Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Ένα ......λογοτεχνικό χρονικό πριν και μετά το διωγμό από τη Μικρά Ασία


1. Σε μας, όποιαν ώρα της μέρας κι αν ερχόταν κανείς, έβρισκε πάντα κόσμο και κίνηση και κουζίνα σε δράση. Μοσχοβολούσαν ψητά και τηγανητά και λουκουμάδες και χαλβάδες και κατημέρια. Δε χρειαζόταν καν να υπάρχει  η πρόφαση κάποια γιορτής. Μπαινόβγαιναν τα παιδιά της γειτονιάς, οι δασκάλοι μας, οι ράφτρες, οι παραδουλεύτρες, οι γειτόνισσες, φτωχές και πλούσιες, οι χαρτορίχτρες, η διανοούμενη νεολαία του Αϊντινιού.
Κάθε Τετάρτη, μαζεύονταν οι συγγένισσες και οι φίλες, για να γίνει ο φιδές. Ο φιδές ήταν ένα είδος ψιλό και στρογγυλό κριθαράκι, σα χοντρές οξείες, που το ‘ φτιαχναν οι γυναίκες στρίβοντας με δεξιοτεχνία το ζυμάρι ανάμεσα στα βουτυρωμένα δάχτυλά τους και το αράδιαζαν πάνω σε κόσκινα, σε σίτες και σε τραπέζια στρωμένα με ολόασπρα τραπεζομάντηλα.
......Τα πρωινά εκείνα του φιδέ παίρνανε πάντα τον τόνο γιορτής. Οι ασημένιοι δίσκοι πηγαινοερχόντανε με καφέδες και γλυκά – νερατζάκι, φιστίκι και μελιτζανάκι παραγεμισμένο με αμύγδαλο, μαστίχα και πράσινο καρυδάκι. Το κέφι τότε άναβε και καθώς τα χέρια δούλευαν με σβελτάδα το ζυμάρι, άλεθαν κι οι γλώσσες. Κι η καθεμιά έλεγε τις δικές της συνταγές για φαγιά και γλυκά.
....Το μεσημέρι όλος εκείνος ο γυναικόκοσμος έτρωγε στο σπίτι μας και τ’ απόγεμα έρχονταν κι οι άντρες απ’ τις δουλειές τους και το ρίχνανε στα ουζάκια. Η Ριρή έπαιζε πιάνο και οι νέοι χόρευαν. Αν ο καιρός ήταν καλός, πήγαιναν όλοι μαζί στις γύρω εξοχές – πότε στου Τσακίρογλου, πότε στο Μπουνάρι, πότε στο Κεπέζι και κουβαλούσαν εκεί οι «δούλες» τα λογιών λογιών μπουρεκάκια, τους παστουρμάδες, τις αγκινάρες τουρσί και τις παραγεμισμένες με αντζούγια ελιές.
Ο θείος Θανάσης τότε μεθούσε, έπαιζε κιθάρα, τραγουδούσε, έκανε εξομολογήσεις στις όμορφες κι έλεγε στ’ αδέρφια του και στο θείο Γιάγκο που συζητούσαν όλο για τις επιχειρήσεις τους
-Αφήστε βρε αρκαντάσηδες, ήσυχα για λίγο τα μυαλά σας. Η ζωή θέλει έρωτα και λουλούδια. Θέλει και καντάρια χαρά και καλοσύνη, θέλει και ασκιά, πολλά ασκιά κρασί και γέλιο.

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν
 
Κατημέρι: είδος γλυκίσματος
Αϊντίνι: πόλη της Μ. Ασίας που είχε πριν από την καταστροφή 10.000 περίπου Έλληνες
Αρκαντάσης: σύντροφος, φίλος
 
2. Τούρκους δεν είχαμε στο χωριό – κι ας ήτανε τα τούρκικα η γλώσσα που μιλούσαμε. Άσβηστη καντήλα έκαιγε στην καρδιά η αγάπη για την πατρίδα μας την Ελλάδα. Οι Τούρκοι απ’ τα γύρω χωριά, το Κιρετσλί, το χαβουτσλί, το Μπαλατζίκ, μας τιμούσανε και μας θαυμάζανε. Έκοβε λέει το μυαλό μας κι ήμασταν εργατικοί. Και μεις, ειν’ αλήθεια, ποτέ δε τους δίναμε αφορμή ν’αλλάξουνε γνώμη. Με τον καλό λόγο στεκόμαστε και με το μπαξίς. Μέρα δεν περνούσε που να μην κατεβούνε στην αγορά μαςΤούρκοι χωριάτες. Φέρνανε ξύλα, κάρβουνα, πουλερικά, καϊμάκια, αυγά, τυριά, όλα τα μπερκέτια της Ανατολής. Τα πουλούσανε στο παζάρι κι αγόραζαν ύστερα από τα μαγαζιά μας ό,τι είχαν ανάγκη. Το βράδυ ξαναγυρίζανε στα χωριά τους. Μερικοί μέναν μουσαφιραίοι σε φιλικά σπίτια. Τρώγανε ψωμί μαζί μας και κοιμόντανε στα στρώματά μας. Το ίδιο κάνανε κι οι δικοί μας όταν πήγαιναν κατά τα τουρκοχώρια για ν’αγοράσουνε βόδια, άλογα ή μαζεμένο το γάλα της χρονιάς. Όταν ανταμώναμε ξεμοναχιασμένοι στα βουνά, χαιρετιόμαστε  με τεμενάδες, καλημερίσματα και καλησπερίσματα. « σαμπαχλαρινίζ χαϊρ ολσούν! Αξαμλαρινίζ χαϊρ ολσούν!»
Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα
 
3. Η κόνα Αγγελικώ είχε αδυναμία στα παραμύθια. Ίσως γιατί την απομάκρυναν απ’τη σκληρή ζωή της, ίσως και γιατί σ’αυτά έβρισκε μια διέξοδο η ζωηρή φαντασία της. Όταν μας ξεφορτωνόταν η μητέρα, γιατί είχε δικές της συντροφιές, μας μάζευε αυτή γύρω της και μας έλεγε πότε για τις νεράιδες, που βγαίνουν τη νύχτα απ’τα μπουνάρια  και ξελογιάζουν με την ομορφιά τους τους άντρες και πότε για τα στοιχειωμένα τσοκαράκια της Βαλιντέ – χανούμ που τη σκότωσε ο άντρας της από ζήλεια κι από τότε τις νύχτες τρέχουν μόνα τους τα τσοκαράκια και φωνάζουν την κυρά τους: «Βαλιντέ! Βαλιντέ». Όταν πρωτακούσαμε το παραμύθι αυτό, ούτε η Ριρή, ούτ’εγώ κλείσαμε μάτι. Καθώς προχωρούσε η νύχτα κι οι δρόμοι πέφτανε στη σιωπή του φόβου, ακούστηκε ο χτύπος του ραβδιού του παζβάντη:  «ταμ, ταμ, τάκα, τάκα, νταν...». Άλλοτε ο χτύπος αυτός μας έδινε το αίσθημα της σιγουριάς. Ήταν το σύνθημα για τον κόσμο να κοιμηθεί ήσυχα, γιατί οι παζβάντες άγρυπνοι φρουροί φύλαγαν τη ζωή και την περιουσία του. Μα εκείνη τη νύχτα η φαντασία μας έτρεχε αχαλίνωτη. -Ακούς; Ακούς τα τσοκαράκια; Ψιθύρισε η Ριρή.
-Ακούω, της είπα κι έτρεμα σύγκορμη.Ο αγαπημένος ήρωας της κόνα Αγγελικώς ήταν ο Τσάκιτζης, ο ξακουστός Εφές του Αϊντινιού. Μας τον παράσταινε προστάτη της φτωχολογιάς, μεγαλόκαρδο, σελμπέση και δίκαιο. Μα μέσα σ’εκείνες τις διηγήσεις της έβαζε και τους δικούς της καημούς και πόθους, τις προσδοκίες, τις πίκρες και το άχτι της για τις αδικίες των ισχυρών.Έβρισκε ξεχωριστή ευχαρίστηση να διηγείται, με νέες πάντα παραλλαγές, την ιστορία του σκληρού και άπονου Ραμάζη, του τσιφλικά, που έκανε «μαύρη κι άραχλη» τη ζωή των φτωχών κι άφηκε τα παιδιά τους να πεθαίνουν απ’ το χτικιό.  Μα ένα βράδυ ο Τσάκιτζης ζώστηκε τις πιστόλες του, καβαλίκεψε τ’άσπρο του το άτι και «τάκα – τουκ, τάκα – τουκ», νάτος με τα παλικάρια του στον κούλα του Ραμάζη.

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν

Κόνα: κυρά
μπουνάρι: πηγή
Βαλιντέ –χανούμ: η μητέρα του σουλτάνου
παζβάντης: νυχτοφύλακας
Τσάκιτζης ή Τσακιτζής: δημοφιλής ήρωας λαϊκών αναγνωσμάτων που λήστευε τους πλούσιους τσιφλικάδες της περιοχής του Αϊδινίου και μοίραζε τα αγαθά τους στη φτωχολογιά
Εφές: αφέντης, κύριος
κούλα ή κουλές: πύργος
 
4. Θαμπώθηκαν τα μάτια του Δημητρού, σαν έφτασε στην Πόλη. Στην ωραία Επτάλοφο. «Χαίρε, Κωνσταντινούπολις, των Πόλεων η βασιλίς». Ξαπλωμένη πάνω σε δύο ηπείρους, ανοίγει η Πολη τα στήθια της στο βοριά της Μαύρης Θάλασσας  από τη μια μεριά και στη νοτιά του Μαρμαρά από την άλλη. Γιουρούσι λες και κάνουμε τα δυο αντίθετα ρεύματα για να την κατακτήσουνε. Παλεύει η Δύση με την Ανατολή κα τη διεκδικούνε και αφρίζουνε και κλωθογυρίζουνε μπροστά στην πούντα του Σαράι Μπουρνού, στα πόδια της Αγιάς Σοφιάς μες στην καρδιά της Πόλης.
Πώς να μη γίνει ο Δημητρός ποιητής, πώς να μη γίνει ρομαντικός! Σπάραξε η καρδιά του σαν είδε τους μιναρέδες γύρω απ’ την Αγια – Σοφιά. Και όμως εκείνη στέκεται μεγαλόπρεπη και με ηγεμονική σεμνότητα σκορπά στη γύρο της τη γαλήνη. Μπροστά στο μεγαλείο της  μυρμήγκι μοιάζει ο άνθρωπος, και όμως κα το μυρμήγκι μέσα στην Αγια – Σοφιά φαίνεται και παίρνει σημασία. Κάτω απ’ το μεγάλο θόλο της σαν σταθείς, δεν ξέρεις αν ο θόλος πρόβαλε για να σε προστατέψει ή αν υψώνεται, για ν’ανοιχτεί και να πετάξεις απάνω. Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια....Άλλον ένα Παρθενώνα χτίσαν οι Βυζαντινοί και τον αφιέρωσαν και αυτοί στου Θεού τη Σοφία.
Έτσι την είδε ο Δημητρός την Αγιά – Σοφιά που στέκεται μέσα στην παλαιά Πόλη που την τριγυρίζουνε τα τείχη τα βυζαντινά. Εκεί δεν είχε πάνε κι έλα και θόρυβο και θέατρα και ξένους, όπως στο Πέρα και στο Γαλατά. Εκεί η ζωή κυλούσε γιαβάς γιαβάς. Στενά λιθόστρωτα σοκάκια, μικρά ξύλινα σπίτια με τεράστιες γεροδεμένες πόρτες που μοιάζουν πόρτες φυλακής. Καφασωτά παράθυρα, ερημιά. Τσαρσιά  με ραχατλήδες ανατολίτες εμπόρους καθισμένους σταυροπόδι μπροστά στην πραμάτεια τους: φίλντισι, κεχλιμπάρι και σιντέφι. Μεταξωτά υφάσματα και λαχουρένια σάλια από τις Ινδίες, πολύτιμα αρώματα....

Λωξάντρα, Μαρία Ιορδανίδου
 
Μαρμαράς: η Προποντίδα
Γιουρούσι: έφοδος
Πούντα: το άκρο του ακρωτηρίου
γιαβάς γιαβάς: σιγά σιγά
Ραχατλής: αυτός που αγαπάει την αργία, τεμπέλης
Λαχουρένιος: από λαχούρι: είδος λεπτού μάλλινου γυναικείου υφάσματος

5.  Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σαν να ‘τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ’όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψούνιζε. Από το ‘να μαγαζί έβγαινε, στ’άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ’ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δύο σόμπες, και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ’όξω έβλεπες σαν ίσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγάλει τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι. Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. ..Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.
..........Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν  ένα ένα. Μονάχα μέσα στα μπαρμπεριά  ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.
Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες  και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες, και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη.....
Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:
Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,Του Ιησού μας του χριστού γέννησιν την αγίαν.
Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθείτε,Ολίγον ύπνον πάρετε και πάλι σηκωθείτε.
Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε, Στη εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.
Ν’ακούσετε με προσοχήν  όλην την υμνωδίαν Και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν
Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,Ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.
Και τον σταυρόν  σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,Δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.
Δότε κι εμάς τον κόπον μας ότ’ είναι ορισμός σας,Και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Και εις έτη πολλά

Φώτης Κόντογλου, Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου
 
Τάντανο: δριμύ ψύχος, παγωνιά
Τσαρσί: αγορά
Αναριεύω: αραιώνω
Μουστερής: πελάτης
 
6. Σόλη τη διαδρομή, καθώς αγκομαχούσε το τρενάκι του Μπουτζά για να φτάσει στη Σμύρνη, αγκομαχούσε κι η καρδιά μου από αγωνία. Τα μάτια μου παίζανε νευρικά αρπάζοντας εκείνες τις όλο γαλήνη εικόνες του ήρεμου τοπίου: τα περιβόλια με τα δέντρα, που τα κλαριά τους γέρνανε ως κάτω απ’τον πλούσιο καρπό, τα κοκκινόμαυρα χώματα, που ρουφούσαν ηδονικά τα τρεχούμενα λαχταριστά νερά, τις αγελάδες και τ’άλογα που αδιάφορα μαζούλιζαν το αφράτο χορτάρι τους. Εδώ κι εκεί αμέριμνοι οι χωρικοί με τις κουνιστές τους βράκες, σκάλιζαν τη γης και όργωναν τ’αμπέλια που θα πότιζαν αύριο με το χυμό τους το κέφι των εύθυμων Σμυρνιών, για να τραγουδούν κα ν’αγαπούνε
Μέσα μου πάλευε η συγκίνηση με την οργή. Γιατί πάλι αυτή η αναταραχή κι η τρικυμία; Γιατί οι άνθρωποι του τόπου μας έπρεπε να τρέχουν κυνηγημένοι κα να σκοτώνονται. Γιατί να καίγονται πάλι τα σπίτια τους και τα σπαρτά τους και οι ελπίδες τους; Γιατί δε βρισκόταν ένας τρόπος να ζει ο καθένας στη γη των προγόνων του και να τη δουλεύει ήσυχα και καλά, είτε Τούρκος ήταν είτε Έλληνας; Να ‘ταν από Θεού δοσμένο τότε, δε θα ‘ταν πόλεμος, θα ‘ταν σεισμός, αστροπελέκι, πλημμύρα. Τούτη τη συμφορά ποιοι άνθρωποι να τη φτιάχναν και γιατί;

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν

7. Στις 8 Νοεμβρίου ανακοινώθηκε το φιρμάνι, στις 13 τοιχοκολλήθηκε, κι ίσαμε τις 16 έπρεπε όλος ο πληθυσμός της Τρίπολης να έχει εγκαταλείψει σπίτια, χωράφια και πλεούμενα. Ο λαός της Τρίπολης έπρεπε να έχει θάψει εκεί που κοιλοπόνεσε, εκεί που μόχθησε, εκεί που χάρηκε κι αγάπησε, την καρδιά του, τη μεγάλη καρδιά ενός μικρού πληθυσμού που ακολούθησε στητός, ανίκητος, την πίστη και την πατρίδα του.
Κι αφού τρεις μέρες και τρεις νύχτες δίχως ήλιο και δίχως αστέρια ετοιμάζανε ό,τι ήτανε βολετό να μεταφερθεί, αφού πουλήσανε στους Τούρκους ό,τι ήτανε δυνατό να πουληθεί, κρεμάσανε στο αλιμό τους το κλειδί της μπαρωμένης ξώθυρας κι ήτανε τούτο ο σταυρός της πορείας τους.
Κι όσο δεν είχε επίσημα ανακοινωθεί η απέλαση, ελπίζανε ακόμη. Ο καϊμακάμης τους είχε υποσχεθεί πως δε θα τους απελάσει, κι ο δήμαρχος της πόλης, που τους συμπαθούσε, ο Χατζή Εμίν, είτε γιατί δεν το ήξερε, είτε γιατί δεν τολμούσε, δεν τους το είπε, όταν τόνε ρωτήσανε, κι έτσι κανένας δεν πρόλαβε να φύγει, κανένας να κρυφτεί, έξω από κείνα τα 15 παλικάρια που περάσανε με σκάφες τη θάλασσα και τον Χαρσιώτη.
Ήτανε Τετάρτη πρωί, σαν έφτασε ο διοικητής με τους χωροφύλακες και ανακοίνωσε την απόφαση της κυβέρνησής του, που έλεγε πως μέσα σε τρεις μέρες όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης πρέπει να είναι έτοιμοι να βαδίσουν προς το εσωτερικό.
.........Κι ήταν κάτι αφάνταστο εκείνη η πορεία μέσα στη μαύρη νύχτα κα στην ψιλή βροχή. Ένα δάσος που κινείται και καίεται από δαδιά, από κεριά, από αφάνες αναμμένες και τα κλάματα κι οι κραυγές των μανάδων που χάνανε τα παιδιά και μέσα σε κείνη τη φωτισμένη κόλαση να τα γυρεύουν, ενώ άλλοι βουλιάζανε μέσα στα ριζοτόπια του Τοματζλού κι άλλοι χάναν το δρόμο και το χέρι των δικών τους. Κι άκουγες σαν τα χαμένα αγρίμια να βγαίνουν ματωμένες από μέσα μας οι φωνές, Παναγή!!! Νικόλα!!! από κάτω...πιο δεξιά....μ’ακούς, παιδί μου;
Κι ερχότανε η ηχώ, όι...όι...μανίτσα.

Η Τρίπολη του Πόντου, Tατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ
Φιρμάνι: σουλτανικό διάταγμα
Τρίπολη: πόλη του Πόντου ανάμεσα στην Κερασούντα και Τραπεζούντα
Καϊμακάμης: Τούρκος διοικητής
Χαρσιώτης: ποτάμι που χύνεται στον Εύξεινο, κοντά στην Τρίπολη
 
8. Τελείωσε. Το Αϊβαλί άδειασε πια. Το απόγευμα φεύγει το τελευταίο βαπόρι. Όσοι είναι να φύγουν θα φύγουν. Αλλιώς δεν έχει άλλο. ..Η μητέρα μου δε θέλει να φύγει. Ο γερο – πατέρας μου την παρακαλεί και της λέει πως έχουμε κορίτσια. Πρέπει. ...Κατά τις τρεις το απόγεμα την καταφέρνουν, τέλος, και τη μητέρα μου πως «πρέπει». Έρχουνται στη φυλακή και παρακαλούν τον αξιωματικό, μια τελευταία ικεσία: να τους αφήσει να μπουν μες στο υπόγειο να μ’ αποχαιρετήσουν. Με πολλές δυσκολίες τους δίνει την άδεια. Είναι όλοι, ο γερο – πατέρας, η μητέρα μου, ο Θάνος, η Ανθίππη, η Σοφία, η Αγάπη, η Λένα, όλοι. Μ’αγκαλιάζουν πρώτα και με φιλούν τα παιδιά. Ένα – ένα, μόλις κάμουν το καθήκον τους, φεύγουν όξω. Οι σύντροφοί μου μας έχουν τριγυρίσει. Παρακολουθούν σιωπηλά. Με πιάνει απ’ τους ώμους ο πατέρας μου. Δεν τον είχα δει να κλάψει ποτές. Με κρατά μια μακριά στιγμή έτσι, απ’ τους ώμους, ύστερα σκύβει και με φιλά στο μέτωπο. Ένα νευρικό έχει πιάσει τα ματόκλαδά του. ...Όμως η μητέρα μου, που έρχεται τελευταία, δε θέλει να ξεκολλήσει από πάνω μου. Είμαστε εκεί μια μάζα, έχω χώσει το κεφάλι μου μες στο μαραμένο κόρφο της, να κρατήσω για τελευταία φορά αυτή τη ζέστη πάνω στο μάγουλό μου. Με σφίγγει, δε θέλει να μ’αφήσει. Τα δακρυά της μποδίζουν τα λόγια να βγουν καθαρά. Μόλις καταλαβαίνω πως λέει πως δε θα το βαστάξει και θα πεθάνει γρήγορα. Το ξαναλέει, σα να είναι κάτι που μου το υπόσχεται. Σηκώνει το πρόσωπό της, πιάνει το δικό μου με τα χέρια της και με κοιτάζει σα μια εικόνα που δεν πρόκειται να τη δει ποτές πια, σκύβει πάλι, μου μαζεύει το σακάκι, ασυναίσθητα, να με κουμπώσει μη κρυώνω, σαν να ήμουν παιδάκι.  Ο πατέρας μου την τραβά. - Δε θα προφτάσουμε το βαπόρι...Δε θα προφτάσουμε...μουρμουρίζει συγκινημένος. Κ’εγώ τη σπρώχνω, μην τυχόν και δεν προφτάξουν. - Μανούλα, να φύγετε!..Θα σε θυμάμαι....

Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328
  
9. Μέσα ήταν και πολίτες Τούρκοι που ταξίδευαν στην Πόλη. Δίπλα μου μια παρέα έτρωγε και τραγουδούσε με κέφι.Ένας γέρος στεκόταν όρθιος παραπέρα και τους άκουγε κατσουφιασμένος. Έκανα να τον ζυγώσω και να του πιάσω κουβέντα.Δε μου έμοιαζε για Τούρκος. Αυτός μ’αγριοκοίταξε. Τραβήχτηκα. Σε λίγο πήγα πάλι κοντά του. - Γιατί δε μου μιλάς; Του λέω τούρκικα. - Τι θέλεις από μένα; μου λέει.- Να σε ρωτήσω θέλω. Το βαπόρι θα πιάσει σκάλα στη Μυτιλήνη;- και που ξέρω εγώ, μου απαντά.- Καλά, εσύ πού πας;- Γιατί με ρωτάς; μου λέει.- Μου φαίνεσαι σαν Έλληνας. Είμαι κι εγώ Έλληνας. Ένας χρόνος πάει που ‘μενα στην Τουρκιά, κάνοντας τον Τούρκο, για να γλιτώσω. - Μωρέ τι λες; Μου λέει ελληνικά.... Να με συμπαθάς, μου λέει. ..Κάτσε εδώ, να πάω να το πω στον καμαρότο. Είναι κι αυτός Έλληνας. Να ιδούμε τι θα γίνει.
Πήγε και του λέει:- Ένας χριστιανός, ντυμένος τούρκικα, έρχεται απ’ τη Σμύρνη. Κοίταξε να τον σώσουμε......Το καράβι άρχισε να σφυράει και σιγά σιγά σταμάτησε μες στο λιμάνι της Μυτιλήνης....Βγήκαμε στο Λιμεναρχείο. ..Με πήγε στο Φρουραρχείο. Μόλις με είδε ο Φρούραρχος: - καλώς τον, μου λέει, κάτσε. Από που έρχεσαι; Πού πας; Πού έκανες στρατιώτης; Ποιον είχες διοικητή;...Έχεις εδω κανένα Σωκιανό να σε ξέρει;- Εγώ που να ξέρω, τώρα ήρθα, του λέω.- Εσείς δεν ξέρετε κανέναν; Ρωτά τους χωροφύλακες.
Ένας τους λέει: - Κάποιος ξενοδόχος, κύριε φρούραρχε, θαρρώ πως είναι απ’ τα Σώκια. - Πήγαινέ τον. Κι αν γνωριστούν, να μείνει στο ξενοδοχείο.......Ως τα μεσάνυχτα λέγαμε τα βάσανά μας. Ο ύπνος μας πήρε απάνω σε κουβέντα. Το πρωί ξύπνησα ησυχασμένος. Ντύθηκα και πήγα στην εκκλησία. Άναψα ένα κερί, γονάτισα και προσευχήθηκα.

Στρατής Δούκας, Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου

10. Πλησιάζανε οι Φωκιανοί λαχανιασμένοι, στο απάνω χωριό, που είχαν οι άλλοι πρόσφυγες, οι Ανατολίτες, όταν σταματήσανε μονομιάς. Ένας μοναχός, ολομόναχος άνθρωπος πρόβαλε στο μονοπάτι. Είχε σκεπασμένο με τσουβάλια το κορμί του, το πρόσωπό του ήταν  κίτρινο, ήταν ολομόναχος....- Είναι ο Αντρέας! Είναι ο Αντρέας της κυρά Σοφούλας!Κι ύστερα άρχισαν να τον πνίγουν στα ρωτήματα:- Μην είδες τον τάδε; Μην είδες τον τάδε;- Δεν ξέρω τίποτα....Δεν ξέρω τίποτα....Άρχισαν να βαδίζουν  προς την Ανάβυσσο, ο αιχμάλωτος όδευε πρώτος και το πλήθος ακολουθούσε. Πλάι του έτρεχε λαχανιασμένος ο γιατρός Βένης.- Η Άννα ζει; Ρώτησε μια στιγμή, μες στην αγωνία του, το αγόρι. - Ναι, ζει. Εδώ είναι. Εδώ είναι κι η μητέρα του Άγγελου. Μαζί με κείνον δεν ήσαστε, όταν σας πιάσανε;....- Θα ρθει με τ’ άλλο βαπόρι; επιμένει η φωνή.Πάλι- Θα ‘ρθει λοιπόν;Κι η σκληρή φωνή του αγοριού, σχεδόν άγρια, αδύνατη πια να κρατηθεί, τινάζεται σπαράζοντας:- Ε, όχι! Δε θα ρθει! Δε θα ρθει! Μη με ρωτάτε πια! φώναζε απελπισμέναΚάθισε απότομα καταγής κι έκλεισε το πρόσωπό του με τις χούφτες του. Όλοι, τότε, κάνανε ένα βουβό κύκλο πάνω από κείνο το φάντασμα.- Για ποιον λέει; ρωτούσαν σιγανά.Μα ο γιατρός τούς παρακάλεσε ν’αραιώσουν τον κύκλο, να πάρει αέρα το παιδί. Γονάτισε πλάι του κι έπιασε το μέτωπό του, σαν να ήθελε να δει αν έχει πυρετό.Ύστερα έσκυψε ακόμα πιο πολύ στ’αυτί του αγοριού, ικετεύοντας:- Η μητέρα του, να μη μάθει τίποτα, του ψιθύρισε τρέμοντας από ταραχή. Θα πρέπει να περιμένει. Κι ο Αντρέας χαμήλωσε το κεφάλι, πιο ήσυχος λίγο, στη γη. - Ναι, δε θα μάθει. ......Και για να μη μάθει κείνη η μητέρα τίποτα, ο Αντρέας κάθισε και της είπε μια ιστορία. Ήταν ένα παραμύθι όλο χρώμα και συγκίνηση, γεμάτο από καλοσύνη για δυο παιδιά που βρεθήκανε μες στο μπουρίνι του πολέμου, γεμάτο από ιερή ευγνωμοσύνη κι από θερμά δάκρυα. - Ο Άγγελος θα ‘ρθει με την άλλη αποστολή, ή με την άλλη, την άλλη. Θα ‘ρθει – ήταν ο πρώτος λόγος που είπε στη μητέρα του φίλου του.

Αιολική Γη, Ηλία Βενέζη
11. Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι μας κάθε χρονιά, την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε λίγο νερό απ’ το πηγάδι της αυλής . Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. .....Καθόταν ήσυχα για ώρα πολλή στο κατώφλι της αυλής, κι αντί να κοιτάζει κατά το δρόμο ή τουλάχιστο κατά το πλαϊνό σπίτι του Κεμάλ, αυτή στραμμένη έριχνε κλεφτές ματιές προς το δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. ...Την πρώτη φορά που είχε καθίσει η άγνωστη γυναίκα στο κατώφλι μας, δε σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα, όμως σε λίγο μας ζήτησε η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στον μπαχτσέ της. ....Την άλλη φορά είδαμε, πως μόλις έφυγε από μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια ομάδα από τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο πεζοδρόμιο. Εμείς ως τότε θαρρούσαμε πως είναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ’τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Η αποκάλυψη αυτή στην αρχή μας τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους Τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας;Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα;Πάνω σ’αυτό δεν απαντήσαμε, κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι. Και τα επόμενα λόγια μας έδειχναν πως η καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως από συμπάθεια κι ελπίδα. Είχαμε κι εμείς αφήσει σπίτια κι αμπελοχώραφα εκει κάτω. Η τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Εμείς καθόμασταν πια σε άλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, όμως την είδαμε μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας. ...Παραλίγο να την καλέσουμε απάνω στο σπίτι – τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της. Όμως αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη αυλή και το έρημο σπίτι. Μια ιταλική μπόμπα είχε σαρώσει την ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς να καταφέρει να το γκρεμίσει. Δεν την ξανάδαμε από τότε. Άλλωστε και να ‘ρχότανε δε θα βρισκε πια το κατώφλι με το αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ’τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους. ....Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ’ το οικόπεδο του δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. ...Τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ’ την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γριά να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».
Το πλαϊνό σπίτι του Κεμάλ: πρόκειται για το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα στεγάζεται το τουρκικό προξενείο. Ντουτιά: συκομουριά

Στου Κεμάλ το σπίτι, Γιώργος Ιωάννου

12.  Νάτην η Τραπεζούντα – πρωτεύουσα ιστορική των Κομνηνών – γεμάτη εκκλησιές, κάστρα βυζαντινά, τζαμιά κι ορθοδοξία, που από τη μια μεριά της σκαρφαλώνει στον λόφο του «Ποζ Τεπέ» κι απ’ την άλλη δροσολογιέται ανέμελα στη θάλασσα του Ευξείνου, που πότε χαϊδεύει  τις αμμουδιές της καταγάλανη, και πότε ανασηκώνεται θυμωμένη, σε κύματα θεόρατα, που σπάζουν και βροντολογούν στα βράχια του γιαλού της.
Σπίτια μικρά, μεγάλα, που οι αυλές τους – πλακόστρωτες αλλού κι αλλού με καρφωμένα βοτσαλάκια – λαμποκοπάνε από πάστρα κι οι κήποι τους ολούθε είναι πνιγμένοι στο λουλούδι, στις συκιές ή τις ροδιές ή τις μανόλιες.
Να το μεϊτάνι με τα μεγάλα καφενεία, όπου σεβάσμιοι Τούρκοι τραβούν μακάριοι τους ναργιλέδες, κι οι δρόμοι με τα μαγαζιά, τα σεκερτζίδικα με τα πολύχρωμα ζαχαρωτά, τα χαλβατζίδικα με τους πελώριους άσπρους χαλβάδες, τις λεμονάδες, τα σερμπέτια και πέρα τα κεμπαπτζίδικα με τα ντονέρ κεμπάπια, όπου ο κεμπαπτζης ξεσπά μερακλωμένος σε κραυγές.
........Όσο μακρύτερα πάει η θύμηση, τόσο πιο καθαρά βλέπει τις εικόνες – εκεί στον κεντρικό δρόμο προς το λιμάνι και το τελωνείο ξανοίγει το μαγαζί του πατέρα με τα τενεδιώτικα κρασιά και την ταμπέλα από πάνω: ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΟΠΩΛΕΙΟΝ Η ΩΡΑΙΑ ΤΕΝΕΔΟΣ
....Συγκινημένη η θύμηση παίρνει τους δρόμους και περπατά: Ρωμαίικες γειτονιές, τούρκικοι μαχαλάδες, τζαμιά και μιναρέδες που λογχίζουν τον αέρα, αλλά και εκκλησιές – πόσες εκκλησιές! – περιοχές ολόκληρες της πόλης όλο ελληνισμός, χωρίς κανένα Τούρκο.
Βραδιάζει. Και να που εκεί ψηλά στον μιναρέ πρόβαλε ο «μολάς», που με τον ένα χέρι στο αυτί διαλαλά στα πέρατα του κόσμου, ότι ένας είναι ο Αλλάχ και προφήτης του ο Μωάμεθ.
Αλλάάάάάάάάχ
Μπιρ Αλλάάάάάάάάχ
Αλλά η απάντηση έρχεται από πλήθος καμπαναριά που χαλούν τον κόσμο με τις γλυκόλαλες καμπάνες, απ’όπου δοξολογιέται ο αληθινός Θεός των Χριστιανών και προσκαλούνται οι πιστοί στις εκκλησιές, όπου οδεύουν – ολόκληρος λαός – με πίστη και κατάνυξη, Κυριακές, γιορτές, εωθινά, εσπερινούς, Χριστούγεννα και Πάσχα.

Δημήτρης Ψαθάς, Γη του Πόντου
 
Ποζ Τεπέ: ονομασία του λόφου νότια της Τραπεζούντας
Μεϊτάνι: πλατεία
Σεκερλίδικα: ζαχαροπλαστεία
Σερμπέτι: είδος γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού
Μπιρ: ένας