Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Η Κυριακή της Τυρ’νής, Το Καθαροβδόμαδο και η Γιορτή του «Τόνου» στα νησιά του Μαρμαρά

 

Η Κυριακή της Τυρ’νής, Το Καθαροβδόμαδο και η Γιορτή του «Τόνου»

στα νησιά του Μαρμαρά


Την Κυριακή της «Τυρ’νής», μια και δεν τρώγανε κρέας, φτιάχνανε σε κάθε Μαρμαρινό σπίτι «μακαρόνια του σπιτιού» ή «του παπά τ’αυτιά», όπως τα λέγανε αλλιώς. Ανοίγανε φύλλο  στο «πλαστήρ’»  και  το  κόβανε φαρδιές μακριές λουρίδες. Διπλώνανε κάθε λουρίδα  στα  δύο, στο μάκρος, και στρώνανε μέσα τη γέμιση, το «γόμο».  (Ο γόμος γινότανε  ως  εξής:  Βράζανε  τραχανά γλυκό, ρίχνανε μέσα τυρί τριμμένο, δύο-τρία αυγά και ανακατεύανε έως ότου ο γόμος έχανε τα πολλά υγρά). Έπειτα μ’ένα «ποτήρ’» του κρασιού ή με μια «τσάσκα» πατούσανε πάνω από το φύλλο με το γόμο και κόβανε, προσέχοντας να διατηρηθεί η ένωση στο δίπλωμα του φύλλου. Μετά, με τα δάχτυλα, στρίβανε τις άκρες των φύλλων για να μην φεύγει ο γόμος, όπως στα σκαλτσούνια, εδώ. Αφού  τ’ άφηναν  λίγο  του  «παπά τ’ αυτιά» να τραβήξουν, τα ρίχνανε μέσα σε βραστό νερό.  Όταν  βράζανε,  τα  βγάζανε  με την τρυπητή τη «χουλιάρα», τα βάζανε στη σουπιέρα, τα  κουκκίζανε  με  «αφότ’ρο» και «απέ πάν’ περεχούσαν  το βούτ’ρο». Αυτά ήταν  τα  περίφημα  «μακαρόνια  του σπιτιού». Σε πολλά φτωχά σπίτια, μέσα στο βρασμένο νερό  απ’  τα  «μακαρόνια  του σπιτιού»  έριχναν τα ξακρίσματα από τα φύλλα και τα έκαναν «ιφκά».

Επίσης, στην «Τυρ’νή» κάθε σπίτι έφτιαχνε τα κανταΐφια και τους χαλβάδες.  Πολλές φαμίλιες, αφού έτρωγαν τα «μακαρόνια του σπιτιού», έπαιρναν του χαλβάδες τους και πήγαιναν σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια, για να περάσουν με γλεντοκόπι τη βραδιά. Στις βεγγέρες  αυτές, όσοι ήτανε γερά ποτήρια, παραβιάζανε κάπου - κάπου και τα καθιερωμένα της «Τυρ’νής» αλλάζοντας το μεζέ. Τότε θα ‘ρχότανε στο τραπέζι η λιαστή ζαργάνα, ο κολιός, το σαφρίδι ή το μπαρμπούνι «γούνα», τα τσαμούχια τα λιαστά, οι παστουρμάδες, τα σουτζούκια… Όσοι ξενυχτούσανε σχεδόν στα γλέντια, ντυνόντουσαν το πρωί  μασκαράδες  και  παίρνανε  σβάρνα τα σπίτια όπου τραγουδούσαν και χόρευαν, αφού  οι  σπιτικοί  τους  έκαναν  τα «τραταμέντα». Ντύνονταν προπαντός «Οβρηγιοί» και τα παλικάρια τα λεύτερα τσολιάδες. Οι φουστανέλες, οι τσακιστές «φέσες», τα ξύλινα γιαταγάνια κυριαρχούσαν στους δρόμους, χωρίς να προξενούν την όχτρητα και την απαγόρευση των Τούρκων. Οι γυναίκες -οι πιο ζωηρές- ντύνονταν μόνο τη νύχτα μασκαράδες  και  με  τη  συντροφιά  ενός  άντρα  πήγαιναν στα συγγενικά τους σπίτια, όπου για να μη φανερωθούν, πίνανε ό,τι τους κερνούσανε και καπνίζανε κιόλας στην ανάγκη. Η σκλάβα,  βλέπετε,  έσπανε τα δεσμά της.

Η  Καθαρή  Δευτέρα  δεν  είχε στον  τόπο μας  τη σημασία  και  τις εκδηλώσεις τις σημερινές. Ήταν η μέρα η αφιερωμένη στη γενική καθαριότητα του σπιτιού και του σώματος. Θενά πλυθούν και καθαριστούν από ποτηράκι μέχρι κουρελού. Σφουγγάρισμα, ασβέστωμα, λούσιμο, μπάνιο κ.λπ. Κανένα σπίτι δεν μαγείρευε. Όλοι νήστευαν. Όλες σχεδόν οι γριές και αρκετές κοπέλες. Δευτέρα και Τρίτη δεν τρώγανε άλλο, έξω από ένα καφέ το απόγεμα.  Όλη  η  βδομάδα  λεγόταν  Καθαρή. Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Τρίτη κ.λπ. Λάδι  έτρωγαν  μονάχα  την Παρασκευή, όταν θενά ψαλθούν οι πρώτοι χαιρετισμοί της «Παναΐας». Την Καθαρή Τετάρτη, όσοι νηστέψανε, πηγαίνανε στην εκκλησιά για να «πιουν το μεγάλο Αγιασμό, που τον φυλάγαν οι παπάδες απ’τα Φώτα». Όποιος είχε φρεσκοπεθαμένο έστελνε και καλούσε απ’ την εκκλησιά στο σπίτι τις γριές τις «νηστεμένες» να τις σερβίρει καφέ, για να «σ’χωρέσουν τις ψυχές των δικών του». Αυτό γινότανε σε πάρα πολλά σπίτια. Το Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων  υπήρχε ένα έθιμο που έχει, απ’ ότι έχω υπ’όψιν μου, άγνωστη ακόμη την προέλευσή του, αν είναι απομεινάρι καμιάς πανάρχαιης διονυσιακής εορτής ή ρωμαΐικο κατάλοιπο. Απ’΄το πρωί λοιπόν του Σαββάτου άκουγες τις φράσεις «θα πάμε στον τόνο», «Κινάμε για τον τόνο».

Τι  ήταν  λοιπόν η γιορτή του Τόνου;  Από τις  9  με 10 το πρωί ξεκινούσαν για του Αμπά τον Κάβο, πίσω στην Τσιχλή*,  οι παντρεμένοι και προπαντώς οι νιόνυμφοι. Οι άντρες με τις βάρκες,  ψαρεύοντας  γιαλό γιαλό  με την αγκάμη στρείδια και χτένια και με τη «χέρα» πίνες. Οι γυναίκες κινούσαν με τα πόδια από την αμμουδιά. Λεύτερες και κορίτσια δεν έπαιρναν μέρος στον «τόνο». Αυτού πήγαιναν «αντρογύνατα», όπως εξηγεί η κυρία Μαριορίτσα.  Όταν  έφταναν,  στρωνόντουσαν  στο  κατάγιαλο και με τα φρέσκα θαλασσινά, τα τουρσιά, τα χαβιάρια, τις ελιές, τα «λεφτοκούκια», τους ταραμάδες, το ρίχνανε στο πιοτό, στο χορό και το τραγούδι. Γυρνούσανε κατά τη νύχτα.

Κι όταν ρώτησα γιατί δεν πήγαιναν λεύτερες, η καλή μου νουνά, χαμήλωσε τα μάτια και μου είπε «Ξέρω κι εγώ; Δεν πήγα η ίδια. Λένε πως τραγουδούσαν δεψίσκα και αρσίσκα». Ίσως εδώ να βρίσκεται το κλειδί για να λυθεί το μυστήριο της προελεύσεως της «γιορτής του τόνου».

 

*παραλία της νήσου Μαρμαράς

Μαρτυρία της Μαριορίτσας Δαδινού

Πηγή: Μαρμαρινά Νέα

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο

του Πολιτιστικού και Πνευματικού Ομίλου

Νέων Παλατίων

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: