οι λευκοί και κομψοί μιναρέδες και οι καμπύλοι θόλοι των τζαμιών. Μεταξύ δε των τζαμιών και των γραφικών, γνησίως ανατολικών, οικιών διακρίνονται αι βαθείαι φάραγγες, τας οποίας εσκαψαν τα από τα όρη κατερχόμενα νερά, αι υπεράνω των φαράγγων γέφυραι, άνω των οποίων πάλιν υψούνται οικίαι. Από τας φάραγγας, από τας αυλάς, τας μεταξύ των ερυθρών στεγών των οικιών, από τας αυλάς τας μεταξύ των λευκών τζαμιών ανέρχεται το πράσινον των δένδρων, υψώνουν δε τας ζοφεράς των κορυφάς ευμήκεις κυπάρισσοι. Πέραν όμως εκτείνεται η ευθαλής πεδιάς με την αργυρόχρουν ταινίαν του Ουλφέρ - τσάι κα με τον καθρέφτην των ελών, τα οποία εδώ και εκεί λαμπυρίζουν. Εις το βάθος την όλην εικονα κλείει το περίφραγμα της παραλίου οροσειράς, το άγριον την όψιν και όμως ποικίλον και όχι μονότονον σχηματισμόν παρουσιάζον. Από την όλην εικόνα της Προύσης λείπει βεβαίως η θάλασσα. Συναρμονίζονται όμως ορειναί απόψεις, γόνιμος πεδιάς, άφθονον πράσινον χρώμα, θελκτική τοποθεσία, οικοδομική γνησίως ανατολική και νερά καταρρέοντα θορυβωδώς . Και κυρίως η αφθονία των υδάτων και η θαλερά βλάστησις είναι τα κατ' εξοχήν χαρακτηρίζοντα την Προύσαν από όλας τας άλλας πόλεις της Μ. Ασίας, δώρα πολύτιμα της αφθόνου υγρασίας, την οποία καταθέτουν εις τας κατωφερείας και τους πρόποδας του Ολύμπου οι βόρειοι άνεμοι.
Η γοητεία παραμένει απαραμείωτος και όταν διέρχεται κανείς τους δρόμους της πόλεως, ως συμβαίνει εις πολλάς πόλεις της Ανατολής. Κυρίως δε επισύρουν την προσοχην τα τζαμιά. Υψούνται εις το μέσον ηρεμούντων και πρασίνων κήπων κατ'αντίθεσιν προς τα τεμένη της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία είναι χωσμένα μέσα εις τας οικίας, μέσα εις την θορυβώδη κίνησιν και τους ακάθαρτους δρόμους. Ή υψούνται επάνω εις λόφους, καταφύτους από κυπαρίσσους, εις το μέσον δε πόλεως, όπου η ζωή ρέει με ηρεμίαν και, τρόπον τινά, με προσοχήν. Εν γένει δε εις την πόλιν ταύτην ο θόρυβος και η ταραχή δεν επικρατούν και εις τα μέρη ακόμη εκείνα, όπου η κίνησις έπρεπε να προξενει αποκρουστικόν θόρυβον.Η ηρεμία η ανατολική και η απάθεια έχουν υψώσει εις την πόλιν ταύτην εδραίον τον θρόνον των. Μόνον δε εις τας συνοικίας, όπου υπάρχουν τα μεταξουργεία, και όπου εισεχώρησεν ο νεώτερος βίος, αλλάσσει η ήρεμος φυσιογνωμία της πόλεως. Προ ολίγων μάλιστα ετών κατεσκευάσθη δρόμος ευρύς, διερχόμενος δια της αγοράς, ο οποίος ετάραξε την καθιερωμένην ήρεμον διάθεσιν της πόλεως. Πλαγίως διασχίζουν την πόλιν τρεις μεγάλαι φάραγγες και δύο μικρότεραι, κατερχόμεναι απο τον Όλυμπον. Εις δε το μέσον περίπου της πόλεως υψούται η ακρόπολις αυτής, περιβαλλομένη από τείχος ρωμαικόν και βυζαντινόν. Από την πλατείαν πάλιν, την προ της ακροπόλεως, το θέαμα είναι επίσης ωραιότατον. Μεταξύ δε της ακροπόλεως και του όρους αναβλύζει εις το μέσον λαμπρού, καταφύτου από πλατάνους, άλσους η κυρία ψυχρά πηγή της πόλεως, το Βουνάρμπαση. Εις την ακροτάτην εκ των τεσσάρων δυτικων συνοικιών της πόλεως υψούται το τζαμίον Μουράτ Β΄με κήπον, όπου υπάρχουν οι τάφοι των Σουλτάνων. Δυο δε χιλιόμετρα μακράν από το δυτικόν άκρον της πόλεως κείται το χωρίον Τσεκιρτζε με το έξοχον τζαμί Γαζή - Χουγγιάρ του 1365, με τας θερμάς πηγάς Εσκι καπλουτζα και με πολλά ξενοδοχεία δια τους λουομένους. Και εδώ επίσης το θέαμα της πόλεως είναι γοητευτικόν. Αι θερμαι πηγαί της Προύσης αναμφιβόλως είναι η κυριωτάτη αφορμή της δημιουργίας και της σημαντικότητος της πόλεως. Αι πηγαί εις το χωρίον Τσεκιρτζε κείμεναι ειναι περίφημοι εις όλην την Ανατολήν. Είναι θειουχοι και σιδηρουχοι, το ολον 6. Αναμφιβόλως δε των πηγών τούτων εγίνετο χρήσις προ των χρόνων της ρωμαικής αυτοκρατορίας. Αλλά και τα ρωμαικά κτίσματα των πηγών και τα βυζαντινά κατεστράφησαν, τα δε σημερινά είναι των τουρκικών χρόνων. Εκτός όμως των πηγών τούτων, των ψυχρών του Βουνάρπαση και των θερμών του Τσεκιρτζέ, η Προύσα έχει ακόμη αφθονίαν υδάτων, αρίστων προς πόσιν, προερχομένων από πηγάς του Ολύμπου. Και εκάστη οικία έχει υδαταποθήκην δεχομένην δια σωλήνος το υδωρ. Δεύτερος δε σωλήν διοχετεύει το περισσεύον ταύτης υδωρ εις την υδαταποθήκην της παρακειμένης οικίας κεμένης επί επιπέδου χαμηλοτέρου. Και επαναλαμβάνεται κατόπιν ο αυτός τρόπος της μετοχετεύσεως του ύδατος. Οπου δε και αν μεταβει κανείς εντός της πόλεως ακούει να κελαρύζουν νερά ή βλέπει να αναβλύζουν εκ των πηγών, να σχηματίζουν δε ρυάκια και μικρούς καταρράκτας.Και ο αριθμός των πηγών, δημοσίων και ιδιωτικών, είναι αμέτρητος. Η Προύσα μαστίζεται από σεισμούς. Οι δε γενόμενοι το έαρ του 1885 ήσαν καταστρεπτικοί.
Σήμερον λεωφόροι άγουσιν εκ Προύσης εις Μιχαλίτσιον - Πάνορμον, Μουδανιά, Κίον, Γενί σεχίρ, Μπίλετζικ, Ίνεγγιολ, Παζαρτζικ, Τσεκιρτζε
Κατά το έαρ την πόλιν επισκέπτονται πλήθος περιηγητών και λουομένων. Άλλως η Προύσα είναι και σήμερον ακόμη δια την συγκοινωνίαν τέρμα οδού αδιεξόδου. Δυσκόλως μάλιστα συγκοινωνούν μετ'αυτής και τα διάφορα μέρη του βιλαετίου, του οποίου είναι πρωτεύουσα. Ωστε η σημασία της Προύσης είναι όλως διόλου διαφορετική από την της Σμύρνης, κατ'εξοχήν κέντρου συγοινωνίας. Αν δε εξαιρέσωμεν τας θερμάς πηγάς, η Προύσα είναι μόνον το τοπικόν κέντρον μιας αναμφιβόλως εκτάκτως γονίμου περιοχής, η οποία δια την σηροτροφίαν της εξέχει καθόλην τηνΤουρκίαν. Και τα κράσπεδα των λεκανοπεδίων, ως και η περίχωρος της πόλεως, καλύπτονται από πολυαρίθμους μορέας, αι οποίαι ευδοκιμούν δια το βροχερόν του κλίματος χωρίς να είναι ανάγκη να ποτισθούν. Και τα κουκούλια μεταφέρονται από τα διαμερίσματα ταύτα εις την Προύσαν ή δια να εξαχθούν ή δια να κλωσθώσιν εις μέταξαν. Μέγας δε αριθμός ατμηλάτων κλωστηρίων μετάξης λειτουργεί και ανήκει εις Γάλλους και Ελβετούς. Το δε πλείστον της ακατεργάστου μετάξης αποστέλλεται εις την Λυών και μόνον κατ' οίκον υφαίνονται μεταξωτά. Αλλ' όμως η βιομηχανία αύτη των μεταξωτών και των βαμβακερών υφασμάτων, η κατ'εξοχήν ασκουμένη εις την πόλιν ταύτην, η άλλοτε παράγουσα υφάσματα μοναδικά και περιζήτητα, εκπίπτει με τον καιρόν, διότι δεν δύναται να συναγωνισθεί την ευρωπαικήν παραγωγήν. Το δημόσιον χρέος ίδρυσε σηροτροφικήν σχολήν, η οποία έχει να επιδείξη αποτελέσματα. Εκτός δε της μετάξης καλλιεργούνται εις την περιοχήν της Προύσης σιτηρά, οπώραι, η άμπελος, το όπιον, η ελαία. Το κλίμα της πόλεως δεν είναι και πολύ υγιεινόν. Ο πληθυσμός προ του 1453 υπερέβαινε τας 100000 και κατώκει εις έκτασιν πολύ μεγαλυτέραν της σημερινής. Κατά το πρώτον όμως ήμισυ του 19 αιώνος κατήλθεν εις 70000 και κατόπιν εις 35000. Αλλ' από του τέλους του ρωσοτουρκικού πολέμου δια των εγκατασταθέντων μουατζίριδων Μωαμεθανων εκ της Βαλκανικής ανήλθεν εις 100000 εκ των οποίων αι 80000 είναι Τούρκοι, οι δε άλλοι Αρμένιοι, Έλληνες και Εβραίοι. Αι ευρωπαικαι κοινότητες είναι ολιγάριθμοι. Η πόλις έχει και πολυάριθμα γαλλικα σχολεία. Ειναι δε και έδρα του μητροπολίτου Προύσης και αρχιεπισκόπου των Αρμενίων, των αρμενοκαθολικών και ραβίνου. Η ελληνική κοινότης έχει τρεις ενορίας.
Βιβλιογραφία
Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, Παντ. Κοντογιάννη, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 1921, Ανατύπωσις 2000