Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Τα Μαρμαρινά Νέα…μέσα από τον Ντελάλη

 

Τα Μαρμαρινά Νέα…μέσα από τον Ντελάλη

Η Κούταλη  30 χρόνια μετά το 1922

 

Τα Μαρμαρινά Νέα ήταν μια εφημερίδα  που εκδιδόταν περίπου από το 1946 στην Αθήνα και αποτελούσε, όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην κεφαλίδα, δημοσιογραφικό όργανο των συμφερόντων των απανταχού διαβιούντων Μαρμαρινών, όσων δηλαδή κατάγονταν από τα νησιά του Μαρμαρά στην Προποντίδα, ήτοι  των Μαρμαρινών, των Κουταλιανών, των Αφησιανών και των κατοίκων της Αλώνης. Στόχος της, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της ήταν να διατηρήσει δυνατούς τους δεσμούς μεταξύ των απανταχού Μαρμαρινών, αφού μετά το διωγμό άλλοι εγκαταστάθηκαν  στη Χαλκιδική (Μαρμαρινοί και Αφησιανοί που ίδρυσαν αντίστοιχα το Νέο Μαρμαρά και τη Νέα Αφησιά), άλλοι στη Λήμνο (Κουταλιανοί που ίδρυσαν τη Νέα Κούταλη) και στο Λαύριο, άλλοι στον Ωρωπό ( Μαρμαρινοί που ίδρυσαν τα Νέα Πάλατια), στο  Αίγιο (κυρίως  κάτοικοι  της  Αλώνης) και την Αμερική με τους τελευταίους, μάλιστα,  να ενισχύουν οικονομικά τις δραστηριότητες (χτίσιμο σχολείων και εκκλησιών) των συμπατριωτών  τους  στις  νέες πατρίδες της μητέρας Ελλάδας. Η σπουδαιότητα της εν λόγω εφημερίδας για τους Μαρμαρινούς,  ως κρίκος που εξακολουθεί να τους συνδέει μετά  την  αναγκαστική ανταλλαγή, διαφαίνεται και από την οικονομική  υποστήριξη  που προσφέρουν  με τις συνδρομές τους.  

Ιδρυτής και Διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Μαρμαρινός Νικόλαος Λαμπαδαρίδης,  ο οποίος,  τριάντα χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή,  καταφέρνει να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην πατρίδα…

Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τις εντυπώσεις του από την Κούταλη (τόπο καταγωγής μου), έτσι όπως τις περιγράφει στην εφημερίδα του το έτος 1952.

…Την Κούταλι  επισκεφθήκαμε  την  δεύτερη μέρα από της αφίξεώς μας στον Μαρμαρά. Ένα βενζινοκίνητο ψαροκάικο μας μετέφερε εκεί από το Μαρμαρά μέσα σε 20 λεπτά της ώρας. Η συντροφιά μας απετελείτο  από τον Αμερικανό συμπατριώτη κ. Δημοσθένη Εμμανουήλ, την σύζυγό του κυρία Χρυσοπηγή, την κυρία Ευριδίκη Οικονομίδου, την κόρη της δ/νίδα Χαρίκλεια, τον κ. Θεοφάνη Θεοφανίδη, τον γυιο του Σπύρο και τον υποφαινόμενο. Οι τέσσερεις πρώτοι είναι Κουταλιανοί την καταγωγή  και η συγκίνησις φαίνεται βαθειά χαραγμένη στο πρόσωπό τους όσο το βενζινόπλοιο πλησιάζει στην αγαπημένη τους Πατρίδα.

Στις 10 και 20’ αποβιβαζόμαστε στην παληά γνωστή σκάλα της Κούταλης, μπροστά στο καφενείο  του  Βασιλάκη  του  Αποστόλη.  Πεντέξη Τούρκοι, που βρίσκονται εκεί, τρέχουν να μας υποδεχθούν και μας καλωσορίζουν με εγκαρδιότητα σαν παληούς καλούς φίλους των. Αποθέτουμε  τα  πράγματά  μας στο μοναδικό καφενείο του χωριού, κτισμένο στη θέση που ήταν άλλοτε ο Άγιος Νικόλαος και το μαγαζί του Γλαράκη, και τραβούμε να κάνουμε μια βόλτα…στο χωριό. Χωριό  είναι  ο  τρόπος  του  λέγειν , γιατί η Κούταλι δεν έχει σήμερα παρά μόνον 22 σπίτια, σκορπισμένα το ένα εδώ και το άλλο εκεί, σ’ολη την έκτασι που υπήρχε άλλοτε η ξακουσμένη πατρίδα του Παναγή Κουταλιανού και του Πατριάρχου Ανθίμου του Στ’ . Παντού χαλασμός και ερείπια.

Άνεμοι της θάλασσας

διά κενά παράθυρα,

φείδια και σκορπιοί

στους ριγμένους τοίχους.

Και μέσ’ στη νυχτιά

που τη ραίνουν τ’άστρα

μήτε ανθρώπων λάλημα

μήτε αχός πουλιού.

Πόσο δίκηο  είχε ο εκλεκτός  Κουταλιανός ποιητής και λογοτέχνης κ. Δημητρός Οικονομίδης,  που  έγραψε  τον Δεκέμβριο του 1946 στα «Μαρμαρινά Νέα» τους παραπάνω στίχους! Η παληά ωραία Κούταλι δεν είναι σήμερα παρά ένα νεκρό χωριό. Σπίτια, μαγαζιά, εκκλησιές, σχολεία, όλα ριγμένα κάτω σ’ένα φρικτό ανακάτωμα από πέτρες και χώματα.

Με οδηγό τον κ. Δημοσθένη Εμμανουήλ, που τον βοηθούν η σύζυγός του και η κυρία Ευριδίκη ΟΙκονομίδου, προσπαθούμε να κατατοπισθούμε στη σημερινή αλλαγή, κι απάνω στα  ερείπια  ν’ ανοικοδομήσουμε  με  τη φαντασία μας τα σπίτια που χάθηκαν. Εδώ είναι το  σπίτι του τάδε, εκεί του τάδε, εκεί…το μυαλό σταματάει, το μάτι ξεγελιέται στους κενούς χώρους και ο καθορισμός γίνεται δύσκολος. Σιγά, σιγά όμως, πότε από κανένα ντουβάρι που στέκει ακόμα όρθιο, πότε από κανένα άλλο γνωστό σημάδι του δρόμου, τα σπίτια παίρνουν τη θέσι τους και ορθώνεται στη φαντασία μας το χωριό πανεύμορφο και χαρούμενο, όπως ήταν πριν, για να εξωτερικεύση  σε δάκρυα τον ψυχικό μας πόνο για το σημερινό φρικτό του κατάντημα.

Σε μια στιγμή βρισκόμαστε μπροστά στον χώρο που ήτανε άλλοτε το νεκροταφείο του χωριού. Σήμερα είναι ένα μεγάλο περιμαντρωμένο χωράφι, καταπράσινο από το σιτάρι, που έχει σπείρει ο ιδιοκτήτης του.

Σε κάποιο σημείο ο κ. Εμμανουήλ  καθορίζει  το  σημείο που ήτανε ο τάφος της μητέρας του. Η  συγκίνησίς  του  είναι πολύ μεγάλη που βρέθηκε ύστερα από 40 χρόνια μπροστά στο  μνήμα της και τα δάκρυα τρέχουν ακράτητα από τα μάτια του. Αντί τρισάγιο προσφέρει  μερικά  χρήματα  στα  μικρά  τουρκόπουλα, που μας ακολουθούν με περιέργεια, και παίρνουμε το δρόμο για τον Αη-Γιώργη.

Σε  μικρή απόσταση από το χωριό συναντούμε τον μύλο του Ντόμπρου με τη γερή οικοδομή του όρθια, όπως την αφήσαμε το 1922. Επάνω από την πόρτα του μια εντοιχισμένη  πλάκα  έχει  χαραγμένο  ένα  σταυρό με τα γράμματα Ι.Χ.Ν.Κ και από κάτω την χρονολογία της κατασκευής του, 1877.

Ύστερα  από  πορεία  20  περίπου λεπτών  φθάνουμε στον Αη Γιώργη κι έχουμε μπροστά μας  τη  βρύση  απ’την  οποία  υδρεύονταν  οι  Κουταλιανοί. Μια μεγάλη άσπρη μαρμαρένια πλάκα κομένη σε καλλιτεχνικό σχήμα και εντοιχισμένη σε μικρό ύψος από τη θάλασσα, ανάμεσα στους πελώριους γρανιτένιους βράχους της περιοχής, έχει επάνω χαραγμένα τα γράμματα:

Πίετε ύδωρ διαυγές

και νεκταρώδες νάμα

την δίψαν κατασβέσατε

τους  ρύπους  πλύνατ’ άμα.

του Ιωάννου εύξασθε

του γόνου του Φωτίου

να ανταμείψη ο Θεός

τον ζήλον ως αιτίου

την μνήμην του ληρήσατε

ως τε πατρίδος φίλου

και εις τα καλά συντρέχετε

και σεις μετ’ ίσου ζήλου

Εν Κουτάλει 1847, Οκτωβρίου 20.

Δεξιότερα και λίγο πιο πάνω από τη βρύσι, ένας από τους Τούρκους που μας ακολουθούν μας δείχνει το μέρος που βρήκαν προ ετών τα χρυσά νομίσματα, που, όπως λέγεται, είχε κρύψει  εκεί  ο αρχιληστής Κριμάνης κατά το 1920, λίγο καιρό πριν σκοτωθεί στον Μαρμαρά από τον Απτουλλάχ Κιαζήμ.

Στην  επιστροφή  μας  από  τον  Αη-Γιώργη,  ανεβαίνουμε στον Προφήτη Ηλία, το υψηλότερο σημείο του μοναδικού βουνού, που έχει η μικρή Κούταλι. Από το ύψος του έχουμε από τη μια πλευρά μας απλωμένη, σαν ένα τεράστιο καθρέφτη, την Προποντίδα, που  αντικατοπτρίζει  στη γαλάζια της επιφάνεια τις χρυσαφένιες αχτίνες του ήλιου, και από  την  άλλη  τον Μαρμαρά και την Αφουσιά,  πανεύμορφες αρχοντοπούλες, στολισμένες με την πιο ωραία ανοιξιάτικη στολή τους. Μπροστά μας οι πλαγιές του βουνού, που στεκόμαστε, κατηφορίζουν μέχρι τη θάλασσα, καταπράσινες, λουλουδοστολισμένες.

Η γραφική εκκλησιά του Προφήτη Ηλία, που τόσο πολύ αγαπούσαν οι Κουταλιανοί, μάς δέχεται στον ιερό χώρο της σωριασμένη σε πέτρες και χώματα. Στεκόμαστε για λίγο μπροστά στο ιερό της , ψέλνουμε (για πρώτη φορά ύστερα από 30 χρόνια) μερικά τροπάρια της Αναστάσεως, και ξαναπαίρνουμε το δρόμο του γυρισμού στο χωριό.

Κατά την επιστροφή μας βρίσκουμε στα ερείπια του καφενείου του Δαμιανού μια ταφόπετρα  με  σκαλισμένα  επάνω  της: ένα σταυρό, πλαισιωμένο από ένα στεφάνι δεμένο στο κάτω μέρος του με κορδέλλες, και από κάτω τα γράμματα:

ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ

Θεόδωρος Λαμπαδάριος

εκ Μαρμαρά

Γεννηθείς

την 17 Ιανουαρίου 1848

και αποθανών

την 4 Απριλίου 1885

εν Κουτάλει

εγκαταλειπών δε νεαράν

σύζυγον και οκτώ ανήλικα τέκνα

ΓΑΙΑΝ ΕΧΕΤΩ ΕΛΑΦΡΑΝ

Συνεχίζουμε τον περίπατό μας ανάμεσα στα τραγικά χαλάσματα της Κούταλης και φθάνουμε στην Παναγία Φανερωμένη, που είναι κι αυτή σωριασμένη σ’ένα άμορφο όγκο από πέτρες και χώματα. Από την όμορφη εκκλησιά δεν σώζονται παρά μόνο μερικά κουμάτια  από τους τοίχους της και ένα μέρος από το καμπαναριό της. Προχωρούμε προς τα «σαράγια» και βλέπουμε πως κι εδώ δεν έγινε καμιά εξαίρεση απ’την καταστροφή. Απ’ τις λαμπρές οικοδομές που στόλιζαν την ανατολική πλευρά της παραλίας της Κούταλης σώζονται  σήμερα μόνο του Μηνάκου Μαυρικίου, του Θόδωρου Ζαχάρωφ, του Παρισιάνου, του Θόδωρου Λαμπαδάριου, του Θόδωρου Βλαστού και του Μούχαλου. Στο κέντρο του χωριού και τη δυτική πλευρά του-«από κει κάτ΄»- σώζονται τα σπίτια: του Κώτσου του κυρ Αυγουστή, του Δημητράκη του Καραντάνη, του Κων



σταντίνου Κλώνη, του Παντελή του Βαλάση, του Κώτσου του Βασιλάρου ο φούρνος, του παππού του Μαστρογιάννη του Κονιόρδου, του Γαβριλάκη του Κοκκάλα, του Γιώργου Καρακίτσου, του Λογοθέτη Κομνιανού (Φώτα), του Αναγνώστη Ναούμ, του Γζαννή Ζαχαράκη, του Φωτάκη (Τσιφούτη), του Αρχιμήδη Θεοχαράκη, του Νικολάκη Ζαριφάκη (της Θυμίας), η καφεταρία του Νικολάκη Κωπέλη και το σπίτι του Γιάννη Καϊρη. Εκτός απ’ τα σπίτια που αναφέραμε παραπάνω (22 τον αριθμό) στην Κούταλη υπάρχουν σήμερα και μερικά άλλα που έκτισαν οι  Τούρκοι  με  τα άφθονα υλικά των κατεστραμμένων σπιτιών. Μαζί μ’αυτά η Κούταλη έχει σήμερα 36 σπίτια, στα οποία στεγάζονται ισάριθμες οικογένειες, με συνολικό αριθμό κατοίκων 160 άτομα.

Οι σημερινοί κάτοικοι της Κούταλης ασχολούνται με την γεωργία και την αλιεία, είναι δε άνθρωποι φιλήσυχοι και πολύ φιλόξενοι. Αν και είχαμε κάνει από τον Μαρμαρά τις σχετικές  προμήθειές  μας  για  το μεσημεριανό φαγητό μας, μας προσέφεραν από τα σπίτια τους τυρί, γιαούρτι και αυγά, δηλαδή ό,τι εκλεκτό είχαν στο φτωχικό τους. Στο πλούσιο τραπέζι μας την πρώτη θέσι είχαν 7 αστακοί που τους …πιάσαμε μόνοι μας σε μια απόστασι 50 μέτρων από το κατάγιαλο. Τους διαλέξαμε ανάμεσα σε εκατό που είχε δεμένους  σ’ένα  σχοινί ο Τούρκος ψαράς Ισμαήλ Τουτουτζή και φουνταρισμένους εκεί σε μια σημαντούρα για να διατηρούνται ζωντανοί μέχρις ότου πωληθούν.

Ένας εκλεκτός όμως μεζές θέλει και καλό κρασί και αφού δεν υπήρχε στην Κούταλι, αποφασίσαμε να πάμε μετά το φαγητό να το πιούμε στην Αφυσιά…

 

Υ.Γ στη φωτογραφία ένα από τα εξώφυλλα της εφημερίδας. Στην φωτογραφία που υπάρχει στο εξώφυλλο απεικονίζεται η Κούταλη. Στη λεζάντα γράφει: Γενάρης στην Πατρίδα. Η Κούταλις χιονισμένη κατά την προ του εκπατρισμού εποχήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: